Βαδίζοντας σε “δικαστικό «ναρκοπέδιο», και με την επανεκλογή στον Λευκό Οίκο να αποτελεί ουσιαστικά τη μόνη «εγγυημένη» γραμμή υπεράσπισης, ο Ντόναλντ Τραμπ επανέρχεται στην εμπρηστική ρητορική που ξεσήκωσε τον όχλο υποστηρικτών του που εισέβαλε την 6η Ιανουαρίου 2021 στο Καπιτώλιο. Το ρεπουμπλικανικό στρατόπεδο την ίδια στιγμή, υπό την πίεση του ιδίου, «ανοίγει» μία επί μακρόν προαναγγελθείσα, αμφιλεγόμενη έρευνα στοχεύοντας στην παραπομπή του Τζο Μπάιντεν.
Δυόμισι χρόνια μετά την «πύρινη» ομιλία που προηγήθηκε των δυστοπικών εικόνων με το Καπιτώλιο να δέχεται επίθεση σε απευθείας τηλεοπτική μετάδοση, τα ίδια επικίνδυνα λόγια βγαίνουν από τα χείλη του Τραμπ.
«Πολεμήστε σαν διάβολοι γιατί δεν θα έχετε πια χώρα» έλεγε τότε καλώντας τους υποστηρικτές του να «κατέβουν» τη λεωφόρο Πενσιλβάνια προς το Κογκρέσο γιατί «του είχαν κλέψει τη νίκη».
Η ομιλία στη Νότια Ντακότα
Να «πολεμήσουν σαν διάβολοι» γιατί θα χάσουν τη χώρα τους, κάλεσε ο Τραμπ τους υποστηρικτές του και από το βήμα ομιλίας που εκφώνησε προ ημερών από τη Νότια Ντακότα.
Η ομιλία στη Νότια Ντακότα ήταν η πρώτη μετά την παράδοση του Τραμπ στη διαβόητη φυλακή της κομητείας Φούλτον της Τζόρτζια μετά την κατάθεση ιστορικών και βαριών κατηγορητηρίων που προέκυψαν από την έρευνα της εισαγγελέως Φάνι Γουίλις, 17 συγκατηγορουμένων, μεταξύ των οποίων πρώην και νυν συνεργάτες, αξιωματούχοι και δικηγόροι, μεταξύ των οποίων ο Ρούντι Τζουλιάνι Μαζί με άλλους, θα καθίσει στο εδώλιο με την κατηγορία ότι επιχείρησε να ανατρέψει το αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών του 2020 μέσω μιας εκτεταμένης συνωμοσίας που αγγίζει τον ορισμό της εγκληματικής οργάνωσης. Στη συγκέντρωση, οι υποστηρικτές φορούσαν μπλουζάκια με την αμφιλεγόμενη φωτογραφία του προσώπου του Τραμπ κατά τη διάρκεια της διαδικασίας μομφής.
Σύμφωνα με τα αμερικανικά μέσα ενημέρωσης, η ομιλία ήταν η πιο ισχυρή πρόγευση του ζοφερού μέλλοντος που περιμένει τις Ηνωμένες Πολιτείες εάν επανεκλεγεί ο Ντόναλντ Τραμπ, ο μακράν δημοφιλέστερος υποψήφιος των Ρεπουμπλικανών για την προεδρία. Σε μια πλήρη διαστρέβλωση της πραγματικότητας, ο Τραμπ υποστήριξε, στην ουσία, ότι ο πραγματικός κίνδυνος για τις αμερικανικές πολιτικές ελευθερίες δεν προέρχεται από την προσπάθεια ανατροπής της ελεύθερης και δίκαιης εκλογικής διαδικασίας το 2020, αλλά από το γεγονός ότι ο ίδιος θα λογοδοτήσει γι’ αυτό.
Οι αναμετρήσεις στις οποίες απερχόμενος πρόεδρος διεκδικεί την επανεκλογή του τείνουν να περιστρέφονται γύρω από τις επιδόσεις και τα πεπραγμένα του ιδίου. Όχι όμως όταν στην Αμερική του σήμερα. Μία αναμέτρηση-ρεβάνς για το 2020 ανατρέπει (και) αυτή την παράδοση, καθώς από τις δημοσκοπήσεις προκύπτει ότι προεδρικές εκλογές λαμβάνουν χαρακτήρα δημοψηφίσματος για τον Ντόναλντ Τραμπ.
Η προσωπική επίθεση στον Μπάιντεν
Η τελευταία δημοσκόπηση του CNN “διαπιστώνει” ότι οι εγγεγραμμένοι ψηφοφόροι βρίσκονται σε αδιέξοδο αν υποθέσουν μια αναμέτρηση Μπάιντεν-Τραμπ, με το 62% των ψηφοφόρων να δηλώνουν ότι θα ψήφιζαν τον Τραμπ κυρίως για να δείξουν την υποστήριξή τους στον Τραμπ, ενώ το ίδιο ποσοστό (64%) των ψηφοφόρων δηλώνει ότι θα ψήφιζε τον Τζο Μπάιντεν κυρίως εξηγεί την επιλογή του ως ψήφο κατά του Τραμπ. Στο σύνολο των ψηφοφόρων των Δημοκρατικών και των Ρεπουμπλικάνων, μόνο το ένα τρίτο περίπου των ερωτηθέντων δίνει σημασία στο ιστορικό του εν ενεργεία προέδρου.
Σε μια άνευ προηγουμένου εκστρατεία, το στρατόπεδο των Ρεπουμπλικάνων άρχισε να προσθέτει στην έρευνα για την παραπομπή του Τζο Μπάιντεν κατηγορίες για κατάχρηση αξιώματος, παρακώλυση καθήκοντος και διαφθορά, με αφορμή την ανοιχτή δικαστική υπόθεση του πρώην προέδρου στην εκ νέου υποψηφιότητά του για τον Λευκό Οίκο. Η “οδηγία” για την επίσημη έναρξη της έρευνας δόθηκε από τον Ρεπουμπλικανό πρόεδρο της Βουλής των Αντιπροσώπων Κέβιν Μακάρθι, μια κίνηση που έγινε υπό την τεράστια πίεση των ακραίων του Τραμπ.
Οι Ρεπουμπλικανοί επί μακρόν κατηγορούν τον Τζο Μπάιντεν ότι όταν διατελούσε αντιπρόεδρος επί Ομπάμα (από το 2009 έως το 2017) επωφελήθηκε οικονομικά από αμφίβολης νομιμότητας επιχειρηματικές συναλλαγές του γιου του, Χάντερ, στην Ουκρανία και την Κίνα, για τις οποίες εκμεταλλεύθηκε το όνομα και το δίκτυο επαφών του πατέρα του. Στοιχεία εντούτοις δεν έχουν έως και σήμερα παρουσιαστεί.