Το ουράνιο που χρησιμοποιήθηκε στη δημιουργία των ατομικών βομβών το 1945 προήλθε από το τότε Βελγικό Κονγκό (σημερινή Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό). Χωρίς την υπεραφθονία μεταλλευμάτων σε ουράνιο από το Κονγκό, ο Οπενχάιμερ και οι Αμερικανοί δεν θα είχαν καταφέρει να δημιουργήσουν τη βόμβα. Στην περίφημη επιστολή του προς τον Ρούζβελτ το 1939, στην οποία ο Αϊνστάιν προειδοποιούσε τον Αμερικανό πρόεδρο για τον κίνδυνο οι ναζί να φτιάξουν πρώτοι αυτοί ένα καταστροφικό «υπερόπλο», τον ενημέρωνε ότι για να καταφέρει πρώτη η Αμερική να το κάνει αυτό, θα έπρεπε να αντλήσει τα αποθέματα ουρανίου που υπήρχαν σε απίστευτη αφθονία στο Κονγκό. Η πτυχή αυτή είναι ελάχιστα γνωστή, δεν αναφέρεται στην ταινία «Οπενχάιμερ», εδώ και χρόνια όμως στο βιβλίο της «Κατάσκοποι στο Κονγκό. Η κούρσα για το μετάλλευμα που δημιούργησε την ατομική βόμβα» (Spies in the Congo. The Race for the Ore that Built the Atomic Bomb, Hurst & Company, London, 2018, σελ. 376), η Σούζαν Ουίλιαμς (Susan Williams), ιστορικός στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου και ειδικός στην αφρικανική ιστορία, αφηγείται μια απίστευτη ιστορία που παραπέμπει σε μυθιστορήματα του Γκρέιαμ Γκριν και του Τζόζεφ Κόνραντ (ακόμη και στις ταινίες του… Ιντιάνα Τζόουνς, σύμφωνα με τον Guardian)
Βασικό συστατικό
Ηταν αδύνατον να κατασκευαστεί ατομική βόμβα χωρίς ουράνιο. Ο Αϊνστάιν το γνώριζε καλά αυτό. Παρότι φιλειρηνιστής ήθελε να δει τους ναζί να συντρίβονται. Υπήρχαν ελάχιστα αποθέματα στον Καναδά και στην Τσεχοσλοβακία, αλλά σε ένα παλαιό, παροπλισμένο ορυχείο, στο Σινκολόμπουε (Shinkolobwe) στα νοτιοανατολικά του (απέραντου) Κονγκό, στην Κατάνγκα, είχε πάρα πολλά αποθέματα. Το ορυχείο ανήκε σε μια βελγική εταιρεία, την Union Minière du Haut Katanga. Το Σινκολόμπουε βρίσκεται περίπου 145 χιλιόμετρα βορειοδυτικά της πρωτεύουσας της Κατάνγκα, της Ελίζαμπετβιλ (σημερινό Λουμούμπασι), και μολονότι κλειστό, υπήρχαν αποθηκευμένα στην επιφάνεια της γης πολλά αποθέματα ουρανίου.
Η επιστολή του Αϊνστάιν φέρει την ημερομηνία 2 Αυγούστου 1939. Τον Οκτώβριο εκείνης της χρονιάς, ο Ρούζβελτ ίδρυσε την Επιτροπή Ουρανίου προκειμένου να μελετήσει το ζήτημα. Τον Απρίλιο του 1940, οι Αμερικανοί ανακάλυψαν ότι το Ινστιτούτο Φυσικής Κάιζερ Βίλχελμ στο Βερολίνο είχε από καιρό εγκαινιάσει εκτεταμένο ερευνητικό πρόγραμμα αναφορικά με το ουράνιο. Δύο μήνες μετά, το Βέλγιο έπεσε στα χέρια των ναζί. Το γεγονός τρομοκράτησε τους Αμερικανούς ως προς το πώς θα κινούνταν οι Γερμανοί αναφορικά με το ουράνιο του τότε Βελγικού Κονγκό.
Η Επιτροπή Ουρανίου έδωσε αμέσως εντολή στον Εντγκάρ Σενιέ, διευθυντή της Union Minière, να φροντίσει ώστε το κονγκολέζικο ουράνιο να μεταφερθεί στις ΗΠΑ το ταχύτερο δυνατόν. Ετσι, στα τέλη του 1940, 1.200 τόνοι κονγκολέζικου ουρανίου μεταφέρθηκαν με πλοία στη Νέα Υόρκη και τοποθετήθηκαν σε ειδικές αποθήκες στο Στέιτεν Αϊλαντ. Τον Ιανουάριο του 1942, με την Αμερική να βρίσκεται πια σε πόλεμο, ο Ρούζβελτ ενέκρινε το άκρως απόρρητο σχέδιο κατασκευής ατομικής βόμβας (που ονομάστηκε «Πρότζεκτ Μανχάταν», το οποίο διηύθυνε ο Οπενχάιμερ μαζί με τον στρατηγό Λέζλι Γκρόουβς).
Η Ουίλιαμς, στο βιβλίο της, τονίζει τις ταχύτητες που επέβαλε ο Γκρόουβς στο «Πρότζεκτ Μανχάταν», όπως και το ότι έστειλε αντιπροσώπους να διαπραγματευτούν με τον Σενιέ για το πώς θα γινόταν να μεταφερθούν άλλοι 1.000 τόνοι ουρανίου που ήταν αποθηκευμένοι έξω από το κονγκολέζικο ορυχείο, καθώς και το να ανοίξει το ορυχείο για να ξεκινήσουν έργα στα έγκατά του (κάπου 24 επίπεδα βαθιά μέσα στη γη…).
Οι εργάτες ήταν φυσικά απλοί Κονγκολέζοι που δεν είχαν ιδέα με το τι είχαν να κάνουν. Επιαναν το μετάλλευμα με τα γυμνά χέρια τους, μέσα σε εξοντωτικές συνθήκες εργασίας (στην ουσία, δουλείας). Δεν μολύνθηκαν μονάχα το χώμα και τα νερά της ευρύτερης περιοχής αλλά και οι ίδιοι οι εργάτες.
Το ζήτημα της μεταφοράς
Εως τον Δεκέμβριο του 1942, περίπου το μισό από το ουράνιο του Κονγκό είχε μεταφερθεί σιδηροδρομικά, έπειτα μέσω των ποταμών Κασάι και Κόνγκο, για να φθάσει στο Λομπίτο Μπέι της Ανγκόλα. Αργότερα, επιλέχθηκε το μοναδικό λιμάνι του Κονγκό στον Ατλαντικό, το Ματάντι. Η Ανγκόλα εγκαταλείφθηκε διότι, καθώς ήταν πορτογαλική αποικία (ο δικτάτορας Σαλαζάρ κρατούσε τη χώρα σε μια ύποπτη ουδετερότητα), ήταν γεμάτη κατασκόπους. Για την κολοσσιαία αυτή επιχείρηση είχαν καταφθάσει από την Αμερική μέλη του Πρότζεκτ Μανχάταν για να επιβλέψουν και να επιδιορθώσουν υποδομές. Ο διάπλους του Ατλαντικού ήταν επικίνδυνος εξαιτίας των γερμανικών υποβρυχίων (δύο πλοία με ουράνιο τορπιλίστηκαν από τους Γερμανούς), ωστόσο οι μεταφορές συνεχίστηκαν.
Ολο αυτό έγινε μέσα σε απόλυτη μυστικότητα και εν μέσω διαρκούς φόβου ότι οι Γερμανοί θα κατάφερναν να διεισδύσουν στο Κονγκό και μέσω λαθρεμπορίου να πάρουν ουράνιο. Στην πραγματικότητα, οι Γερμανοί δεν βρέθηκαν ποτέ κοντά στην κατασκευή ατομικής βόμβας, συνθηκολόγησαν τον Μάιο του 1945 και έτσι απέμεινε η Ιαπωνία. Τα υπόλοιπα είναι Ιστορία.
Η περίοδος του Ψυχρού Πολέμου
Το θέμα με το ουράνιο του Κονγκό όμως δεν τελειώνει με τη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι. Η Ουίλιαμς παραθέτει στον επίλογο του βιβλίου της τον Κονγκολέζο ιστορικό Ζορζ Νζονγκόλα-Νταλάγια, ο οποίος λέει πως το Κονγκό «ήταν σημαντικό στοιχείο στη γεωπολιτική στρατηγική της Ουάσιγκτον στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου».
Πράγματι, το ορυχείο του Σινκολόμπουε συνέχιζε να τροφοδοτεί τις ΗΠΑ με ουράνιο. Το 1947, σύμφωνα με στοιχεία της Αμερικανικής Επιτροπής Ατομικής Ενέργειας, 1.440 τόνοι κονγκολέζικου ουρανίου είχαν καταφθάσει στις ΗΠΑ. Εως το 1951, το νούμερο είχε γίνει 3.686 τόνοι, ενώ η Παγκόσμια Τράπεζα ενέκρινε δάνειο 70 εκατ. δολαρίων στο Βέλγιο για τη βελτίωση των υποδομών στην περιοχή.
Αν στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο οι Αμερικανοί φοβούνταν ότι οι Γερμανοί μπορεί να υπέκλεπταν ουράνιο από το Κονγκό, στον Ψυχρό Πόλεμο ο φόβος αυτός μετατέθηκε στους Σοβιετικούς. Μέσα στη δεκαετία του ’50, το αμερικανικό Γενικό Επιτελείο κατέστησε σαφές ότι αν η ΕΣΣΔ καταλάμβανε εδάφη της δυτικής Ευρώπης, και ειδικά του Βελγίου, η Αμερική θα καταλάμβανε το νότιο Κονγκό. Εστάλησαν προληπτικά αμερικανικό στρατιωτικό και πολιτικό προσωπικό, καθώς και πράκτορες της CIA, εξοπλισμός αξίας 7 εκατ. δολαρίων, όπως επίσης Βέλγοι στρατιώτες.
Η δολοφονία του Λουμούμπα
Το θέμα ήταν ότι ο Ψυχρός Πόλεμος συνέπεσε με το τέλος της αποικιοκρατίας. Στο Κονγκό αυτό συνέβη τον Ιούνιο του 1960. Πρωθυπουργός ανέλαβε ο ταχυδρομικός υπάλληλος Πατρίς Λουμούμπα, ο οποίος όχι μόνον προσπάθησε να αποδεσμεύσει τη χώρα από το άρμα των ΗΠΑ, αλλά και να απευθυνθεί για βοήθεια στην ΕΣΣΔ. Σχεδόν αμέσως η επαρχία της Κατάνγκα, όπου και το ορυχείο, αποσχίστηκε. Εως τον Ιανουάριο του 1961, ο Λουμούμπα θα ήταν νεκρός, δολοφονημένος από ανθρώπους του Μόις Τσόμπε, διοικητή της Κατάνγκα. Στην πολιτική του ανατροπή έπαιξαν ρόλο οι Αμερικανοί, οι Βέλγοι και ένας αξιωματικός, ο Μομπούτου Σέσε Σέκο, μετέπειτα δικτάτορας της χώρας (1965-1997). Τη «βρωμοδουλειά», ωστόσο, ανέλαβε ο Τσόμπε. Η άγρια δολοφονία του Λουμούμπα (και συντρόφων του) έλαβε χώρα στην τότε Ελίζαμπετβιλ, μερικά χιλιόμετρα απόσταση από το διαβόητο ορυχείο, το οποίο συνεχίζει έως σήμερα να αποτελεί πρόβλημα, καθώς οι γενετικές μεταλλάξεις στον πληθυσμό είναι συνέπεια της εργασίας και διαβίωσης στην περιοχή.
Η Ουίλιαμς κλείνει το βιβλίο με τα λόγια του Ολιβερ Τσινγιόκα, Κονγκολέζου δημοσιογράφου, που γεννήθηκε και μεγάλωσε κοντά στο Σινκολόμπουε. Ο Τσινγιόκα θεωρεί το ορυχείο ως «τον χαμένο κρίκο στην αλυσίδα των γεγονότων που οδήγησαν στον βομβαρδισμό της Ιαπωνίας: κρίκος που έχει τεράστιο κόστος για το Κονγκό. (…) Το Σινκολόμπουε ουδέποτε μνημονεύθηκε», έγραφε το 2015, «κατά την εβδομηκοστή επέτειο της ατομικής επίθεσης στην Ιαπωνία από την Αμερική. Η πόλη είναι νεκρή και στοιχειωμένη από το φάντασμα της Χιροσίμα».