Επιπλήξεις δέχτηκε ο Στίαν Γένσεν, προσωπάρχης του γ.γ. του ΝΑΤΟ, όταν άφησε να εννοηθεί ότι η λύση για την Ουκρανία θα ήταν να παραχωρήσει εδάφη της εξασφαλίζοντας σε αντάλλαγμα θέση στο ΝΑΤΟ. Τα λόγια του Γένσεν προκάλεσαν την οργισμένη αντίδραση του Κιέβου, την πυροσβεστική παρέμβαση του Γενς Στόλτενμπεργκ και την έκφραση ειλικρινούς μεταμέλειας από τον ίδιο τον προσωπάρχη.
Η αντίδραση αποκαλύπτει τον διαρρήδην αποκλεισμό ορισμένων εναλλακτικών λύσεων για το ουκρανικό, σε μια στιγμή που η δημιουργική διπλωματία είναι απολύτως αναγκαία. Οι δυτικοί σύμμαχοι και οι Ουκρανοί έχουν εναποθέσει πολλές ελπίδες στην αντεπίθεση, η οποία θα ανατρέψει την ισορροπία, θα αποκαλύψει τη ρωσική αδυναμία και θα οδηγήσει τη Μόσχα στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης.
Ακόμη και οι πιο αισιόδοξοι υποστηρικτές της Ουκρανίας δεν προβλέπουν ανακατάληψη του συνόλου των χαμένων εδαφών, ενδεχόμενο που μοιάζει να απομακρύνεται δεδομένων των μικρών εδαφικών κερδών των Ουκρανών. Οι συνθήκες στο πεδίο της μάχης κάνουν αξιωματούχους και αναλυτές να αναρωτιούνται εάν θα έπρεπε να προωθήσουν τη διπλωματία, παρότι καμία από τις δύο πλευρές δεν εμφανίζεται πρόθυμη για συνομιλίες. Άλλοι ανησυχούν ότι μια ανοιχτή συζήτηση θα μπορούσε να ερμηνευθεί από τη Μόσχα ως ένδειξη αδυναμίας.
«Διαπιστώνω αυξανόμενη συνειδητοποίηση ότι όσα κάνει η Δύση δεν λειτουργούν. Η έλλειψη επιτυχιών, όμως, δεν δημιούργησε τον πολιτικό χώρο για συζήτηση εναλλακτικών λύσεων», λέει ο Σάμιουελ Σαράπ, αναλυτής του ινστιτούτου RAND. Ο Σαράπ έχει δεχθεί και αυτός οξεία κριτική για την άποψή του ότι τα συμφέροντα Κιέβου και Ουάσιγκτον δεν είναι πάντα ταυτόσημα και για τη σημασία της διπλωματικής εμπλοκής με τη Ρωσία.
Ο αργός ρυθμός της αντεπίθεσης, τον οποίο Αμερικανοί αξιωματούχοι του Πενταγώνου και της CIA αποδίδουν στους Ουκρανούς, κάνει τις δυτικές κυβερνήσεις πιο διστακτικές να προμηθεύσουν το Κίεβο με ακόμη περισσότερο οπλισμό, λέει ο Τσαρλς Κούπτσαν πρώην αξιωματούχος της κυβέρνησης των ΗΠΑ.
Οι Αμερικανοί ελπίζουν, σύμφωνα με τον Κούπτσαν, ότι η αντεπίθεση θα απειλήσει τη θέση της Ρωσίας στην Κριμαία, προσφέροντας διαπραγματευτικό πλεονέκτημα στο Κίεβο. Αυτό δεν συνέβη. «Η πολιτική ένταση έχει αυξηθεί και μια ειλικρινής συζήτηση είναι ταμπού», λέει ο Κούπτσαν, ο οποίος μαζί με τον πρώην πρόεδρο του ινστιτούτου Council of Foreign Affairs, Ρίτσαρντ Χάας, συνέταξαν άρθρο από κοινού τον περασμένο Απρίλιο. Σε αυτό, καλούσαν την Ουάσιγκτον και τους συμμάχους της να εκπονήσουν «σχέδιο με στόχο τη μετάβαση από το πεδίο της μάχης στη διαπραγμάτευση», για να δεχθούν έντονη κριτική για αυτό. Η κριτική οξύνθηκε όταν οι δύο άνδρες, μαζί με τον πρώην διπλωμάτη στη Μόσχα, Τόμας Γκράχαμ, είχαν κατ’ ιδίαν συζητήσεις με τον Ρώσο ΥΠΕΞ Σεργκέι Λαβρόφ για την πιθανότητα διαπραγματεύσεων. Η αποκάλυψη των επαφών αυτών προκάλεσε σάλο. «Κάθε συζήτηση εναλλακτικής λύσης είναι πολιτικά επικίνδυνη, όπως διαπίστωσε ο κ. Γένσεν και όπως συνειδητοποιήσαμε και εμείς. Αυτό που κάποτε ήταν κάπως ταμπού, έγινε πια απόλυτα ταμπού», λέει ο Κούπτσαν.
Ο Ζελένσκι από την πλευρά του δεν είναι βέβαιο ότι θα είχε την πολιτική ισχύ να διαπραγματευθεί ακόμη και αν ο ρωσικός στρατός επανερχόταν στις προ του πολέμου θέσεις του. Γερμανοί αξιωματούχοι είναι και αυτοί ανυπόμονοι, εκφράζοντας ωστόσο τις ευχές τους για διαπραγματεύσεις αυστηρά και μόνο σε ιδιωτικές συζητήσεις, λέει η Γιάνα Πούλιεριν, επικεφαλής του παραρτήματος του ινστιτούτου ECFR στο Βερολίνο. Για άλλους, πάλι, η συζήτηση και μόνο περί διαπραγμάτευσης είναι πρώιμη και ηθικά μεμπτή.