Γεωπολιτικά

Γεωπολιτική εναντίον γεωοικονομίας: Οι στόχοι της ΕΕ, των ΗΠΑ και της Κίνας

Οι Βρυξέλλες, που βρίσκονται σε άβολη θέση λόγω της έντασης του ανταγωνισμού μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας, προσπαθούν να καθορίσουν μια «συνεκτική στρατηγική»

Οι Βρυξέλλες, που βρίσκονται σε άβολη θέση λόγω της έντασης του ανταγωνισμού μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας, προσπαθούν να καθορίσουν μια «συνεκτική στρατηγική» για την αντιμετώπιση της Κίνας. Ωστόσο, ενώ η θέση της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν και του Ζοζέπ Μπορέλ, καθώς και της κυρίαρχης ομάδας της διοίκησης στις Βρυξέλλες, είναι «φιλοατλαντική», δεν μπορεί να ειπωθεί το ίδιο για την πλειοψηφία όσων έχουν τον κύριο λόγο στη διαμόρφωση της πολιτική της ΕΕ, συγκεκριμένα τις πολιτικές και επιχειρηματικές ελίτ σε εθνικό επίπεδο. Το πώς θα συμφιλιωθούν αυτά τα δύο ρεύματα και πώς θα βρεθεί μια ισορροπία μεταξύ της φαινομενικά απαραίτητης εγγύτητας με την Ουάσιγκτον και της διατήρησης οικονομικά στενών σχέσεων με το Πεκίνο, είναι ένα δύσκολο ερώτημα.

Λίγες ώρες μετά την ομιλία του προέδρου των ΗΠΑ σχετικά με την ταχεία απόψυξη των σχέσεων με την Κίνα στο τέλος της συνόδου κορυφής της G7 στις 19-21 Μαΐου 2023 στη Χιροσίμα, το Πεκίνο διέταξε ορισμένες από τις εταιρείες υποδομής του να σταματήσουν να αγοράζουν από τη Micron, την αμερικανική εταιρεία κατασκευής τσιπ. Ο λόγος είναι το τελικό ανακοινωθέν της G7, από το οποίο είναι σαφές ότι η Κίνα θα βρεθεί υπό αυξημένη οικονομική πίεση από τις πιο ανεπτυγμένες χώρες της Ευρώπης, της Βόρειας Αμερικής και την Ιαπωνία, παρά την αλλαγή στο λεξιλόγιο, στο οποίο ο όρος «αποσύνδεση» αντικαθίσταται από τον όρο «ελαχιστοποίηση των κινδύνων»

Η σύνοδος κορυφής των G7 κατέδειξε την επιτυχία των ΗΠΑ και της Ιαπωνίας να πείσουν ευρωπαϊκές χώρες όπως η Γερμανία και η Γαλλία να υιοθετήσουν μια πιο επιθετική στάση κατά της Κίνας. Συγκεκριμένα, ακόμη και πριν από τη σύνοδο κορυφής των G7, η Ιαπωνία, οι ΗΠΑ και η ΕΕ συντόνισαν ένα μεγάλο μέρος των πολιτικών τους έναντι της Κίνας, προσπαθώντας να βρουν μια ισορροπία μεταξύ της «εθνικής ασφάλειας» και των οικονομικών συμφερόντων.

Έτσι, αντί για έναν πλήρη οικονομικό διαχωρισμό από την Κίνα, η Δύση προσδιορίζει στρατηγικά τομείς όπου η συνεργασία φέρεται να αποτελεί στρατηγικό κίνδυνο. Είναι αλήθεια ότι δεν υπάρχει πλήρης συμφωνία λόγω της μεγάλης εξάρτησης της ΕΕ από την Κίνα, επομένως τα μέλη των G7 δεν συμφώνησαν σε νέους ελέγχους εξαγωγών ή μέσων, κατά του λεγόμενου «κινεζικού εξαναγκασμού».

ΕΕ: ΕΛΑΧΙΣΤΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΚΙΝΕΖΙΚΟΥ ΚΙΝΔΥΝΟΥ

Η νέα ορολογία προέρχεται από την πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Συγκεκριμένα, στην ιστορικής σημασίας ομιλία της στις 30 Μαρτίου 2023 για τις σχέσεις ΕΕ-Κίνας [2], η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν ζήτησε «ελαχιστοποίηση του κινδύνου» από την Κίνα. Προσπαθώντας να παρουσιάσει τη μείωση της εξάρτησης από το Πεκίνο ως μια λιγότερο ριζική απόκλιση από την «αποσύνδεση» που προωθούν οι ΗΠΑ, είπε ότι η ΕΕ δεν θέλει να διακόψει οικονομικούς, κοινωνικούς, πολιτικούς ή επιστημονικούς δεσμούς. Τόνισε ότι η Κίνα είναι ζωτικός εμπορικός εταίρος για την ΕΕ –αντιπροσωπεύοντας το 9% των εξαγωγών εμπορευμάτων και περισσότερο από το ένα πέμπτο των εισαγωγών εμπορευμάτων της ΕΕ (20,8%)– και ότι, αν και οι ανισορροπίες αυξάνονται υπέρ της Κίνας, το μεγαλύτερο μέρος του διμερούς εμπορίου αγαθών και υπηρεσιών παραμένουν αμοιβαία επωφελείς και «χωρίς κινδύνους».

Σχετικά με το τελευταίο, στις Βρυξέλλες θεωρούν ότι ο οικονομικός διαχωρισμός δεν θα ήταν ούτε επιθυμητός ούτε εφικτός, λαμβάνοντας υπόψη το εκτεταμένο διμερές εμπόριο και τις χιλιάδες ευρωπαϊκές εταιρείες, με υποκαταστήματα και εργοστάσια στην Κίνα. Ως εκ τούτου, συνιστάται μια προσέγγιση στην οποία η ΕΕ επιβάλλει μεγαλύτερους φραγμούς σε τομείς όπου η Κίνα παραβιάζει τον ελεύθερο ανταγωνισμό ή όπου οι Βρυξέλλες κρίνουν ότι υπάρχουν ευαίσθητα ζητήματα ασφάλειας. Συγκεκριμένα, η πρόθεση είναι να μειωθεί η έκθεση και να αυξηθεί η αντίσταση στην Κίνα μέσω μεγαλύτερων μηχανισμών ελέγχου, εμπορικών μέσων και νέων αμυντικών εργαλείων.

Τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα προετοιμάζουν ήδη δύο νέα εργαλεία για την «υπεράσπιση της εμπορικής κυριαρχίας» [3]. Έτσι, στην πρόσφατα προταθείσα βιομηχανική πολιτική, η ΕΕ εισήγαγε ορισμένα εμπόδια για τους Κινέζους παραγωγούς τεχνολογιών στον τομέα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, όταν συμμετέχουν στις δημόσιες συμβάσεις στην ευρωπαϊκή αγορά. Επιπλέον, με τον νόμο για τις κρίσιμες πρώτες ύλες, η ΕΕ θέλει να βασίζεται λιγότερο στη Κίνα, σε αυτόν τον τομέα. Ωστόσο, αυτές οι κινήσεις είναι αρκετά προσεκτικές και σίγουρα ασύγκριτες με αυτές του Λευκού Οίκου. Δεν υπάρχει συναίνεση στις Βρυξέλλες για αποσύνδεση, καθώς θεωρείται ότι πρέπει να διατηρηθεί η μερίδα του λέοντος στο εμπόριο με την Κίνα και ότι η ΕΕ μπορεί ταυτόχρονα να αυξήσει την αντίσταση της σε ορισμένους στρατηγικούς τομείς. Ο λόγος για αυτό είναι ότι, με την ακόμη αυξανόμενη σημασία για τις ευρωπαϊκές εταιρείες, η κινεζική αγορά έχει γίνει στρατηγικά σημαντική για την ΕΕ.

Η φυσική τάση του Πεκίνου να εξαρτάται λιγότερο από τον κόσμο και ο κόσμος να εξαρτάται περισσότερο από αυτό, είναι ιδιαίτερα προβληματική για την ΕΕ σε τομείς όπως οι σιδηρόδρομοι υψηλής ταχύτητας, η τεχνολογία ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, οι κρίσιμες πρώτες ύλες όπως το λίθιο ή το κοβάλτιο, ή τεχνολογίες για κβαντικούς υπολογιστές, ρομποτική ή τεχνητή νοημοσύνη που θα είναι ζωτικής σημασίας για την οικονομική και εθνική ασφάλεια. Καθώς ο στόχος των Βρυξελλών είναι μια οικονομία, και ιδιαίτερα η βιομηχανία, πιο ανταγωνιστική και ανθεκτική, οι δεσμοί με την Κίνα θα πρέπει να περιοριστούν σε τομείς όπου το εμπόριο και οι επενδύσεις αποτελούν κίνδυνο για την ΕΕ: ορισμένες ευαίσθητες τεχνολογίες, αγαθά διπλής χρήσης ή επενδύσεις που συνοδεύονται από «αναγκαστική» μεταφορά τεχνολογίας ή γνώσης.

Ως εκ τούτου, ο προτεινόμενος νόμος για τις κρίσιμες πρώτες ύλες, ο οποίος στοχεύει στη διαφοροποίηση και τη διασφάλιση της προμήθειας τους από την ΕΕ, φαίνεται να έχει νόημα. Για παράδειγμα, υπάρχουν περιοχές όπου η ΕΕ βασίζεται σε έναν μόνο προμηθευτή –την Κίνα– για το 98% των προμηθειών της σε σπάνιες γαίες, το 93% σε μαγνήσιο και το 97% σε λίθιο. Επιπλέον, η ζήτηση της ΕΕ για αυτά τα υλικά θα αυξηθεί απότομα, καθώς επιταχύνεται ο ψηφιακός και ο πράσινος μετασχηματισμός. Οι μπαταρίες που τροφοδοτούν ηλεκτρικά οχήματα στην ΕΕ προβλέπεται να αυξήσουν τη ζήτηση λιθίου κατά 17 φορές έως το 2050.

Ένα άλλο μέρος της στρατηγικής μείωσης του κινδύνου είναι η καλύτερη χρήση των υφιστάμενων εμπορικών μέσων της ΕΕ. Τα τελευταία χρόνια, οι Βρυξέλλες έχουν εισαγάγει μέτρα ασφαλείας, είτε πρόκειται για 5G, άμεσες ξένες επενδύσεις ή ελέγχους εξαγωγών. Η ΕΕ έχει κανόνες που μπορούν να καταστείλουν τις οικονομικές στρεβλώσεις, ιδίως μέσω του κανονισμού για τις ξένες επιδοτήσεις. Επιπλέον, αναμένεται ότι η ΕΕ θα αναπτύξει σύντομα ένα στοχευμένο μέσο για εξερχόμενες επενδύσεις, το οποίο θα αφορά ένα μικρό αριθμό ευαίσθητων, δυνητικά στρατιωτικών, τεχνολογιών.

Η ΕΝΑΣΧΟΛΗΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΚΙΝΑ

Αυτό που είναι νέο από τον Φεβρουάριο του 2022 είναι ο πόλεμος στην Ουκρανία και η σχετική εκτίμηση από αναλυτές στις Βρυξέλλες ότι η Κίνα θα μπορούσε να τον χρησιμοποιήσει για να ενισχύσει τη γεωπολιτική της θέση, ειδικά εάν η Μόσχα δεν κερδίσει. Η άποψη ότι οι Βρυξέλλες πρέπει να «ανταποκριθούν» στις παγκόσμιες φιλοδοξίες του Πεκίνου είναι αναμφισβήτητη, αλλά το κλειδί είναι να καθοριστεί η ένταση της απάντησης.

Αυτό που γίνεται σαφές είναι ότι το λεγόμενο ζήτημα της Κίνας είναι πολύ πιο σημαντικό και σύνθετο από το ζήτημα της Ρωσίας. Η αυξανόμενη αντίληψη στον πυρήνα της ΕΕ είναι ότι η φιλοδοξία της Κίνας δεν είναι τίποτα λιγότερο από το να οικοδομήσει μια νέα παγκόσμια τάξη πραγμάτων, με το Πεκίνο στο επίκεντρό της. Σύμφωνα με τον πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, για το Πεκίνο, η επιταγή της ασφάλειας και του ελέγχου υπερτερεί της λογικής της ελεύθερης αγοράς και του ανοιχτού εμπορίου, με ένα εναλλακτικό όραμα για μια παγκόσμια τάξη στην οποία τα ατομικά δικαιώματα θα υποτάσσονται στην εθνική ασφάλεια. Μια τέτοια προσέγγιση από το Πεκίνο, σύμφωνα με την Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, έχει ήδη παρατηρηθεί με την Πρωτοβουλία Belt and Road, τις νέες διεθνείς τράπεζες ή άλλα ιδρύματα με επικεφαλής την Κίνα, καθώς και μέσω της διαμεσολάβησης μεταξύ Σαουδικής Αραβίας και Ιράν, αλλά και της υποστήριξης της Μόσχας στη σύγκρουση στην Ουκρανία.

Το ότι το Πεκίνο αναγνωρίζει όλους τους κινδύνους της αλλαγής της πολιτικής των Βρυξελλών, φαίνεται και από τη δήλωση του υπουργού Εξωτερικών της Κίνας, Κιν Γκανγκ [4], ο οποίος χαρακτήρισε την «ελαχιστοποίηση του κινδύνου» ως «αποκινεζοποίηση», δηλαδή ως διαχωρισμό από τη συνεργασία, τη σταθερότητα και την ανάπτυξη. Επιπλέον, τα κινεζικά αντίμετρα αποτελούν πρόβλημα για τις Βρυξέλλες. Για παράδειγμα, οι πρόσφατες προτάσεις της ΕΕ για την επιβολή κυρώσεων σε κινεζικές εταιρείες για την υποστήριξη της Ρωσίας, αντιμετωπίστηκαν με προειδοποίηση από το Πεκίνο ότι θα αντιδράσει κατάλληλα, τιμωρώντας τις εταιρείες της ΕΕ. Η Κίνα έχει χρησιμοποιήσει περιστασιακά την ισχύ της στην αγορά ως όπλο. Ένα καλό παράδειγμα είναι το de facto μποϊκοτάζ των λιθουανικών προϊόντων, μετά το άνοιγμα γραφείου αντιπροσωπείας της Ταϊβάν στο Βίλνιους το 2021.

ΟΙ ΣΤΟΧΟΙ ΤΟΥ ΠΕΚΙΝΟΥ

Σύμφωνα με τον αρθρογράφο των Financial Times, Μάρτιν Σέντμπι [5], σε πολιτικό επίπεδο, το Πεκίνο θέλει να διχάσει τη Δύση, την οποία συσπείρωσε ο πόλεμος στην Ουκρανία. Οικονομικά, η Κίνα θέλει να αποτρέψει οποιεσδήποτε κινήσεις της ΕΕ για τον περιορισμό της πρόσβασης της στην κοινή αγορά. Με στόχο τη διατήρηση των οικονομικών δεσμών της ΕΕ και την εξάρτηση από την Κίνα όσο το δυνατόν περισσότερο, το Πεκίνο υποστηρίζει τις προσπάθειες των Ευρωπαίων να αποστασιοποιηθούν από την Ουάσιγκτον, τροφοδοτώντας τη δυσαρέσκεια τους για το ότι οι προτεραιότητες εξωτερικής πολιτικής της Ουάσιγκτον και τα εμπορικά συμφέροντα των ΗΠΑ, επηρεάζουν καθοριστικά και τις αποφάσεις των ευρωπαϊκών χωρών.

Η ελπίδα της ΕΕ είναι ότι ο Σι Τζινπίνγκ θα μπορέσει να πείσει τον Πούτιν να εγκαταλείψει την Ουκρανία, αλλά όπως τονίζει ο Σέντμπι, εάν οι Βρυξέλλες δεν μπορούν να απειλήσουν αξιόπιστα τα οικονομικά συμφέροντα του Πεκίνου, η Κίνα, από τη φύση των συμφερόντων της, θα ενεργήσει ενάντια στους στρατηγικούς στόχους της ΕΕ. Υπό αυτή την έννοια, η απειλή της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν ότι η ΕΕ θα μπορούσε να εμποδίσει τις επιχειρηματικές συμφωνίες της Κίνας με την Ευρώπη εάν το Πεκίνο παραμείνει στην τρέχουσα πορεία του, είναι μια νέα και πιο επιθετική προσέγγιση, τουλάχιστον από την ελίτ των Βρυξελλών.

Ωστόσο, θα είναι δύσκολο να πειστούν τα μέλη της ΕΕ να συσπειρωθούν πίσω από αυτή την πιο μαχητική στάση. Κατά κάποιο τρόπο, ο πιο ήπιος τόνος από την Ουάσιγκτον βοηθά τις Βρυξέλλες, αφού τουλάχιστον σε ρητορικό επίπεδο ο λόγος έχει αμβλυνθεί (τώρα η «αποσύνδεση» θεωρείται καταστροφική). Ωστόσο, η δήλωση του υπουργού Οικονομικών των ΗΠΑ ότι η χώρα θα υποτάξει την οικονομική πολιτική στην εθνική ασφάλεια και τα ανθρώπινα δικαιώματα, ζητώντας συνεργασία στην καταπολέμηση παγκόσμιων προκλήσεων όπως η κλιματική αλλαγή και η κρίση χρέους, δεν είναι κάτι νέο σε σχέση με το Πεκίνο. Αυτό που είναι νέο, είναι η αυξημένη προσπάθεια για τη δημιουργία μιας κοινής διατλαντικής προσέγγισης.

Ωστόσο, υπάρχουν πολλές ενδείξεις ότι η ΕΕ δεν είναι διατεθειμένη να αναδιαμορφώσει τις οικονομικές της φιλοδοξίες υπό τις ασαφείς ακόμη συστημικές απειλές του Πεκίνου, όπως γίνονται αντιληπτές στον Λευκό Οίκο. Σχετικές με αυτό είναι οι δηλώσεις Μακρόν ότι η Ευρώπη δεν είναι υποτελής των ΗΠΑ, δηλαδή η επιβεβαίωση της στρατηγικής αυτονομίας της ΕΕ, καθώς και η κριτική για την «οπλοποίηση» του δολαρίου, που δημιουργεί πρόσθετο κόστος για τις ευρωπαϊκές εταιρείες (αναγκάζοντας να εγκαταλείψουν τις δραστηριότητές τους και να διακόψουν τους δεσμούς τους με τρίτες χώρες ή να αντιμετωπίσουν σοβαρές δευτερεύουσες κυρώσεις). Ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Σαρλ Μισέλ, φαίνεται να συμμερίζεται καταρχήν τη θέση του Γάλλου προέδρου.

Πρόβλημα για τη δημιουργία μιας συνεκτικής διατλαντικής προσέγγισης για την Κίνα, θα δημιουργηθεί επίσης από την «επιχειρηματική Ευρώπη», η οποία δύσκολα θα επιτρέψει τον περιορισμό της οικονομικής συνεργασίας με την Κίνα (οι αμερικανικές επιχειρήσεις έχουν υποχωρήσει αφού οικοδομείται δικομματική συναίνεση στο Κογκρέσο των ΗΠΑ εδώ και πέντε χρόνια, ότι η Κίνα απειλεί την αμερικανική παγκόσμια κυριαρχία).

ΟΙ ΣΤΟΧΟΙ ΤΩΝ ΒΡΥΞΕΛΛΩΝ

Έτσι, στην πολιτική οικονομία της ΕΕ, οι στρατηγικές προτεραιότητες που καθορίζονται από ένα μέρος του ανώτερου κλιμακίου της ελίτ των Βρυξελλών δεν ευθυγραμμίζονται με τα εμπορικά συμφέροντα μεγάλων εταιρειών σε βασικά κράτη της ΕΕ, καθώς και με τα εδραιωμένα ένστικτα του μέσου και χαμηλότερου τμήματος της διοίκησης στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και σε πολλές μικρότερες ευρωπαϊκές οικονομίες, για την εμβάθυνση του εμπορίου. Συγκεκριμένα, η πρόσβαση στην κινεζική αγορά για πολλές εταιρείες από την ΕΕ είναι ουσιαστικής σημασίας, όχι μόνο όσον αφορά τις εξαγωγές, αλλά και για την επέκταση της παραγωγής στη χώρα αυτή.

Υπό αυτή την έννοια, είναι ενδεικτική η δήλωση του εκτελεστικού διευθυντή της Mercedes-Benz [6], ο οποίος πιστεύει ότι η διακοπή των δεσμών με την Κίνα θα ήταν «αδιανόητη για ολόκληρη σχεδόν τη γερμανική βιομηχανία». Η σημασία της Κίνας είναι τεράστια και ο γερμανικός κολοσσός BASF επενδύει περίπου 10 δισ. ευρώ στην οικονομία που είναι η μεγαλύτερη και μια από τις ταχύτερα αναπτυσσόμενες αγορές χημικών προϊόντων. Σε σχέση με τα προηγούμενα, σε μια ερευνητική έκθεση που δημοσιεύθηκε πρόσφατα από αυστριακό think tank, εκτιμάται ότι η Γερμανία, σε περίπτωση αποσύνδεσης με την Κίνα, θα κατέγραφε πτώση του ΑΕΠ της τάξης του 2% ετησίως (που ισοδυναμεί με απώλεια 60 δις. ευρώ.

Είναι ενδεικτικό ότι οι ευρωπαϊκές άμεσες επενδύσεις στον κινεζικό τομέα της αυτοκινητοβιομηχανίας έφτασαν το ρεκόρ των 6,2 δισ. ευρώ, ενώ οι επενδύσεις σε όλους τους υπόλοιπους κλάδους ανήλθαν σε μόλις 1,5 δισ. ευρώ το 2022 – που είναι μια μεγάλη αλλαγή σε σύγκριση με το 2018, όταν οι άμεσες επενδύσεις στην αυτοκινητοβιομηχανία ανήλθαν σε 1,7 δις. και 5,5 δισ. σε άλλους τομείς. Μια τόσο ισχυρή άνοδος δείχνει ότι ο τομέας του αυτοκινήτου έχει γίνει κυρίαρχος στις ευρωπαϊκές επενδύσεις στην Κίνα, παρά την επιδείνωση των σχέσεων μεταξύ Βρυξελλών και Πεκίνου. Φυσικά, τα εμπορικά κέρδη πηγαίνουν κυρίως σε εταιρικούς μετόχους στην ΕΕ, αλλά όχι σε ευρωπαίους εργαζόμενους, μικρές εταιρείες και χώρες που συνδέονται με τη γερμανική αλυσίδα εφοδιασμού αυτοκινήτων. Όπως συμβαίνει συχνά, αυτό που είναι καλό για τη Volkswagen δεν είναι απαραίτητα καλό για την Ευρώπη.

Ωστόσο, ακόμη και όταν ξένες εταιρείες προσπαθούν να υπερασπιστούν το μερίδιό τους στη μεγαλύτερη αγορά αυτοκινήτων στον κόσμο, οι κινεζικές εταιρείες, με τη βοήθεια κρατικών επιδοτήσεων και κάθετα ολοκληρωμένων αλυσίδων εφοδιασμού, κυριαρχούν ολοένα και περισσότερο. Στην κατηγορία των ηλεκτρικών οχημάτων, 8 από τα 10 κορυφαία ηλεκτρικά μοντέλα που πωλούνται στην Κίνα το 2023 είναι κινεζικές μάρκες. Σε σχέση με αυτή την εξέλιξη, ενώ ορισμένοι αυξάνουν τις επενδύσεις, η αμερικανική «Ford» θα μειώσει τις επενδύσεις στη Κίνα λόγω του ανταγωνισμού των τοπικών αντιπάλων στα ηλεκτρικά οχήματα.

Το γεγονός ότι η κατάσταση δεν είναι ρόδινη για τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις στην Κίνα, τόσο λόγω των αυξημένων γεωπολιτικών εντάσεων, όσο και λόγω των νέων πιο περιοριστικών κανονισμών του Πεκίνου, υποδηλώνεται επίσης από τη μετατόπιση της εστίασης των εταιρειών από την ΕΕ, οι οποίες επί του παρόντος επικεντρώνονται στον μετριασμό των κινδύνων και στην οικοδόμηση πιο ανθεκτικών αλυσίδων εφοδιασμού (ενώ πριν από μερικά χρόνια ήταν απασχολημένες με τις δυνατότητες επένδυσης στην Κίνα). Κατά συνέπεια, η αποτελεσματικότητα της κινεζικής αγοράς μειώνεται καθώς όλο και περισσότερες εταιρείες, προκειμένου να μετριάσουν τους κινδύνους, διαχωρίζουν τις δραστηριότητές τους στην Κίνα από τις παγκόσμιες δραστηριότητές τους.

Ενώ οι μεγαλύτερες ευρωπαϊκές εταιρείες συνεχίζουν να επενδύουν (μόνο τέσσερις εταιρείες αντιπροσώπευαν περισσότερο από το ένα τρίτο των επενδύσεων της ΕΕ στην Κίνα μεταξύ 2018-2021), οι περισσότερες από αυτές που δραστηριοποιούνται ήδη στην Κίνα απλώς διατηρούν την παρουσία τους, ενώ σχεδόν καμία νέα ευρωπαϊκή εταιρεία δεν έχει εισέλθει στη κινεζική αγορά τα τελευταία τρία χρόνια. Στα τέλη του 2022, το σωρευτικό ποσό των επενδύσεων της ΕΕ στην Κίνα τα τελευταία 20 χρόνια ήταν περίπου 165 δισεκατομμύρια ευρώ – περίπου το ίδιο ποσό που επενδύουν οι εταιρείες της ΕΕ στις ΗΠΑ κάθε 12 μήνες.

Είναι αλήθεια ότι οι κινεζικές «επενδύσεις εκ του μηδενός» στην Ευρώπη ανθούν, αυξανόμενες έως και 53% το 2022, γεγονός που οφείλεται κυρίως σε πολλά μεγάλα έργα, σχεδόν αποκλειστικά επικεντρωμένα στον τομέα της αυτοκινητοβιομηχανίας, συγκεκριμένα στην κατασκευή εργοστασίων μπαταριών στη Γερμανία, την Ουγγαρία, τη Βρετανία και Γαλλία. Σε σχέση με αυτά, το πρόβλημα για την ΕΕ είναι ότι η σχεδιαζόμενη μετάβαση στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και η σταδιακή κατάργηση των κινητήρων εσωτερικής καύσης, καθώς και ο ψηφιακός μετασχηματισμός ή η πρόοδος στη βιοτεχνολογία, 5G και 6G και στα νανοϋλικά, είναι σχεδόν αδύνατη εάν υπάρχει αποσύνδεση από την Κίνα.

Παρά τα εντυπωσιακά στοιχεία, το εμπόριο μεταξύ των δύο οικονομιών είναι πολύ κάτω από ένα δυνητικό επίπεδο [7]. Για παράδειγμα, παρόλο που η Κίνα είναι μια τεράστια αγορά, οι ευρωπαϊκές εξαγωγές σε αυτήν τη χώρα είναι σχετικά μικρές (230 δισεκατομμύρια ευρώ το 2022) – μόνο ελαφρώς υψηλότερες (κατά 23%) από τις εξαγωγές σε οκτώ εκατομμύρια Ελβετία. Επίσης, οι εξαγωγές αγαθών της ΕΕ προς τις ΗΠΑ είναι πολύ υψηλότερες (509 δισ. ευρώ) και έχουν διπλασιαστεί σε σύγκριση με το 2012. Επιπλέον, η ΕΕ καταγράφει διαρκώς αυξανόμενο έλλειμμα με την Κίνα – οι εισαγωγές 626 δισ. ευρώ έχουν αυξηθεί δυόμισι φορές σε σχέση με το τα τελευταία 10 χρόνια, ενώ η αύξηση των εξαγωγών στη χώρα αυτή ήταν κατά το ήμισυ βραδύτερη (για σύγκριση, οι εισαγωγές από τις ΗΠΑ ύψους 358 δισ. ευρώ είναι σημαντικά χαμηλότερες, αν και έχουν διπλασιαστεί από το 2012).

Η ΑΠΟΔΥΝΑΜΩΣΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ

Το 2008, πληρώθηκαν μόνο 63 λεπτά του ευρώ στο δολάριο. τον Μάιο του τρέχοντος έτους, το αμερικανικό νόμισμα αξίζει 92 λεπτά του ευρώ. Πριν από μιάμιση δεκαετία, η οικονομία της ΕΕ ήταν ελαφρώς μεγαλύτερη από την αμερικανική, αλλά μετά ήρθε η «Ευρωσκλήρωση». Έτσι, το 2022, η αμερικανική οικονομία, εκφρασμένη σε όρους αγοραστικής δύναμης, ήταν 25% μεγαλύτερη από τις οικονομίες της ΕΕ και της Βρετανίας. Οι ΗΠΑ είναι πολύ πιο πλούσιες από την ΕΕ σήμερα – το κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε ισοτιμία αγοραστικής δύναμης είναι σχεδόν 50% υψηλότερο από ό,τι στην ΕΕ.

Επομένως, τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια, η οικονομική, τεχνολογική και στρατιωτική ισχύς της ΕΕ σε σχέση με τις ΗΠΑ εξασθενεί και ο πόλεμος στην Ουκρανία έδειξε μόνο τη βαθιά εξάρτηση των Ευρωπαίων από τους Αμερικανούς στον τομέα της ασφάλειας, παρά τις δηλώσεις στην ΕΕ για την επίτευξη «στρατηγικής αυτονομίας». Είναι σαφές ότι οι Ευρωπαίοι δεν συμφωνούν σε βασικά στρατηγικά ζητήματα και ότι η ηγεμονία της Ουάσιγκτον επιβάλλεται ως πρακτική επιλογή.

Ακριβώς όπως στον Ψυχρό Πόλεμο, η Ευρώπη ήταν το κέντρο του ανταγωνισμού υπερδυνάμεων, ο Λευκός Οίκος αναμένει και πάλι από την ΕΕ να προσαρμόσει τις πολιτικές της στη στρατηγική των ΗΠΑ, για τον περιορισμό της Κίνας [8]. Ενώ πολλοί στην ΕΕ, ειδικά τα ανώτερα κλιμάκια της διοίκησης των Βρυξελλών, είναι ουσιαστικά έτοιμοι να ακολουθήσουν την πορεία της Ουάσιγκτον και κατά συνέπεια προτείνουν μια ενιαία, πειθαρχημένη και ισχυρή θέση σε σχέση με το Πεκίνο, το ταξίδι του Μακρόν στην Κίνα τον Απρίλιο του 2023, καθώς και το ταξίδι του Σολτς τον Νοέμβριο του 2022, δείχνουν ότι υπάρχει ισχυρή αντίσταση σε μια τέτοια κατεύθυνση στην εξωτερική πολιτική.

Και σε αυστηρά διανοητικό επίπεδο, υπάρχουν επίσης ορισμένες διαφωνίες σχετικά με την άποψη της εξωτερικής πολιτικής της ΕΕ, ιδιαίτερα τη σχέση της με την Κίνα. Ενδεικτική είναι η σκέψη του Μαρκ Λέοναρντ [9], ενός από τους κορυφαίους διανοητές της δεξαμενής σκέψης με επιρροή – το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Εξωτερικών Σχέσεων (ECFR). Σύμφωνα με τον ίδιο, η μάχη για την παγκόσμια υπεροχή δεν είναι μεταξύ δημοκρατιών και αυταρχιών, αλλά μεταξύ διαφορετικών μοντέλων παγκόσμιας τάξης. Συγκεκριμένα, οι δυτικοί ηγέτες πιστεύουν ότι υπερασπίζονται μια τάξη βασισμένη σε κανόνες, από αναθεωρητικές δυνάμεις όπως η Κίνα και η Ρωσία, ότι δηλαδή ο κόσμος πολώνεται μεταξύ δημοκρατιών που σχετίζονται με το κράτος δικαίου και επιθετικών απολυταρχιών, ενώ η Δύση χρειάζεται μια καλύτερη αφήγηση για να πείσει άλλες (αναπτυσσόμενες) χώρες ότι, μεταξύ άλλων, ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει σημαντικές επιπτώσεις για αυτούς.

Από την άλλη, η Κίνα αναπτύσσει μια «διαφορετική εκδοχή δημοκρατίας», κύριος στόχος της οποίας είναι η χειραφέτηση του «Τρίτου Κόσμου» από την κυριαρχία της Δύσης. Ενώ η Ουάσιγκτον θέλει να αυξήσει την επιρροή της μέσω της παγκόσμιας πόλωσης, το Πεκίνο προτιμά έναν πιο κατακερματισμένο κόσμο. Δηλαδή, η Κίνα δεν θέλει να αντικαταστήσει τη θέση των ΗΠΑ, αλλά να εκληφθεί ως φίλος των αναπτυσσόμενων χωρών που φιλοδοξούν να έχουν μεγαλύτερη επιρροή στην πλανητική σκηνή. Σε σχέση με αυτό, οι Βρυξέλλες θα πρέπει να λάβουν υπόψη την επιρροή της Κίνας στις αναπτυσσόμενες χώρες, οι περισσότερες από τις οποίες ήταν απρόθυμες να υποστηρίξουν τις δυτικές κυρώσεις κατά της Ρωσίας και όπου η εικόνα της Κίνας ως μη επιθετικής δύναμης, έχει ενισχυθεί. Αυτές οι χώρες συχνά βλέπουν τη γεωπολιτική επιρροή της Κίνας ως αντίβαρο στη Δύση, άρα και στην ΕΕ.

Το μήνυμα που θέλει να στείλει το μεγαλύτερο μέρος της πολιτικής ελίτ της Δύσης γίνεται όλο και πιο ξεκάθαρο. Δηλαδή, όταν άτομα σε υπεύθυνες θέσεις στην ΕΕ και τις ΗΠΑ σήμερα μιλούν για αποσύνδεση ή ελαχιστοποίηση του κινδύνου από την Κίνα, στέλνουν στην πραγματικότητα ένα μήνυμα στους επιχειρηματικούς κύκλους για το πώς να προσαρμόσουν τις επενδύσεις και τις προσδοκίες τους στο μέλλον, υπονοώντας πολιτικά προβλήματα σε περίπτωση «υπερβολικής» εξάρτησης από τη μεγάλη κινεζική παραγωγική ικανότητα. Είναι ένα είδος ήπιας ώθησης της οικονομίας για να βρει από μόνη της νέες ευκαιρίες, δηλαδή νέες αλυσίδες εφοδιασμού. Οι επιχειρήσεις αναμένεται να προετοιμαστούν εκ των προτέρων για χειροτέρευση των πολιτικών σχέσεων μεταξύ της ανεπτυγμένης Δύσης και της Κίνας με έναν ευκολότερο και φθηνότερο τρόπο, κάτι που είναι σίγουρα καλύτερο από μια οξεία κρίση στις σχέσεις αυτές, που θα οδηγούσαν σε μεγάλες διαταραχές της αγοράς.

Αυτό που γίνεται νέα πραγματικότητα είναι ότι οι πολιτικοί της Δύσης, συμπεριλαμβανομένων πρακτικά των δύο κομμάτων στις ΗΠΑ και ενός μεγάλου μέρους των πολιτικών κομμάτων εξουσίας και των εκλεγμένων ηγετών στις χώρες της ΕΕ, αλλά όχι το σύνολο της επιχειρηματικής ελίτ, λαμβάνουν μια απόφαση που πιστεύουν ότι είναι καλή μακροπρόθεσμα, για τους πολίτες τους ή τουλάχιστον τις ελίτ. Ο χρόνος θα δείξει αν έχουν δίκιο.

Τέλος, η απλή επιβεβαίωση του ρόλου των G7 στην ίσως ιστορική σύνοδο κορυφής στη Χιροσίμα σηματοδοτεί μια νέα εποχή που ορίζεται από τον ανταγωνισμό υπερδυνάμεων. Και αυτή τη φορά, όπως και στον Ψυχρό Πόλεμο, οι ΗΠΑ συγκεντρώνουν συμμάχους στην Ευρώπη και την Ασία για να πολεμήσουν για να διατηρήσουν το ηγεμονικό καθεστώς της Δύσης.

Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο