Η βοή είναι απίστευτη. Δεκάδες άνθρωποι βρίσκονται σε μία κερκίδα. Με ένα σκοπό. Στα αποδυτήρια, οι παίκτες περιμένουν.
Ο Δημήτρης Ποδαράς ανυπομονεί για τη στιγμή που θα πατήσει το παρκέ του «Γεώργιος Μόσχος». Και η βοή θα γίνει μία… ηχητική έκρηξη.
Η ΑΕΚ ετοιμάζεται για έναν ακόμη αγώνα στο ιστορικό γήπεδο της. Και ο Ποδαράς κάνει τα δικά του όνειρα. Με μία μπάλα στα χέρια. Και περίσσιο θράσος στην καρδιά.
Σε μία εποχή διαφορετική. Στο μυαλό των περισσότερων, των μεγαλύτερων σε ηλικία, η δεκαετία των 90’ς έχει τη δική της γοητεία. Πασπαλισμένη από μπόλικη χρυσόσκονη.
Ο Ποδαράς έζησε τα πάντα μέσα από το παρκέ. Απέναντι στο είδωλό του, τον Νίκο Γκάλη. Κόντρα στην καλαθομηχανή που ακούει στο όνομα του Μίτσελ Γουίγκινς. Και άλλους πολλούς. Με την ίδια υποχρέωση: Να τους περιορίσει!
Ο άλλοτε γκαρντ της Ένωσης, ο οποίος έβαλε τα «κιτρινόμαυρα» ως πλέι μέικερ και κατέληξε να γίνει ο βασικός της σούτινγκ γκαρντ, μίλησε στο Gazzetta για το παρελθόν του: τον Ηλυσιακό, την ΑΕΚ, τις προπονήσεις που δεν μοιάζουν με τις σημερινές, τον Κρέζιμιρ Τσόσιτς. Για τον τερματοφύλακα που άφησε τα γκολπόστ για να παίξει μπάσκετ και έφτασε μέχρι την ΑΕΚ. Τα δύσκολα μα και γλυκά χρόνια πίσω στο «Μόσχος» και την αποχώρηση, προτού ο «Δικέφαλος» απογειωθεί στα χρόνια των Γιάννηδων του Φιλίππου και του Ιωαννίδη.
Και αποκαλύπτει ότι η απογοήτευση της αποχώρησής του από την ΑΕΚ, το 1997 τον έχει αποτρέψει να παρακολουθήσει από κοντά την Ένωση! Το έκανε μία και μοναδική φορά. Για να τιμήσει την ιστορία της ομάδας, τον Γιώργο Αμερικάνο.
Ακόμη και σήμερα βρίσκεται στο Top-20 των παικτών με τα περισσότερα τρίποντα στην ιστορία του επαγγελματικού πρωταθλήματος. Και όμως, όταν ξεκίνησε, όπως παραδέχεται στο Gazzetta, «ήμουν τραγικός σουτέρ»!
Το βιβλίο της ζωής (μπασκετικής και μη) ενός παίκτη που ξεχώρισε ο θρυλικός Ρολάντο Μπλάκμαν, ανοίγει με πολλά και διαφορετικά κεφάλαια. Όλα γεμάτα μπάσκετ.
Πώς ήταν τα παιδικά σου χρόνια;
«Με πολύ αθλητισμό. Πάντα κάτι έκανα, ποδόσφαιρο, πινγκ πονγκ, ιππασία, στίβο. Μου άρεσε πάρα πολύ να είμαι έξω από το σπίτι».
Ως παιδί πως ήσουν; Αυτό που λέμε ενεργό, κάτι παραπάνω από ενεργό;
«Ήσυχο δεν με έλεγες. Αρκετά ενεργός και λίγο άτακτος…».
Και το μπάσκετ πώς προέκυψε ως ενασχόληση;
«Εκείνη την εποχή έκανα στίβο και έπαιζα ποδόσφαιρο. Ήμουν τερματοφύλακας. Δεν θυμάμαι πως ακριβώς έγινε, αλλά ο Ηλυσιακός προσπαθούσε να βρει παιδιά, είχε βάλει διάφορους ανθρώπους να ψάχνουν στα σχολεία και έτυχε να με δει μία γυμνάστρια και με ρώτησε αν ήθελα να παίξω. Είχα πάει πρώτη φορά στα ανοικτά γήπεδα του Ηλυσιακού, στο τέρμα Ζωγράφου. Και τότε ξεκίνησα, στα 14 μου».
Άρα θεωρητικά άργησες να αρχίσεις. Πλέον, το μπάσκετ ξεκινάει από την ηλικία των 6 ετών…
«Αυτό προπονητικά είναι λίγο λάθος. Έχουμε το θέμα ότι τα παιδιά δεν είναι πια αθλητές. Τα βάζουμε σε ένα γήπεδο. Η επιστήμη αναφέρει ότι πρώτα πρέπει να ξεκινούν με κολύμβηση. Μετά να μπουν στο στίβο για ένα χρονικό διάστημα και ύστερα στα ομαδικά αθλήματα. Από όσα περισσότερα αθλήματα μπορεί να περάσει τόσο το καλύτερο και μετά ακολουθεί το ομαδικό άθλημα, το οποίο μπαίνει για την κοινωνικοποίηση. Μιλάμε πάντα για αθλητισμό, όχι για πρωταθλητισμό. Το τελευταίο μπορεί να τύχει, μπορεί και όχι. Απλά στην Ελλάδα ξεκινάμε με τον πρώτο μας στόχο να κάνει το παιδί πρωταθλητισμό. Αυτό είναι το λάθος. Με το ζόρι, με κάθε τίμημα ή επειδή δεν έκανε ο μπαμπάς, πρέπει να κάνει το παιδί».
Και πώς ήταν στον Ηλυσιακό, μία από τις ιστορικές ομάδες;
«Ήταν μία εποχή που είχε γίνει μία επένδυση πάνω στις ακαδημίες του Ηλυσιακού. Είχε έρθει προπονητής ο Κώστας Τσαπάρας, ένας αγαπημένος μου άνθρωπος που έχει “φύγει” απ’ τη ζωή. Και είχε κάνει ένα φοβερό παιδομάζωμα. Ο Ηλυσιακός είχε κάνει μία πορεία, μάζεψε πολλά παιδιά, τα οποία κράτησαν για πολλά χρόνια την ομάδα. Θυμάμαι τουλάχιστον από το 1988, που έπεσε κατηγορία η ομάδα από την Α1, αρκετά χρόνια έπειτα, την κρατούσαν άνετα στην Α2 παίκτες που ήταν δικοί της. Η αλήθεια είναι στη συνέχεια δεν ακολούθησα, αλλά είχε πολλά αξιόλογα παιδιά και τμήματα. Ήταν και διαφορετικός ο παραγοντισμός τότε, σε σχέση με τώρα».
Ποια είναι η πιο αγαπημένη σου ανάμνηση από τον Ηλυσιακό;
«Περνούσα πραγματικά πολύ όμορφα. Ο Κώστας ήταν αγαπημένος μου άνθρωπος, παρά τις πολλές προστριβές που είχαμε. Με αγαπούσε πάρα πολύ και τον αγαπούσα και εγώ. Θεωρώ ότι αυτός με βοήθησε όσο κανένας άλλος στον αθλητισμό. Από εκεί και πέρα, ο Ηλυσιακός ήταν μία πολύ γλυκιά ανάμνηση. Και στα εφηβικά και στα ανδρικά ήταν μια ωραία ανάμνηση, πέρναγα καλά και το είχε ευχαριστηθεί περισσότερο από κάθε άλλο».
Η ΑΕΚ πώς προέκυψε στη ζωή σου;
«Ξέρω ότι κάποια στιγμή έγιναν κάποιες διεργασίες, κάποιοι άνθρωποι μιλούσαν για εμένα. Ήμουν και στις Εθνικές ομάδες και είχε ακουστεί το όνομά μου, αρκετά παλιότερα, όταν είχε έρθει για πρώτη φορά στην Ελλάδα ο Τσόσιτς».
Πώς είναι να πηγαίνεις να παίξεις στην ΑΕΚ;
«Να σου πω την αλήθεια, τότε ήμουν αρκετά μικρός και δεν μπορούσα να καταλάβω. Ζώντας εκεί κατάλαβα τι ακριβώς ήταν η ΑΕΚ. Τι ήταν για την περιοχή, τι ήταν για τον κόσμο, ένιωθες μία υπερηφάνεια που έπαιζες γι’ αυτή την ομάδα. Ένιωθες διαφορετικά. Το αγαπούσες αυτό έκανες, ήθελες να ήσουν εκεί, παρά τα προβλήματα που υπήρχαν, γιατί υπήρχαν πολλά προβλήματα. Από την ΑΕΚ έχω πολλές και καλές αναμνήσεις, στο μυαλό θα μένει ως μία μεγάλη αγαπημένη κατάσταση».
Τι σου έχει μείνει από τα χρόνια της Ένωσης;
«Θα σου πω αυτό που πάντα μου άρεσε στην ΑΕΚ, όταν έμπαινα μέσα στο “Μόσχος” και είχε πάρα πολύ κόσμο. Ήταν φανταστικό, ίσως το πιο ωραίο συναίσθημα που έχω ζήσει μέσα στα γήπεδα. Παρά το το γεγονός ότι δεν είχαμε τόσο καλή ομάδα, μπαίναμε στο γήπεδο και νιώθαμε πως ήμασταν άτρωτοι. Ήταν φοβερό. Έγινε μία προσπάθεια ανασυγκρότησης της ομάδας, με την παρουσία του Ιωαννίδη και του Φιλίππου. Εγώ έμεινα μόνο για ένα χρόνο, μετά έφυγα».
Πώς είναι να συνεργάζεσαι με τον Μάκη Ψωμιάδη;
«Δεν θέλω να πω ιστορίες. Εγώ είχα μία καλή επαγγελματική σχέση. Δεν είχα ποτέ πρόβλημα. Δεν ξέρω το λόγο που δεν είχα κανένα πρόβλημα, σε σχέση με αυτά που ακούγονται. Γενικά με σεβάστηκε και τον τρόπο που έπαιζα και τον τρόπο που πάλευα. Δεν ξέρω τι ακριβώς συνέβαινε, αλλά υπήρχε σεβασμός. Όταν χρειαζόμουν κάτι και το έλεγα, θα προσπαθούσε να το λύσει».
Η δεκαετία των 90’ς στην Ελλάδα θεωρείται ως η κορυφαία του αθλήματος στην Ελλάδα. Πώς είναι να τη ζεις από… μέσα;
«Αν σκεφτείς ότι τότε υπήρχε ο Ολυμπιακός που ανέβαινε, ο Παναθηναϊκός που έδινε πολλά χρήματα, η ΑΕΚ που ήταν πάντα υπολογίσιμη, ο Άρης, ο ΠΑΟΚ, ο Ηρακλής, το Περιστέρι. Και υπήρχαν και ομάδες που δεν μπορούσες να πεις ότι πας για να κερδίσεις. Πήγαινες στο Σπόρτινγκ και έλεγες, “θα μου βάλει ο Γουίγκινς 30;” και “πώς θα τον σταματήσω;”.
Υπήρχαν σκληρές ομάδες, ήταν διαφορετικό τότε. Τώρα οι διαφορές είναι τεράστιες. Και αυτό έχει να κάνει καθαρά με τα χρήματα και έχει χαθεί το κομμάτι του ελληνικού στοιχείου.
Οι πιο πολλές ομάδες, ακόμη και οι πιο μικρές ξεκινάνε και λένε ότι θα πάρω επτά ξένους και άλλους τρεις για να μου κλείσουν την προπόνηση. Αυτός είναι το τέλος, η…ταφόπλακα, έχει τελειώσει».
Μήπως τα παλιότερα χρόνια, που δεν υπήρχαν πολλοί ξένοι και λιγότερα χρήματα, μπαίναμε στη διαδικασία να βγάλουμε περισσότερους Έλληνες; Είναι έτσι ή είχαμε τελικά λανθασμένη αίσθηση για το ελληνικό φυτώριο;
«Μπορεί να ήταν και έτσι, αλλά δεν νομίζω πως δεν βγαίνουν νέα παιδιά. Είναι σίγουρα διαφορετικός ο ρυθμός που βγαίνουν. Πάρε για παράδειγμα τη δεκαετία του ’90. Και δες πόσοι Έλληνες υπήρχαν. Ο Ολυμπιακός είχε πολλά δυνατά παιδιά. Σε κάθε ομάδα υπήρχαν δύο Έλληνες που μπορούσαν να κάνουν τη διαφορά. Τώρα δεν ξέρω αν υπάρχει η δυνατότητα να γίνει κάτι ανάλογο. Έρχονται πολλοί ξένοι. Έχει αλλάξει και ο συναγωνισμός, με τον Ολυμπιακό και τον Παναθηναϊκό στην Ευρωλίγκα. Στη χειρότερή τους κατάσταση, θα βγουν δεύτεροι».
Ήσουν φημισμένος για το σουτ σου. Αλλά είχες ρόλο και στο αμυντικό κομμάτι. Αναλάμβανες πολλές και δύσκολες αποστολές. Ήσουν αυτός που θα έπαιζε τον Γουίγκινς. Πώς είναι για έναν Έλληνα να πιάσει έναν Αμερικανό που κάθε αγωνιστική σκοράρει;
«Δεν είχα φόβο. Εδώ μάρκαρα τον Γκάλη, άλλο επίπεδο. Το έβλεπα ανταγωνιστικά. Είμαι εδώ! Προσπαθούσα για το καλύτερο. Αν και τώρα πια, αυτό που έχει αλλάξει, σε σχέση με το παρελθόν, είναι πως οι άμυνες στηρίζονται περισσότερο στην τακτική. Ναι μεν είναι προσωπική άμυνα, αλλά έχει να κάνει και με την τακτική. Χτυπάμε περισσότερο στις αδυναμίες του κάθε παίκτη, τον οδηγούμε σε χέρια που δεν μπορεί. Τότε δεν το κάναμε αυτό».
Τώρα θα σου έδιναν ένα ντοσιέ που λέει τα πάντα για τον αντίπαλό σου. Τότε πως τα καταφέρνατε;
«Πρώτη φορά είδα βίντεο στη ζωή μου όταν είχαμε τον Κρέζιμιρ Τσόσιτς. Μας έβαζε έναν έναν ή σε ζευγάρια και μας έλεγε ότι θα μαρκάρετε αυτόν τον παίκτη. Έπαιρνε ένα βίντεο που δεν ήταν “κομμένο” (σε φάσεις) και μας έδειχνε τι κάνει. Μετά ακολουθούσαν οι επόμενοι. Ήταν η πρώτη φορά που το ζούσα, το 1991 και μου έχει μείνει.
Μας πήρε χρόνια να δούμε ξανά κάτι ανάλογο. Ο Τσόσιτς ήταν μπροστά από την εποχή του. Τότε πολλά πράγματα δεν μπορούσαμε να τα καταλάβουμε. Έλεγες “γιατί το κάνουμε αυτό;”, δεν ήμασταν συνηθισμένοι να δουλεύουμε έτσι. Αλλά ξεχνάμε ότι οι Γιουγκοσλάβικη σχολή, τότε, ήταν πολλά χρόνια μπροστά. Τους είχαμε κερδίσει στο Ευρωμπάσκετ, αλλά αυτό δε λέει τίποτα. Σαν σχολή ακόμη και τώρα είναι μεγάλη. Υπάρχουν και άλλες σχολές. Δεν είναι θέμα ότι είμαστε 10 εκατομμύρια άνθρωποι και δεν μπορούμε να βγάλουμε παίκτες. Κάτι κάνουμε λάθος».
Πώς ήταν ο Κρέζιμιρ Τσόσιτς;
«Δεν έβριζε ποτέ, γιατί ήταν Μορμόνος, αλλά νευρίαζε πάρα πολύ. Όταν συνέβαινε αυτό, είχε μεγάλη πλάκα. Τον αγαπούσαμε τόσο πολύ, που δεν μας πείραζε. Κάποιους παίκτες που τους είχε λίγο παραπάνω… άχτι και αν έκαναν λάθος, θύμωνε. Όταν πήγα να κάνω μία δοκιμή, αναρωτιόμουν τι με βάζει να κάνω. Έτρεχα πάνω κάτω το γήπεδο, απλά πράγματα, αλλά σε μεγάλη ένταση. Δεν είχα πρόβλημα, γιατί ήμουν σε φοβερή κατάσταση, ωστόσο μου φαινόταν παράξενο.
Τώρα βάζεις τους παίκτες να τα κάνουν, ας πούμε σε δέκα διαφορετικούς τομείς, όπως πράττουν εδώ και χρόνια στο ΝΒΑ σε διάφορα camp. Προσπαθούσε να δοκιμάσει κάποια πράγματα, όταν δεν είχε απόλυτη εικόνα για κάτι. Για παράδειγμα, σε ένα ματς μπορούσε να ζητήσει σε δύο παίκτες να μαρκάρουν δύο αντιπάλους. Τους έλεγε “να τους πιείτε το αίμα για τέσσερα λεπτά” και μετά μπορεί να μην παίζαμε ξανά. Είχε μία λογική ωστόσο. Και η αλήθεια είναι πως με τον Τσόσιτς, στην αρχή, δεν έπαιζα για μεγάλο διάστημα. Με ενοχλούσε, αλλά… Μετά ακολούθησε ο τραυματισμός μου».
Θυμάσαι κάποια χαρακτηριστική ιστορία με τον Τσόσιτς;
«Θυμάμαι τη ημέρα που έφυγε. Είχαμε στεναχωρηθεί όλοι οι παίκτες. Έγινε χαμός στην ομάδα. Δεν θέλαμε με τίποτα να φύγει. Και θυμάμαι ότι υπήρχαν πολλές αντιδράσεις. Πάντως, το χαρακτηριστικότερο όλων ήταν οι Κυριακές. Ως Μορμόνος είχε θέμα. Σχεδόν δεν μίλαγε καθόλου, ήταν τόσο ήσυχος, με το ζόρι ερχόταν στο γήπεδο. Αν είχαμε αγώνα ήταν εκεί, αλλά ήταν υποτονικός. Και αυτό μας έμοιαζε παράξενο, γιατί τον είχαμε συνηθίσει αλλιώς. Τον θέλαμε να είναι “εκεί” , να μας καθοδηγεί. Ήταν φοβερή φυσιογνωμία, δεν το λέω μόνο εγώ, όλο το ευρωπαϊκό μπάσκετ μιλάει γι’ αυτόν και συμφωνεί».