Στην αναστολή λειτουργίας εκατοντάδων νηπιαγωγείων και δημοτικών σχολείων της περιφέρειας προχώρησε το υπουργείο Παιδείας για το σχολικό έτος 2023-2024, εξαιτίας έλλειψης μαθητικού δυναμικού.
Κενές έμειναν σχολικές μονάδες στην Ήπειρο, στη Μακεδονία, στη Θράκη, αλλά και σε νησιά, καθώς δεν υπάρχουν μικροί μαθητές για να τα λειτουργήσουν.
Το δημογραφικό πρόβλημα της τελευταίας δεκαετίας καταγράφεται πλέον και στα μεγέθη του εγχώριου εκπαιδευτικού συστήματος. H μείωση των γεννήσεων ήδη έχει επηρεάσει τον αριθμό μαθητών στο δημοτικό σχολείο, ο οποίος μειώνεται κάθε έτος από τα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας.
Σύμφωνα με τα τελευταία στατιστικά δεδομένα, ο αριθμός των μαθητών της πρώτης τάξης του δημοτικού σχολείου σημείωσε πτώση κατά 16,5% την πενταετία 2014-2019.
Πιο συγκεκριμένα, ο αριθμός των παιδιών που πήγαν Α’ δημοτικού το σχολικό έτος 2019-2020 υποχώρησε σε 95.700 (από 100.000 το 2018-2019 και 114.600 το 2014-2015), καταγράφοντας πτώση κατά 16,5% σε μια πενταετία.
Οι εκτιμήσεις για το μέλλον είναι ακόμη πιο δυσοίωνες: μέχρι το 2100, ο αριθμός των μαθητών των πρώτων δύο βαθμίδων εκπαίδευσης αναμένεται να μειωθεί κατά 32,1% (413.000 λιγότεροι μαθητές). Υπογονιμότητα και ατεκνία
Το ποσοστό γονιμότητας στην ΕΕ μειώθηκε απότομα κατά την περίοδο 1950-2000 και στη συνέχεια αυξήθηκε ελαφρά μεταξύ 2000 και 2010 πριν πέσει ξανά από το 2016 και μετά.
Σύμφωνα με τη Eurostat, το συνολικό ποσοστό γονιμότητας – ο αριθμός των παιδιών για κάθε γυναίκα σε αναπαραγωγική ηλικία – μειώθηκε κατά μέσο όρο στην ΕΕ από 2,4 το 1970, σε 1,5 σε 2020.
Το 1990, τα περισσότερα κράτη μέλη είχαν ήδη ποσοστά γονιμότητας πολύ κάτω από 2,1, το επίπεδο που απαιτείται για αντικαταστήσει τον υπάρχοντα πληθυσμό.
Ένας σημαντικός παράγοντας πίσω από τη μείωση των ποσοστών γονιμότητας είναι η έλλειψη παιδιών, η οποία είναι εν μέρει το αποτέλεσμα ατόμων που αναβάλλουν τη γονεϊκότητα, εν μέρει ως συνειδητές αποφάσεις να μην κάνουν παιδιά.
Η ατεκνία έχει αυξηθεί στις περισσότερες ανεπτυγμένες χώρες. Στην ΕΕ, είναι υψηλότερο στην Αυστρία και την Ισπανία, όπου πάνω από το 20 % των γυναικών ηλικίας 40-44 ετών είναι άτεκνες. Η μέση ηλικία των γυναικών που γεννούν το πρώτο τους παιδί έχει επίσης αυξηθεί, από 29 το 2001 σε 31 το 2020.
Αυτό σημαίνει ότι τα παιδιά και οι νέοι αποτελούν μικρότερο ποσοστό του πληθυσμού και, ανάλογα με τις προβλέψεις πληθυσμού, αυτή η τάση θα συνεχιστεί και τις επόμενες δεκαετίες. Υποδηλώνει ότι ένα μειούμενο μερίδιο των δαπανών κοινωνικής πρόνοιας θα πάνε στις νεότερες γενιές, αν και θα μπορούσαν επίσης να επιτρέψουν τη διάθεση περισσότερων χρημάτων να επενδυθούν στην ανάπτυξη του κάθε παιδιού και νέου ατόμου.
Το μέσο μέγεθος των νοικοκυριών έχει επίσης μειωθεί με τα χαμηλότερα ποσοστά στα σκανδιναβικά Κράτη-Μέλη και τη Γερμανία που κυμαίνεται μεταξύ 1,8 και 2,0 το 2021 (σύμφωνα με την βάση οικογενειακών δεδομένων του ΟΟΣΑ).