Κόσμος

Ενέργεια: Το μεγάλο μειονέκτημα της Ευρώπης;

Στις 29 Σεπτεμβρίου, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας (ΔΟΕ) και η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕπ)

Στις 29 Σεπτεμβρίου, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας (ΔΟΕ) και η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕπ) διοργανώνουν στο Παρίσι διάσκεψη υψηλού επιπέδου για τη διασφάλιση μιας ομαλής ενεργειακής μετάβασης.

Η εκδήλωση πραγματοποιείται σε μια εποχή που η Ευρώπη αντιμετωπίζει κλυδωνισμούς στις τιμές της ενέργειας και επιχειρεί τη μετάβαση στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, χωρίς μια συνεκτική στρατηγική.

Τα σοκ των τιμών που προέκυψε από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και τις επακόλουθες κυρώσεις απέδειξε ότι η Ευρώπη δεν ήταν καλά προετοιμασμένη. Μετά το αρχικό, επώδυνο πλήγμα με το ακριβό πετρέλαιο και φυσικό αέριο, οι τιμές της ενέργειας βρίσκονται και πάλι σε άνοδο. Οι δείκτες αναφοράς του αργού πετρελαίου WTI και Brent κυμαίνονται γύρω στα 90 δολάρια το βαρέλι, ενώ πολλοί αναλυτές προβλέπουν 100 δολάρια ή και περισσότερα. Το ντίζελ στις ΗΠΑ έχει ξεπεράσει τα 140 δολάρια και στην Ευρώπη έχει αυξηθεί κατά 60% από το καλοκαίρι.

Οι υψηλότερες τιμές της ενέργειας θα μπορούσαν να καταστήσουν την ευρωπαϊκή βιομηχανία μη ανταγωνιστική. Σε ολόκληρη την περιοχή, συμπεριλαμβανομένης της ΕΕ και του Ηνωμένου Βασιλείου, το κόστος εισροών έχει αυξηθεί πολύ περισσότερο από άλλες προηγμένες οικονομίες, όπως η Ιαπωνία, οι ΗΠΑ και ο Καναδάς.

Τον Οκτώβριο του 2022, η Economist Intelligence Unit υποστήριξε ότι “οι υψηλές τιμές της ενέργειας θα έχουν μακροπρόθεσμες επιπτώσεις, με τη μορφή υψηλότερης επιβάρυνσης στο χρέους, κλείσιμο επιχειρήσεων και αλλαγές στην πράσινη μετάβαση”. Επιπλέον, διαπίστωσε ότι οι ρωσικές εισαγωγές φυσικού αερίου δεν έχουν αντικατασταθεί πλήρως από τις νορβηγικές μεταφορές και τις μεταφορές υγροποιημένου φυσικού αερίου.

Πέραν αυτού, υπάρχουν ανησυχίες ότι δεν υπάρχει βιομηχανική πολιτική στην Ευρώπη που να είναι συγκρίσιμη με εκείνη των ΗΠΑ, της Κίνας, της Κορέας και της Ιαπωνίας. Αυτό δεν αφορά μόνο την ενέργεια, αλλά όλους τους τομείς. Παρόλα αυτά, σε αυτόν τον τομέα η έλλειψη κατεύθυνσης είναι πιο έντονη. Πρώτον, καθώς η Ευρώπη προσπαθεί να πραγματοποιήσει την πράσινη μετάβαση, και δεύτερον, με τον πόλεμο στην Ουκρανία, έχει καταστεί ζωτικής σημασίας στρατηγικό ζήτημα.

Στην Ευρώπη οι τιμές της ενέργειας είναι αισθητά υψηλότερες από τις ανεπτυγμένες οικονομίες.

Η στρατηγική της Ευρώπης περιλαμβάνει και μια σημαντική πτυχή της εξωτερικής πολιτικής. Θα πρέπει να διασφαλίσει την προσιτή προμήθεια κρίσιμων ορυκτών για την αλυσίδα εφοδιασμού της καθαρής ενέργειας, αφενός, και καυσίμων, αφετέρου. Η πολιτική έχει ως επί το πλείστον λειτουργήσει μέχρι στιγμής εναντίον αυτού του στόχου.

Η συμφωνία ΕΕ και Mercosur, μια συμμαχία χωρών της Νότιας Αμερικής, συμπεριλαμβανομένων της Βραζιλίας και της Αργεντινής, έχει “βαλτώσει” από τότε που προτάθηκε το 2019. Κυρίως, αυτό οφείλεται στις ανησυχίες των Γάλλων αγροτών να αντιμετωπίσουν τον ανταγωνισμό από τις γεωργικές δυνάμεις του Νότου. Ωστόσο, αυτό σημαίνει ότι η Ευρώπη χάνει συμφέρουσες συμφωνίες με ορισμένους από τους μεγαλύτερους παραγωγούς βασικών εμπορευμάτων, όσον αφορά τα ορυχεία και τα ορυκτά καύσιμα.

Στη γαλλόφωνη Αφρική, η πολιτική εχθρότητα κατά των πρώην αποικιοκρατών δημιουργεί επίσης εμπόδια. Από το 2020, η δυτική Αφρική έχει δει ένα κύμα στρατιωτικών πραξικοπημάτων με έντονη αντιγαλλική και αντιευρωπαϊκή ρητορική. Κάποιες εταιρείες λένε ότι η οικονομική συνεργασία θα συνεχιστεί με τον ίδιο τρόπο και τώρα, αλλά είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι οι Βρυξέλλες θα μπορέσουν να συνάψουν επωφελείς συμφωνίες με τέτοια καθεστώτα.

Αυτό το φθινόπωρο, υπάρχουν δύο σημεία που πρέπει να προσέξουμε: πρώτον, αν η Ευρώπη θα μπορέσει να παρουσιάσει μια συνεκτική στρατηγική για την ενέργεια, αίροντας την αβεβαιότητα των επιχειρήσεων και των απλών ανθρώπων. Δεύτερον, καθώς πλησιάζει ο χειμώνας, θα διαπιστώσουμε αν η περιοχή είναι προετοιμασμένη για ένα ακόμη σοκ στις τιμές της ενέργειας. Θα αγωνιστεί απεγνωσμένα, ανεβάζοντας και πάλι το κόστος των εισροών; Ή υπάρχει ένα σχέδιο που θα καθησυχάσει τους Ευρωπαίους;

Πηγή: forbes.gr

Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο