Λίπος-αλάτι-ζάχαρη είναι το τρίπτυχο της κακής διατροφής που μειώνει την ποιότητα και τη διάρκεια της ζωής του ανθρώπου, γονατίζει τα εθνικά συστήματα υγείας και εκτροχιάζει τους κρατικούς προϋπολογισμούς που τα χρηματοδοτούν. Έρευνα που δημοσιοποίησε την Τετάρτη η εδρεύουσα στο Βερολίνο ευρωπαϊκή ένωση προάσπισης των δικαιωμάτων των καταναλωτών Foodwatch χτυπά το καμπανάκι του κινδύνου για τις διατροφικές συνήθειες των νέων και δη των ανηλίκων, οι οποίοι παραμένουν «υπερεκτεθειμένοι στο επιθετικό μάρκετινγκ και τη διαφήμιση τροφίμων εξόχως βλαπτικών για την υγεία τους».
Συσκευασμένα γλυκά, κέικ, δημητριακά, γιαούρτια και ποτά με «ενισχυμένη» και «βελτιωμένη» γεύση προωθούνται στην αγορά κατά τρόπο ανεξέλεγκτο από τις βιομηχανίες τροφίμων, που στοχεύουν κυρίως σε ηλικίες ευάλωτες λόγω ελλειπούς πληροφόρησης αλλά και έλλειψης ενδιαφέροντος για να πληροφορηθούν για θέματα υγείας, διότι οι νέοι αισθάνονται ως γνωστόν άτρωτοι. Επιπλέον οι εταιρείες, που ενδιαφέρονται κατά κανόνα για τον τζίρο και τα κέρδη που θα πετύχουν βραχυπρόθεσμα και όχι αν σε βάθος χρόνου χάσουν τους πελάτες τους, διαμορφώνουν ανενδοίαστα στις νέες γενιές διατροφικές συνήθειες ανθυγιεινές πλην εθιστικές, που όσοι τις αποκτούν θα χρειαστεί να καταβάλουν μεγάλες προσπάθειες για να τις αποβάλουν αργότερα, όταν τους το επιβάλει ο γιατρός.
Ευάλωτοι στόχοι «Οι βιομηχανίες τροφίμων έχουν περισσότερα από ένα κόλπα στο μανίκι τους για να ενθαρρύνουν τα παιδιά να καταναλώνουν αυτά τα προϊόντα που σχετίζονται με το λεγόμενο ‘πρόχειρο φαγητό’», σημειώνει η έρευνα. «Τα παιδιά παρασύρονται από διαφημιστικές καμπάνιες και τεχνικές μάρκετινγκ που ενορχηστρώνονται από τη βιομηχανία τροφίμων και τις αλυσίδες μαζικής διανομής με μοναδικό στόχο να αυξήσουν τις πωλήσεις τους», εξηγεί η Foodwatch.
Οι μέθοδοι προώθησης στην αγορά προϊόντων χαμηλής διατροφικής αξίας ή και μακροπρόθεσμα επικίνδυνων για την υγεία των παιδιών και των εφήβων είναι γνωστές: ελκυστικές συσκευασίες με μασκότ και διάφορα δωράκια, προϊόντα σε καινοφανή σχήματα και πρωτότυπα χρώματα, πολύ έντονες γεύσεις με υπερβολική χρήση αλατιού, ζάχαρης και λίπους και βεβαίως διαφημιστική προώθηση με τη βοήθεια αναγνωρίσιμων αστέρων του αθλητισμού ή της τέχνης (της ποπ μουσικής κατά βάση).
Οι μέθοδοι αυτές για την προώθηση ενός προϊόντος μπορούν να αφήσουν αδιάφορο έναν ενήλικο καταναλωτή. Δεν ισχύει όμως το ίδιο για τους ανηλίκους. «Τα παιδιά δεν διαθέτουν την απαραίτητη κριτική άποψη για να διακρίνουν το ενημερωτικό από το εμπορικό περιεχόμενο μιας δημόσιας ανακοίνωσης και ως εκ τούτου μετατρέπονται σε εύκολο στόχο για όσους επιδιώκουν απλώς να αυξήσουν τα εταιρικά κέρδη τους», υποστηρίζει η Foodwatch.
Παιδική παχυσαρκία Η Foodwatch αναφέρει στην έρευνά της συγκεκριμένα προϊόντα γνωστών πολυεθνικών της παγκόσμιας βιομηχανίας τροφίμων που απευθύνονται σε παιδιά και περιέχουν προκλητικά αυξημένες ποσότητες ζάχαρης ή/και αλατιού ή/και λίπους. Και πάμπολλες βέβαια χρωστικές ουσίες, ενισχυτικά γεύσης και συντηρητικά ύποπτα ή και ενοχοποιημένα ακόμα για την πρόκληση καρκίνων, καρδιοαγγειακών νόσων και διαβήτη. Η επίπτωση, ωστόσο, που πρώτη εμφανίζεται στη δημόσια υγεία από την κατανάλωση τροφίμων-σκουπιδιών είναι η παχυσαρκία των παιδιών και των εφήβων.
Εν προκειμένω η Ελλάδα ανακηρύσσεται κάθε χρόνο πρωταθλήτρια Ευρώπης σε ό,τι αφορά την παχυσαρκία των νέων. Συγκεκριμένα, έχει υπολογιστεί ότι το 21% των παιδιών ηλικίας 4 έως 6 ετών είναι υπέρβαρα ή παχύσαρκα. Το ποσοστό αυτό εκτινάσσεται στο 38,5% στις ηλικίες 6 έως 10 ετών και στο 41% στους προ-εφήβους 10 έως 12 ετών. Τα αντίστοιχα ποσοστά στην υπόλοιπη Ευρώπη είναι 15%, 26,5% και 25%.
Εκ του αποτελέσματος κρίνοντας, από το γεγονός δηλαδή ότι με την πάροδο των δεκαετιών η παχυσαρκία των νέων αυξάνεται, η Foodwatch καταγγέλλει ως τελείως ανεπαρκείς σε πανευρωπαϊκό επίπεδο τις ενημερωτικές εκστρατείες των κυβερνήσεων, κυρίως τηλεοπτικές, με μηνύματα για την υγιεινή διατροφή των παιδιών. Πρόκειται για εκστρατείες που απευθύνονται πρωτίστως στους γονείς.
Αγνοούνται τα κριτήρια του ΠΟΥ Η Foodwatch, που λειτουργεί ως «παρατηρητήριο τροφίμων», έβαλε στο μικροσκόπιο 228 ποτά και συσκευασμένα τρόφιμα, το μάρκετινγκ των οποίων έχει ως στόχο τα παιδιά και τους εφήβους. Το κεντρικό πόρισμα της έρευνας είναι σαφές: σχεδόν η πλειονότητα των προϊόντων που κυριαρχούν στην ευρωπαϊκή αγορά δεν πληρούν τα διατροφικά κριτήρια που ορίζει ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ).
Η οργάνωση επιρρίπτει ευθύνες στις κυβερνήσεις τις ΕΕ αλλά κυρίως στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στο μέτρο που δεν επιβάλλουν όρια και κανόνες στις διαφημιστικές εκστρατείες των βιομηχανιών τροφίμων που απευθύνονται στους νέους.
«Ενώ μόνο 2 στα 10 δημητριακά πρωινού κρίθηκαν αρκετά ισορροπημένα για να διατεθούν στην αγορά σε παιδιά με το μοντέλο του ΠΟΥ, ποσοστό άνω του 60% πληρούσε τα διατροφικά κριτήρια της EU Pledge», σημειώνει η Foodwatch. Ως εκ τούτου η Οργάνωση καλεί τις δημόσιες αρχές των κρατών-μελών της ΕΕ «να απαγορεύσουν την εμπορία όσων προϊόντων προορίζονται για παιδιά και δεν πληρούν τα διατροφικά κριτήρια του μοντέλου του ΠΟΥ».
Χαλαρό το πλαίσιο στην ΕΕ Η Foodwatch επιτίθεται αμείλικτα κατά της EU Pledge, της Ευρωπαϊκής Χάρτας για τη Διατροφή που συμφωνήθηκε το 2007 και έθεσε κριτήρια για τη βελτίωση της ποιότητας των τροφίμων και την αποφυγή παραπλανητικών διαφημίσεων, αλλά όρισε ως «εθελοντική» την εφαρμογή των κριτηρίων και των αποφάσεων εκ μέρους των γιγάντων του κλάδου τροφίμων. Οι βιομηχανίες τροφίμων υποσχέθηκαν να σταματήσουν τις διαφημίσεις που απευθύνονται σε παιδιά κάτω των 13 ετών, εκτός αν πρόκειται για προϊόντα που ανταποκρίνονται στα συγκεκριμένα κριτήρια καλής διατροφής. Αλλά τα κριτήρια που θέτει η EU Pledge είναι πολύ πιο χαλαρά από αυτά που θέτει ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας. «Είναι επείγον η Κομισιόν, οι εθνικές κυβερνήσεις και οι νομοθέτες στην ΕΕ να ρυθμίσουν αυστηρά κριτήρια για τη διαφήμιση και διανομή προϊόντων που απευθύνονται σε παιδιά. Είναι επείγον να σταματήσουν να κρύβονται πίσω από τις εθελοντικές δεσμεύσεις της βιομηχανίας και τη λεγόμενη ευθύνη των κολοσσών του πρόχειρου φαγητού», υπογραμμίζει η Foodwatch.