Η πολυπόθητη ανάσα ρευστότητας που προσφέρει συνήθως η περίοδος των εκπτώσεων στα εμπορικά καταστήματα δεν ήρθε. Όπως φαίνεται από τις έρευνες που πραγματοποίησαν οι εμπορικοί σύλλογοι της χώρας τα αποτελέσματα των θερινών εκπτώσεων που ολοκληρώθηκαν χθες ήταν πιο φτωχά από πέρυσι και σίγουρα κατώτερα των προσδοκιών.
Η συνεχιζόμενη ακρίβεια έχει περιορίσει σημαντικά το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών που κόβουν τις μη απαραίτητες αγορές. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι καταναλωτές να μην προχωρούν σε αγορές, ανεξαρτήτως του πόσο δελεαστικές ήταν οι προσφορές. Επιβαρυντικά για την αγορά λειτούργησε η αβεβαιότητα για το επόμενο διάστημα και ειδικά για το να θα συνεχιστούν οι ανατιμήσεις και σε ποιο βαθμό, αλλά και μια σειρά από άλλους παράγοντες όπως οι καύσωνες ειδικά τον Ιούλιο αλλά και οι πυρκαγιές.
Στην Αττική ένας στους δύο εμπόρους (για την ακρίβεια το 49,2%) είχε χειρότερο τζίρο κατά τις φετινές θερινές εκπτώσεις σε σχέση με πέρυσι, σύμφωνα με την έρευνα του Εμπορικού Συλλόγου Αθηνών. Το 20,5% είδε τον τζίρο των εκπτώσεων να υποχωρεί έως και 10%, ενώ ακόμη μεγαλύτερη μείωση, από 11% έως και 25%, είδε το 20,3% των εμπόρων. Για το 31,3% ο τζίρος κινήθηκε σε παρόμοια με το 2022 επίπεδα, ενώ μόλις το 18,3% ανέφερε αύξηση των πωλήσεων φέτος.
Σε αντίστοιχη έρευνα που πραγματοποίησε ο Εμπορικός Σύλλογος Πειραιώς χαμηλότερο τζίρο σε σχέση με πέρυσι ανέφερε το 62% των εμπόρων, ενώ άνοδο του τζίρου κατέγραψε μόλις το 5%. Στην πλειονότητα καταγράφηκε μείωση έως 20%, ενώ σαν καλύτερη περίοδος από άποψη αγοραστικής δύναμης αναδείχθηκε ο Ιούλιος.
Χαμηλή ορατότητα για το επόμενο διάστημα
Μετά από τα φτωχά αποτελέσματα των εκπτώσεων οι έμποροι, όπως είναι φυσικό εμφανίζονται πιο απαισιόδοξοι. Στην έρευνα του Εμπορικού Συλλόγου Αθηνών αυτοί που περιμένουν ότι το επόμενο εξάμηνο οι πωλήσεις θα αυξηθούν και αυτοί που αναμένουν μείωση των πωλήσεων είναι μοιρασμένοι, με 26,5% και 26,8% αντίστοιχα. Η πλειοψηφία (37,2%) εκτιμά πως οι πωλήσεις θα παραμείνουν σταθερές, και το 9,5% δεν έκαναν κάποια πρόβλεψη.
Πρόκειται για σαφώς πιο απαισιόδοξη εικόνα από αυτή του περασμένου Φεβρουαρίου κατά την αντίστοιχη έρευνα που έγινε μετά τις χειμερινές εκπτώσεις. Τότε σχεδόν δύο στους τρεις εμπόρους ανέμεναν άνοδο των πωλήσεων, το 21,7% πίστευε πως οι πωλήσεις θα μείνουν σταθερές, και μόλις το 8% ανέμενε πτώση.
«Η ελπίδα για αλλαγή του κλίματος και η αισιοδοξία για επιστροφή στην ανάπτυξη που καταγράφηκε στη αντίστοιχη έρευνα του Ε.Σ.Α στο τέλος Φεβρουαρίου του 2023, όπου περίπου το 60% κατέγραψε προσδοκία για αύξηση των πωλήσεων το επόμενο εξάμηνο, μεταβλήθηκε τώρα σε ανησυχία και προβληματισμό. Οι προσδοκίες δηλαδή είναι πλέον εξίσου διαμοιρασμένες και στα τρία ενδεχόμενα: αύξηση, μείωση ή παραμονή στα ίδια επίπεδα τζίρου, χωρίς να καταγράφεται μια κυρίαρχη τάση στην αγορά», αναφέρεται στα σχόλια της έρευνας.
Φαίνεται ότι στη συγκεκριμένη χρονική περίοδο η έλλειψη διαθέσιμου οικογενειακού εισοδήματος, η αύξηση των τιμών στα τρόφιμα, η συγκυριακή αύξηση στα καύσιμα σε συνδυασμό με τη συνεχιζόμενη παγκόσμια οικονομική αβεβαιότητα, κάνουν δύσκολα προβλέψιμη τη συμπεριφορά του καταναλωτικού κοινού το επόμενο εξάμηνο.
Τα χρήματα τελειώνουν, οι όγκοι υποχωρούν
Εξάλλου, η προβληματική κατάσταση που επικρατεί στο λιανικό εμπόριο φαίνεται έντονα ήδη από τα στατιστικά του Ιουνίου για το λιανικό εμπόριο. Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ ο γενικός δείκτης κύκλου εργασιών τον Ιούνιο παρουσίασε μείωση 1% σε σχέση με τον Ιούνιο του 2022 και αύξηση 5,7% σε σχέση με τον Μάιο. Χωρίς όμως την κατηγορία των καυσίμων ο τζίρος τον φετινό Ιούνιο σε σχέση με πέρυσι αυξήθηκε κατά 3,4%, ενώ ο όγκος πωλήσεων κατά την αντίστοιχη σύγκριση μειώθηκε κατά 6,1%.
Η διαφορά αυτή οφείλεται στις συνεχόμενες ανατιμήσεις που συνεχίστηκαν και τον Ιούνιο, με τους καταναλωτές να εξακολουθούν για έναν ακόμη μήνα να πληρώνουν περισσότερα και να αγοράζουν λιγότερα. Μάλιστα η μεγάλη πτώση των όγκων πωλήσεων σε όλες τις κατηγορίες του λιανεμπορίου με εξαίρεση τα «καύσιμα και λιπαντικά αυτοκινήτων» δείχνει πως τα όποια χρήματα είχαν διαθέσιμα τα νοικοκυριά έχουν αρχίσει να εξαντλούνται.