Η επίσκεψη του υπουργού Εξωτερικών Γιώργου Γεραπετρίτη στην Άγκυρα την Τρίτη 5 Σεπτεμβρίου προετοιμάζεται με εντατικούς ρυθμούς, αλλά η Αθήνα αντιμετωπίζει τη συνάντηση με συγκρατημένη αισιοδοξία. Αυτή η συγκρατημένη αισιοδοξία έχει να κάνει με τα κρίσιμα θέματα, όπου δεν σημειώθηκαν αξιόλογες πρόοδοι το τελευταίο διάστημα, σε αντιδιαστολή προς τα ζητήματα της θετικής ατζέντας ή, με άλλους όρους, της χαμηλής έντασης. Σε αυτά τα τελευταία εντάσσεται κυρίως η συνεργασία ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία σε πεδία, όπως είναι η οικονομία, το εμπόριο, η προστασία του περιβάλλοντος και η αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης, οι υποδομές και μεταφορές.
Η συνάντηση του Έλληνα υπουργού Εξωτερικών με τον Τούρκο υπουργό Εξωτερικών Χακάν Φιντάν θα έχει προπαρασκευαστικό χαρακτήρα και θα προετοιμάσει μια νέα συνάντηση μεταξύ Μητσοτάκη και Ερντογάν στο περιθώριο της 78ης Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη.
Στόχος της Αθήνας, όπως έχει δηλώσει επανειλημμένα ο πρωθυπουργός, είναι να συμφωνηθεί η από κοινού εκδίκαση των διαφορών ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας που αναγνωρίζει η Ελλάδα ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, που είναι και η κατεύθυνση αυτής της επαφής, αλλά διπλωμάτες τόνιζαν ότι αυτή η διαδρομή θα είναι μακρά και δύσκολη. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης αναγνώρισε ότι μια λύση θα απαιτούσε αμοιβαίες “παραχωρήσεις”, αλλά επισήμανε τις κόκκινες γραμμές της Αθήνας και ξεκαθάρισε ότι δεν πρόκειται για θέμα εθνικής κυριαρχίας.
Η τουρκική επιμονή στις διεκδικήσεις
Η Τουρκία μπορεί να εγκατέλειψε την εμπρηστική ρητορική και τις προκλήσεις στο πεδίο, ωστόσο δεν φαίνεται διατεθειμένη να υποχωρήσει από τις διεκδικήσεις της, όπως διαμηνύουν σε κάθε ευκαιρία, Τούρκοι αξιωματούχοι. Η τουρκική ηγεσία εμμένει στις θέσεις της όσον αφορά – μεταξύ άλλων – τη «Γαλάζια Πατρίδα», το τουρκολιβυκό μνημόνιο, ενώ επιχειρεί και νέα τετελεσμένα στην Κύπρο, με τα επεισόδια στην Πύλα που στράφηκαν κατά των δυνάμεων των Ηνωμένων Εθνών να προβληματίζουν ιδιαιτέρως αν οι εξελίξεις στο Κυπριακό θα μπορούσαν να επηρεάσουν το κλίμα και στα ελληνοτουρκικά.
Ο διπλωματικός σύμβουλος του Ερντογάν, Ακίφ Κιλίτς, έχει καταστήσει σαφές ότι επιθυμεί διάλογο σε διμερές επίπεδο χωρίς παρέμβαση της ΕΕ, δηλαδή απευθείας διάλογο Ελλάδας – Τουρκίας χωρίς την παρέμβαση των ευρωενωσιακών οργάνων, προσθέτοντας ότι «δεν θα εγκαταλείψουμε ποτέ τα δικαιώματά μας που απορρέουν από το διεθνές δίκαιο ή τα δικαιώματά μας σε σχέση με το μέγεθος της Τουρκίας, τα δικαιώματα και τα συμφέροντά μας στην Ανατολική Μεσόγειο, την κατάσταση που επικρατεί στο νησί της Κύπρου. Με λίγα λόγια, δεν είμαστε σε θέση να υποχωρήσουμε από τα δικαιώματα των πολιτών που ζουν στην “Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου”. Παράλληλα επισήμανε, πως «το γεγονός ότι συζητάμε, διαβουλευόμαστε και ανταλλάσσουμε ιδέες μεταξύ μας δεν σημαίνει ότι συμφωνούμε σε κάθε σημείο, ωστόσο η Ελλάδα είναι γείτονάς μας. Έχουμε σοβαρές διαφορές απόψεων στο Αιγαίο, στα νησιά, στην Ανατολική Μεσόγειο, αναφορικά με την κατάσταση που επικρατεί στο νησί της Κύπρου».
Πολύ πρόσφατα, άλλωστε, οι δηλώσεις του Ερντογάν με αφορμή την επέτειο της Μικρασιατικής καταστροφής προκαλούν επίσης ανησυχία. Λίγες ημέρες πριν από τη συνάντηση μεταξύ του Γεραπετρίτη και του Φιντάν στην Άγκυρα, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ισχυρίστηκε ότι “οι Έλληνες κατέστρεψαν και έκαψαν τη Σμύρνη”.
Ο πρόεδρος της Τουρκίας υποστήριξε ότι «ο Aύγουστος για εμάς είναι ένας τόσο ιδιαίτερος μήνας, καθώς έχουμε γράψει ιστορία με τις νίκες μας. Φτάσαμε στο τέλος αυτού του μήνα, που με χρυσά γράμματα γράψαμε ιστορία όπως στο Ματζικέρτ, στο Βελιγράδι και στην Κύπρο. Tον Αύγουστο τον κλείνουμε με μια μεγάλη νίκη που οδήγησε στην ίδρυση της ιστορίας μας. Στις 26 Αυγούστου του 1922, ο στρατός μας ξεκίνησε την μεγάλη επίθεση με την εντολή από τον Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ, ο ηρωικὀς στρατός μας διέλυσε τα εχθρικά μέτωπα, και στις 30 Αυγούστου διέλυσε ένα μεγάλο μέρος των ελληνικών δυνάμεων εισβολής και άνοιξε το δρόμο προς τη Σμύρνη». Και συνέχισε: «Δεκαπέντε ημέρες μετά την έναρξη της ‘μεγάλης επίθεσης’ κυμάτιζαν οι τουρκικές σημαίες στη Σμύρνη, την οποία είχε καταστρέψει και κάψει ο εχθρός που διέφυγε. Κι έτσι κερδίσαμε τον πόλεμο με μάχες που δώσαμε επί 3,5 χρόνια εναντίον του εχθρού, ο οποίος με τις προδοτικές φιλοδοξίες του αλλά και τις βρώμικες μπότες του λέρωσε την μόνιμη πατρίδα μας. την Ανατολία».
Σε αυτές τις ακραίες δηλώσεις υπενθυμίζεται ότι το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών απάντησε πως “εχθροπαθείς δηλώσεις είναι αντιπαραγωγικές και δεν συμβάλλουν στην εμπέδωση του κλίματος ηρεμίας, συνεργασίας και διαλόγου που επιχειρείται να οικοδομηθεί στις σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας την τρέχουσα περίοδο».