Είναι μια ενιαία εξέγερση αυτό που συμβαίνει επί πολλά χρόνια στη Γαλλία; Είναι μια εξέγερση που μεταμφιέζεται και παραλλάσσει τις αφορμές της ενώ ο πυρήνας της είναι ίδιος; Π.χ. τα “κίτρινα γιλέκα”, η «εξέγερση της γης» και οι συγκρούσεις των προαστίων είναι το ίδιο; Ένα συμπαγές διχοτομικό φαινόμενο που διεγείρεται με ποικίλες αφορμές; Πάντως ανεξάρτητα από τις (ούτως ή άλλως δύσκολες) απαντήσεις φαίνεται ότι η εξεγερσιακή ετοιμότητα, η ευκολία, ενισχύει και μια συντηρητική «αντιεξέγερση». Μια μεγάλη κοινωνική αναδίπλωση. Φαίνεται ότι όσο περισσότερες «εξεγέρσεις» εκρήγνυνται στη Γαλλία, τόσο ανεβαίνει η Μαρίν Λεπέν.
Μια συντηρητική αναδίπλωση ολόκληρης της κοινωνίας και επομένως μια συντηρητική «καθοδήγηση» ολόκληρου του πολιτικού συστήματος. Ανεξάρτητα από προθέσεις, ενισχυτικό των πολιτικών απλουστεύσεων που απολήγουν και στη Λεπέν είναι και ο λαϊκισμός του αντιπάλου της Μελανσόν αλλά και η εκ δεξιών πίεση από τον Ερίκ Ζεμούρ.
Η αποσταθεροποίηση, η κρίση ταυτότητας, ο πολιτιστικός τρόμος τυλίγουν τη Γαλλία. «Κίτρινα γιλέκα», ιδίως οι συγκρούσεις των προαστίων, η σκληρότητα των οργάνων καταστολής αποκαλύπτουν το ρήγμα και τις πολλαπλές μετεξελίξεις ενός εξαιρετικά αντιφατικού εξεγερτισμού, που φαίνεται ότι ευνοούν την πολιτική και πολιτιστική νομιμοποίηση της Μαρίν Λεπέν. Ο λεπενισμός υπάρχει γερά εγκατεστημένος στην κοινωνία, ανεξάρτητα από το όνομα και τον/την πολιτικό που τον υποστασιοποιεί. Η Γαλλία, και από παράδοση, είναι ο προβεβλημένος και διαφώτιστος αισθητήρας που εκφράζει κύρια πολιτικά χαρακτηριστικά ολόκληρης της Ευρώπης. Είναι το εργαστήρι κοινωνικών αναμορφώσεων.
Οι αλλοπρόσαλλοι τύποι ανάπτυξης (αποκοινωνικοποίηση μεγάλων παραγωγικών πυλώνων και δημόσιων αγαθών, υπερκέρδη και υψηλά μπόνους στελεχών, έκρηξη του ναρκισσισμού κ.λπ.) αρκούν ως αιτίες μιας μεγάλης ασυμμετρίας που οδηγεί στο μπαμ; Ο ισλαμοφασισμός μήπως; Το ακραίο μίσος των κατοίκων των προαστίων; Αρκεί η δικαιότερη μοιρασιά του πλούτου για να ρυθμιστεί η κατάσταση; Πολλά από τα συνηθισμένα εργαλεία ανάλυσης μοιάζουν αδρανοποιημένα και δεν αρκούν για την εξήγηση. Βρισκόμαστε μπροστά σε μια αναλυτική αδυναμία που καταλήγει σε έναν αμήχανο ιμπρεσιονισμό: εντυπωσιογραφία στη θέση της ανάλυσης. Οι πολιτικές εξιστορήσεις, οι θέσεις, απλώς περιγράφουν το φαινόμενο. Το πολιτικό σύστημα επινοεί διάφορες πολιτικές, που όμως στο τέλος καταλήγουν όχι να προσδιορίσουν τις αιτίες και να υποδείξουν λύσεις, αλλά στο να μιμηθούν το φαινόμενο. Δηλαδή καταλήγουν στο να συμμορφωθούν τα κόμματα με την κοινωνική επιταγή και όχι να προχωρήσουν σε επίλυση των γενεσιουργών αιτίων. Γιατί οι πολιτικές είναι υιοθετημένες από ξεπερασμένα και φορμαλιστικά manuals. Συνήθως ξεμπερδεύουν με μια στατιστική αφήγηση.
Υπάρχουν συγγένειες με την ελληνική σκηνή; Πολιτιστικός, ταυτοτικός φόβος σίγουρα υπάρχει και διευρύνεται, αλλά ακόμα δεν έχουμε απόλυτες μορφοποιήσεις. Έχουμε μια διευρυνόμενη Ακροδεξιά, για την ώρα κρυμμένη μέσα στα υπάρχοντα κόμματα ή σχετικά συμπιεσμένη στην «κανονική» έκφρασή της. Όμως, αν συνδυαστεί με την τεράστια αποχή, άρα την απένταξη μεγάλου αριθμού ψηφοφόρων από την εκλογική διαδικασία και την κοινοβουλευτική συμφωνία, αν δηλαδή οι μισοί Έλληνες αρνούνται το δύσκολα κατακτημένο κοινοβουλευτικό σύστημα, τότε πάνω σ΄ αυτό το έδαφος όλες οι παραμορφωτικές ριζοσπαστικοποιήσεις είναι πιθανές. Αν αυτά είναι τα κοινωνικά και πολιτιστικά δεδομένα, τότε πρέπει να κρίνει κανείς και τις κυβερνητικές επιλογές και τον λόγο των κομμάτων, ακόμα και τα πολιτικά χαρακτηριστικά που επιλέγουν τα πρόσωπα που έχουν θέσει υποψηφιότητα στον ΣΥΡΙΖΑ. Ποια στοιχεία επιλέγουν ως πολιτικώς επίδικα και ως περιγραφικά του προφίλ τους; Αντιστοιχεί η όλη πολιτική παραγωγή σε αυτά που συντελούνται στην κοινωνία, υπόκωφα;