Tα υψηλά επιτόκια θα μπορούσαν συμβάλουν στη μείωση του πληθωρισμού στο 2%, τόνισε η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Κριστίν Λαγκάρντ, επαναλαμβάνοντας την καθοδήγηση της τράπεζας που ούτε υπόσχεται ούτε αποκλείει περαιτέρω αυξήσεις των επιτοκίων.
Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής, όπως αναφέρει το Reuters, έδωσαν διαφορετικές ερμηνείες αυτής της καθοδήγησης κατά τη διάρκεια της προηγούμενης εβδομάδας, με τη μία πλευρά να υποστηρίζει ότι η επόμενη κίνηση είναι πιθανό να είναι μια μείωση των επιτοκίων, ενώ η άλλη πλευρά λέει ότι η πιθανότητα μιας νέας αύξησης μπορεί να είναι κοντά στο 50%.
«Θεωρούμε ότι τα επιτόκια πολιτικής μας έχουν φθάσει σε επίπεδα που, αν διατηρηθούν για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, θα συμβάλουν ουσιαστικά στην έγκαιρη επιστροφή του πληθωρισμού στο στόχο μας», είπε η επικεφαλής της ΕΚΤ μιλώντας στην Επιτροπή Οικονομικών και Νομισματικών Υποθέσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου
Ωστόσο, η Λαγκάρντ υπογράμμισε κάποια μέτρια άμβλυνσης σε μια κατά τα άλλα ανθεκτική αγορά εργασίας, η οποία θα βοηθήσει στον αποπληθωρισμό, αφού η ταχεία αύξηση των ονομαστικών μισθών διατήρησε την πίεση στις τιμές.
«Η αγορά εργασίας τελικά προσαρμόζεται και πιθανώς θα χρειαστεί λίγο περισσότερο χρόνο για να προσαρμοστεί», τόνισε και πρόσθεσε ότι «η δημιουργία θέσεων εργασίας στον τομέα των υπηρεσιών μετριάζεται και η συνολική δυναμική επιβραδύνεται».
Οι αγορές δεν βλέπουν περαιτέρω αυξήσεις των επιτοκίων με την προϋπόθεση ότι η ανησυχία για οικονομική επιβράδυνση θα υπερκεράσει τον κίνδυνο του πληθωρισμού. Οι επενδυτές βλέπουν επίσης μια μικρή πιθανότητα μείωσης των επιτοκίων μέχρι τον προσεχή Ιούνιο και θεωρούν ότι μια μείωση είναι σχεδόν πλήρως τιμολογημένη μέχρι τον Ιούλιο.
«Οι πρόσφατοι δείκτες δείχνουν περαιτέρω αδυναμία το τρίτο τρίμηνο», πρόσθεσε η Λαγκάρντ.
Η «πονοκέφαλος» της πλεονάζουσας ρευστότητας
Μιλώντας για την εν εξελίξει αναθεώρηση του επιχειρησιακού πλαισίου της ΕΚΤ για την καθοδήγηση των βραχυπρόθεσμων επιτοκίων, η Λαγκάρντ είπε ότι η ολοκλήρωση της άσκησης θα καθυστερήσει μέχρι την επόμενη άνοιξη από το τέλος του τρέχοντος έτους.
Η ΕΚΤ δρομολόγησε την αναθεώρηση τον περασμένο Δεκέμβριο, εν μέρει για να μειώσει την πλεονάζουσα ρευστότητα ύψους 3,7 τρισ. ευρώ που περιφέρεται στον τραπεζικό τομέα, αλλά οι διαφωνίες σχετικά με μια σειρά από τεχνικά ζητήματα δείχνουν ήδη μια καθυστέρηση.
Αυτή η πλεονάζουσα ρευστότητα οδηγεί σε μεγάλες απώλειες τις κεντρικές τράπεζες της ευρωζώνης, δεδομένου ότι τα επιτόκια είναι πλέον σε επίπεδα ρεκόρ και ορισμένες από αυτές ενδέχεται να χρειαστούν ακόμη και ανακεφαλαιοποίηση από την κυβέρνηση, ένα πολιτικά αμφιλεγόμενο ζήτημα.
«Το προσωπικό του Ευρωσυστήματος αναλύει το βέλτιστο μακροπρόθεσμο μέγεθος και τη σύνθεση του ισολογισμού μας και κατ’ επέκταση το κατάλληλο επίπεδο της υπερβάλλουσας ρευστότητας», κατέληξε. «Αυτό δεν είναι ένα ασήμαντο ζήτημα, καθώς έχει επιπτώσεις στον τρόπο με τον οποίο εφαρμόζουμε τη νομισματική πολιτική».