Nέα της αγοράς

Έρευνες δείχνουν ότι περίπου 500 δυτικές επιχειρήσεις εξακολουθούν να λειτουργούν στη Ρωσία

Η προσπάθεια της Heineken να αποχωρήσει καταδεικνύει τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις.

Μια σειρά δυτικών εταιρειών αποχώρησε από τη Ρωσία αμέσως μετά την εισβολή της Μόσχας στην Ουκρανία. Αλλά όσες δεν το έκαναν, τώρα δυσκολεύονται να φύγουν, σύμφωνα με το CNBC.

Για τις επιχειρήσεις που επιθυμούν να αποχωρήσουν, εν μέσω σοβαρής ζημίας στη φήμη και την οικονομική τους κατάσταση, η προοπτική της αποχώρησης γίνεται όλο και πιο δύσκολη με την πάροδο του χρόνου. Ο Nabi Abdullaev, εταίρος της Control Risks και πρώην συντάκτης των Moscow Times, δήλωσε στο CNBC: “Ορισμένες εταιρείες αποφασίζουν να παραμείνουν επειδή ο κίνδυνος να φύγουν από τη Ρωσία, αυτή τη στιγμή τουλάχιστον, είναι μεγαλύτερος από τον κίνδυνο να μείνουν”.

Αυτό συμβαίνει επειδή η ρωσική κυβέρνηση αλλάζει συνεχώς τους κανόνες για τις πολυεθνικές εταιρείες που επιθυμούν να εγκαταλείψουν τη χώρα, καθιστώντας τη διαδικασία ιδιαίτερα χρονοβόρα. Οι εταιρείες κινδυνεύουν να χάσουν τα περιουσιακά τους στοιχεία από το κράτος, δήλωσε ο Abdullaev.

Τον Ιούλιο, οι ρωσικές δραστηριότητες της Carlsberg και της Danone κατασχέθηκαν από τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν, ενώ τα κλειδιά και των δύο επιχειρήσεων παραδόθηκαν σε δύο από τους στενότερους συμμάχους του. Οι εταιρείες σχεδίαζαν να πουλήσουν τα ρωσικά περιουσιακά τους στοιχεία πριν από αυτό.

Η ρωσική αγορά είναι μια επικίνδυνη αγορά για τις δυτικές εταιρείες, και καθώς το περιθώριο αποχώρησης στενεύει, κινδυνεύουν να βρεθούν σε γεωπολιτικά διασταυρούμενα πυρά.

Μεταξύ των επιχειρήσεων που εξακολουθούν να λειτουργούν στη Ρωσία είναι η Unilever, η Nestle, η Philip Morris, η UniCredit, η Raiffeisen και η PepsiCo. Έρευνες δείχνουν ότι περίπου 500 δυτικές επιχειρήσεις παραμένουν στη χώρα.

Ορισμένες από αυτές τις εταιρείες έχουν υποσχεθεί να βρουν αγοραστές, να αποχωρήσουν ή να περιορίσουν τις δραστηριότητές τους. Όσο παραμένουν, πρέπει επίσης να πληρώνουν φόρους στη ρωσική κυβέρνηση, γεγονός που έχει οδηγήσει σε έντονες επικρίσεις. Η ουκρανική κυβέρνηση, για παράδειγμα, έχει χαρακτηρίσει την Unilever, μεταξύ άλλων, “διεθνή χορηγό πολέμου”.

Από την πλευρά της, η Unilever έχει αναφέρει ότι δεν θα επενδύσει περαιτέρω κεφάλαια στη Ρωσία ούτε θα επωφεληθεί από την παρουσία της στη χώρα.

Η προσπάθεια της Heineken να αποχωρήσει καταδεικνύει τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις.

Η εταιρεία είχε 1.800 άτομα προσωπικό στη ρωσική μονάδα της και δεν μπόρεσε να πραγματοποιήσει μια γρήγορη έξοδο. Σε πρόσφατη ανακοίνωσή της στην οποία δεσμεύτηκε να εγκαταλείψει τη χώρα, ανέφερε ότι “οι πρόσφατες εξελίξεις στη Ρωσία το καλοκαίρι του 2023 [συμπεριλαμβανομένης της κρατικοποίησης μεγάλων δυτικών εταιρειών] αποδεικνύουν ότι είναι ακόμη πιο δύσκολο για τις επιχειρήσεις να εξασφαλίσουν έγκριση εξόδου”.

Στις 25 Αυγούστου, περισσότερο από ένα χρόνο μετά την ανακοίνωση του σχεδίου αποχώρησής της, η Heineken βρήκε αγοραστή στο πρόσωπο του ρωσικού ομίλου Arnest, ο οποίος αγόρασε τις ρωσικές δραστηριότητες έναντι ενός ευρώ. Τα έσοδα της Heineken στη Ρωσία το 2022 ήταν 613 εκατ. δολάρια, σύμφωνα με τη Σχολή Οικονομικών Επιστημών του Κιέβου.

Οι εταιρείες που επιθυμούν να αποχωρήσουν από τη Ρωσία αντιμετωπίζουν αυστηρούς περιορισμούς που θέτει το κράτος. Οι δυτικές εταιρείες που παραμένουν στη χώρα είναι σε θέση να συνεχίσουν να δραστηριοποιούνται διότι, παρά τις κυρώσεις, πολλές συναλλαγές και δραστηριότητες εξακολουθούν να επιτρέπονται.

Συγκριτικά, οι κυρώσεις για το Ιράν και τη Βόρεια Κορέα αποτελούν ένα πολύ πιο αυστηρό περιβάλλον για τις δυτικές εταιρείες.

Ορισμένοι έχουν επικρίνει την προσέγγιση των κυρώσεων κατά της Ρωσίας. Ο οικονομικός διευθυντής μιας από τις μεγαλύτερες εταιρείες αλουμινίου παγκοσμίως, ο Pal Kildemo της Norsk Hyrdo, δήλωσε στο CNBC ότι “οι αγορές μας antαγωνίζονται με πολλά ρωσικά υλικά που εξακολουθούν να βρίσκουν το δρόμο τους στην αγορά σε μειωμένες τιμές”.

Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο