Εμπιστοσύνη, ηρεμία και κανονικότητα που θα μπορέσουν να οδηγήσουν σε λύσεις είναι τα ζητούμενα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, όπως υπογραμμίζουν ανώτατες διπλωματικές πηγές. Σημειώνουν δε ότι η προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης είναι σαφώς ο ιδανικός προορισμός για την ελληνική διπλωματία όσον αφορά την επίλυση της μιας και μόνης διαφοράς που αναγνωρίζει η Αθήνα στο πλαίσιο των ελληνοτουρκικών σχέσεων, ωστόσο δεν είναι ούτε εύκολος ούτε γρήγορος.
Οπως λένε, το πιο σημαντικό για να ξεκινήσει ένας επί της ουσίας διάλογος και να μπορέσουν οι δύο πλευρές να θίξουν ζητήματα που αφορούν τις θαλάσσιες ζώνες είναι να χτιστεί η μεταξύ τους εμπιστοσύνη, που χάθηκε στα χρόνια της ακραίας έντασης και των απειλών, αλλά και των μονομερών ενεργειών, καθώς και να υπάρξει η πολιτική βούληση για συμβιβασμούς.
Ακολούθησε συνάντηση μεταξύ του Υπουργού Εξωτερικών κ. Γεραπετρίτη και του Υπουργού Εξωτερικών κ. Φιντάν, κατά τη διάρκεια της οποίας συμφωνήθηκε ένας οδικός χάρτης για την επόμενη επαφή μεταξύ των δύο χωρών στο πλαίσιο τριών αξόνων: του πολιτικού διαλόγου, των ΜΟΕ και της θετικής ατζέντας.
Συμβούλιο – ορόσημο
Στη Νέα Υόρκη δεν αναμένεται συζήτηση για τη Χάγη, που ακόμα είναι μακριά, αλλά να επιβεβαιωθεί η αμοιβαία βούληση για ηρεμία στις διμερείς σχέσεις, συνέχεια και συνέπεια στη βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Στο τραπέζι θα μπουν και οι λεπτομέρειες της συνεδρίασης του Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας, που αναμένεται να προγραμματιστεί πριν από το τέλος του χρόνου στη Θεσσαλονίκη. Ενα Συμβούλιο που χαρακτηρίζεται ορόσημο για όσα θα μπορούσαν δυνητικά να ακολουθήσουν και ενδεχομένως να δημιουργήσει και τα κατάλληλα κίνητρα ώστε οι δύο πλευρές να βρουν τον δρόμο των συναινέσεων. Συναινέσεις που δεν είναι αυτονόητες αφού εμπεριέχουν συμβιβασμούς. Η απόφαση δε της Χάγης, όποτε και αν φτάσουμε σε αυτή, δεν θα είναι πλήρης δικαίωση της μιας ή της άλλης πλευράς και θα σημαίνει σαφώς υποχωρήσεις και για την Αθήνα από τις αρχικές της θέσεις.
Τα δεδομένα που δημιουργούνται από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, οι τεκτονικές μετατοπίσεις, η αντιστροφή της ροής των ενεργειακών αγωγών από το νότο προς το βορρά και η επιθυμία των ΗΠΑ να διατηρήσουν την Τουρκία στη δυτική σφαίρα επιρροής με σημαντικότερο παράγοντα την ενότητα του ΝΑΤΟ, μπορεί να αυξήσουν το ενδιαφέρον για την επίλυση της ελληνοτουρκικής διένεξης και να ενθαρρύνουν και τις δύο πλευρές από την πλευρά της Ουάσιγκτον.
Και αυτό σε μια εποχή που η Τουρκία διεκδικεί το ρόλο της στις διεθνείς υποθέσεις διατηρώντας ανοιχτούς τους διαύλους επικοινωνίας με τη Μόσχα. Την ίδια στιγμή, η Τουρκία συνεχίζει να εμποδίζει την ένταξη της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ και η Ουάσιγκτον εμποδίζει τα F-16 της Τουρκίας. Η απάντηση στο αίτημα της Ελλάδας για τα F-35, που αναμένεται να ανακοινωθεί ταυτόχρονα με την έγκριση των F-16 από την Τουρκία, έχει επίσης καθυστερήσει για λόγους ισορροπίας, εξέλιξη που επηρεάζει έμμεσα και την Ελλάδα. Σε αυτό το περιβάλλον, είναι προς το συμφέρον της Άγκυρας να επικρατήσει ηρεμία στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι θα υπάρξει αλλαγή στις βασικές θέσεις, όπως το τουρκοτουρκικό μνημόνιο συνεννόησης, η “γαλάζια πατρίδα” και η αποστρατιωτικοποίηση των νησιών. Θα απαιτηθούν “παραχωρήσεις” από την πλευρά της Αθήνας.
Η ελληνική διπλωματία πάντως βάζει στόχο, όπως υπογραμμίζουν αρμόδιες πηγές, το ένα βήμα τη φορά, αποτιμώντας εξαιρετικά θετικά την παρατεταμένη ηρεμία και σημειώνοντας την αξία τού «μηδέν υπερπτήσεις – μηδέν παραβιάσεις» στη δημιουργία ενός περιβάλλοντος διαλόγου.
Ο ρόλος μιας θετικής ατζέντας στη διαμόρφωση μιας λύσης είναι επίσης σημαντικός και αναγνωρίζεται ως ένα πολύ αναγκαίο πλεονέκτημα για την οικοδόμηση της ομαλότητας που θα επιτρέψει τη λήψη των επόμενων μέτρων. Οι απειλές και η πολεμική ρητορική δίνουν τώρα τη θέση τους σε μια συγκρατημένη αισιοδοξία και από τις δύο πλευρές, καθώς προσπαθούν να περιορίσουν τις δυνάμεις που θα μπορούσαν να κλονίσουν το θετικό κλίμα.