Πολιτική

Ελλάδα – Τουρκία: Συγκρατημένα αισιόδοξες

Οι εντάσεις υποχωρούν και παραδίδουν τη θέση τους στη σταδιακή προσέγγιση.

Επόμενος σταθμός: Νέα Υόρκη. Η “επανεκκίνηση” των ελληνοτουρκικών σχέσεων προχωρά, στο έδαφος της υποχώρησης των εντάσεων που έφερε τον περασμένο Φεβρουάριο η “διπλωματία των σεισμών”, με τους ηγέτες των δύο χωρών να δίνουν ραντεβού στις 18 Σεπτεμβρίου, στο περιθώριο της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών, σε συνέχεια της προηγηθείσας συνάντησής τους στο Βίλνιους της Λιθουανίας κατά την Ατλαντική Σύνοδο Κορυφής.

Εν όψει δε της πύκνωσης και επιτάχυνσης των επαφών, οι υπουργοί Εξωτερικών της Ελλάδας, Γιώργος Γεραπετρίτης, και της Τουρκίας, Χακάν Φιντάν, είχαν την ευκαιρία κατά τη δίωρη συζήτησή τους και το δείπνο που ακολούθησε την Τρίτη στην Άγκυρα να επισκοπήσουν το πλαίσιο εντός του οποίου θα κινηθεί η διαδικασία διαλόγου εφεξής.

Επρόκειτο προφανώς για συνάντηση γνωριμίας, εφόσον και οι δύο άνδρες είναι νέοι στα συγκεκριμένα υπουργικά καθήκοντα, γεγονός που πάντως συντελεί στη διαμόρφωση θετικού κλίματος, εφόσον ο Χακάν Φιντάν δεν χρεώνεται την εμπρηστική ρητορική του προκατόχου του, ενώ αντιθέτως διαθέτει μακρά πείρα σε λεπτές και εμπιστευτικές διαπραγματεύσεις ως επικεφαλής μέχρι πρότινος των τουρκικών μυστικών υπηρεσιών.

Συγκρατεί, ωστόσο, κανείς την αυτοπεποίθηση με την οποία ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών έκανε λόγο μετά τη συνάντηση με τον Έλληνα ομόλογό του για “νέα προσέγγιση” στα ελληνοτουρκικά, ενώ πολύ πιο συγκρατημένος υπήρξε ο Γιώργος Γεραπετρίτης, στον οποίο ανήκει η φράση-κλειδί: “Δεν είμαστε αιθεροβάμονες. Γνωρίζουμε ότι οι αποστάσεις που δημιουργήθηκαν σε βάθος χρόνου και τα πάθη που κληρονομήθηκαν από γενιά σε γενιά δεν διαγράφονται μονοκονδυλιά”.

Ο Έλληνας υπουργός περιέγραψε μια μάλλον “μινιμαλιστική” προσέγγιση στη δρομολογούμενη διαδικασία, κάνοντας λόγο για “βούληση… να αναζητήσουμε κοινούς τόπους και… όπου υπάρχουν διαφωνίες, τουλάχιστον να μην προκαλούνται κρίσεις”. Όμως τα συμφραζόμενα παραπέμπουν σε κάτι περισσότερο φιλόδοξο.

Σε τρία μέρη

Το ενδιαφέρον των δύο πλευρών εστιάζεται αυτή τη στιγμή στη διαδικασία της “επανεκκίνησης”, η οποία αναμένεται να κινηθεί σε τρία σκέλη: τον πολιτικό διάλογο, τα μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης σε στρατιωτικό επίπεδο και τη θετική ατζέντα, η οποία αφορά τα θέματα “χαμηλής πολιτικής” και περιλαμβάνει 25 διαφορετικούς θεματικούς φακέλους.

Και η μεν θετική ατζέντα, ήτοι η συνεργασία σε θέματα εμπορίου, ενέργειας, τουρισμού, κλιματικής αλλαγής κτλ., για την οποία την ευθύνη από ελληνικής πλευράς έχει ο υφυπουργός Εξωτερικών Κώστας Φραγκογιάννης, αποτελεί εκείνο τον τομέα των διμερών σχέσεων ο οποίος “επέζησε” ακόμα και από τις μεγαλύτερες επιδεινώσεις του κλίματος στα ελληνοτουρκικά, με αποτέλεσμα σήμερα ο Χακάν Φιντάν να εκφράζει την ικανοποίησή του με “την καλή λειτουργία του κοινού σχεδίου δράσης για αυτό το θέμα”. Όμως τα θέματα “υψηλής πολιτικής” αποτελούν πολύ πιο ακανθώδη υπόθεση.

Ο πολιτικός διάλογος αναμένεται να ξεδιπλωθεί γύρω από δύο χρονικά ορόσημα, τα οποία θα ακολουθήσουν τη συνάντηση Μητσοτάκη-Ερντογάν στη Νέα Υόρκη: αρχικώς προβλέπεται για τις 16 Οκτωβρίου η έναρξη δομημένων συνομιλιών, όπου από ελληνικής πλευράς θα συμμετέχει η υφυπουργός Εξωτερικών (και άλλοτε διευθύντρια του διπλωματικού γραφείου του πρωθυπουργού) Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου, ενώ προσδοκάται η σύγκληση προς τα τέλη του έτους στη Θεσσαλονίκη, με τη συμμετοχή όλων των εμπλεκόμενων υπουργών, του Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας Ελλάδας-Τουρκίας, το οποίο, καίτοι άλλοτε ως θεσμός συμβόλιζε τη θέληση αναβάθμισης της συνεργασίας, αδρανεί εδώ και επτά χρόνια, από την επαύριο δηλαδή της απόπειρας πραξικοπήματος στη γείτονα, η οποία και μετέβαλε συνολικά το κλίμα.

Τα μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης, πάλι, που στόχο έχουν την αποφυγή “θερμών” ατυχημάτων στο Αιγαίο και περνούν από τα αντίστοιχα υπουργεία Άμυνας, έχουν πιο ασαφές χρονοδιάγραμμα, καθώς η ελληνική πλευρά επείγεται μεν για την προώθησή τους, έξω όμως από το πλαίσιο των ad hoc μηχανισμών που έχει προτείνει το ΝΑΤΟ από το 2020 και αφήνουν ανεμπόδιστη τη συνέχιση παραβιαστικών συμπεριφορών από μέρους της Τουρκίας.

Εμπόδια και περιπλοκές στο δρόμο προς τη Χάγη

Η “καρδιά” των ελληνοτουρκικών βρίσκεται ασφαλώς στο θέμα του Αιγαίου – και αυτήν ακριβώς αφορά ο διάλογος ο οποίος θα εγκαινιαστεί τον Οκτώβριο, αναβαθμίζοντας πολιτικά, σε επίπεδο υφυπουργών Εξωτερικών, και ενσωματώνοντας το “κεκτημένο” (αν αυτό μπορεί να ειπωθεί για άτυπη διαδικασία) των αλλεπάλληλων γύρων διερευνητικών επαφών των προηγούμενων δύο δεκαετιών.

Τελικό ορίζοντα της απεμπλοκής αποτελεί προφανώς η υπογραφή συνυποσχετικού για την παραπομπή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας (και ΑΟΖ) των δύο χωρών στο Αιγαίο, που κατά την Αθήνα αποτελεί τη μόνη εκκρεμή διαφορά. Όμως αυτή η θεωρητικώς απλή (και με τους λιγότερους δυνατούς πολιτικούς κραδασμούς) κίνηση καθίσταται απείρως πιο περίπλοκη από τον τρόπο με τον οποίο η Άγκυρα “βαραίνει το καλάθι”.

Η τουρκική πλευρά δεν είναι διόλου πρόθυμη να προχωρήσει σε μια οριοθέτηση με μόνο κριτήριο τις προβλέψεις της Διεθνούς Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας, αλλά προσβλέπει σε κατοχύρωση (ακόμα και στο ίδιο το συνυποσχετικό) της λογικής ότι το Αιγαίο παρουσιάζει γεωγραφική ιδιαιτερότητα. Δεν είναι τυχαίο ότι και στις δηλώσεις Φιντάν η έμφαση μετατοπίζεται από το “διεθνές δίκαιο” στα “κοινά συμφέροντα”.

Επιπλέον, διατηρεί σε ισχύ τη νομοθετημένη απειλή πολέμου (casus belli) για οποιαδήποτε διεύρυνση των ελληνικών χωρικών υδάτων, η οποία λογικά συμπαρασύρει κάθε άλλη οριοθέτηση, ενώ με τη θεωρία των “γκρίζων ζωνών” (που περιλαμβάνουν δεκάδες, ακόμα και κατοικημένες νησίδες, με το επιχείρημα ότι αυτές δεν κατονομάζονται ρητά στις συνθήκες παραχώρησής τους στην Ελλάδα) ρευστοποιεί τις “γραμμές βάσης”, από τις οποίες υπολογίζεται η θαλάσσια και υποθαλάσσια δικαιοδοσία.

Κυπριακό ζήτημα και στρατιωτικοί εξοπλισμοί

Και, βέβαια, η Άγκυρα έχει θεαματικά αναβαθμίσει τις διεκδικήσεις της επαναφέροντας δυναμικά από πρόπερσι (και μάλιστα συνδεδεμένο αυτή τη φορά ρητά με την αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας) το θέμα της αποστρατιωτικοποίησης των νησιών του Αιγαίου. Με αυτή την έννοια, η καλή θέληση δεν επαρκεί ώστε να ξετυλιχθεί, και μάλιστα με δικανικά μέσα, ένα “κουβάρι” στο οποίο περιλαμβάνονται βλέψεις ακρωτηριασμού ή σχετικοποίησης της εθνικής κυριαρχίας, πέρα και από τον κάπως αφηρημένο χώρο των κυριαρχικών δικαιωμάτων σε θάλασσα και αέρα.

Σαν να μην ήταν αρκετά όλα αυτά, η όποια ελληνοτουρκική διευθέτηση διαπλέκεται αναπόφευκτα με το έτερο μέγα ζήτημα της μεταπολεμικής ιστορίας, δηλ. το Κυπριακό, το οποίο δεν είναι νοητό να απομονωθεί από την καθαρώς διμερή ατζέντα. Εξού, άλλωστε, και ο Κυριάκος Μητσοτάκης, μετά την τριμερή συνάντηση την Τρίτη με τους ηγέτες της Κύπρου, Νίκο Χριστοδουλίδη, και του Ισραήλ, Βενιαμίν Νετανιάχου, μίλησε για “συγκρατημένη αισιοδοξία”, ενθαρρύνοντας την προοπτική επανέναρξης των συνομιλιών για το Κυπριακό υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, με την εμπλοκή και της Ε.Ε. Αλλά εδώ παραμονεύει πάντα η όλο και ισχυρότερη επιμονή της κυβέρνησης Ερντογάν στην επίκληση της πραγματικότητας “δύο κρατών” στο νησί.

Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο