Eλληνοτουρκικές σχέσεις και διεθνής παράγοντας
Πηγή Φωτογραφίας: Eurokinissi (Αρχείου), Οι επίσημες δηλώσεις της Ουάσινγκτον και του Βερολίνου επιβεβαιώνουν τον καταμερισμό εργασίας μεταξύ ΗΠΑ και Γερμανίας
Ο αξιωματούχος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ προχωρά ένα βήμα παραπέρα από τον εκπρόσωπο της γερμανικής κυβέρνησης: «Οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι ικανοποιημένες με τη συνάντηση των ηγετών της Ελλάδας και της Τουρκίας. Η αμερικανική πλευρά ενθαρρύνει τις συνομιλίες», επικαλείται ελληνική εφημερίδα τον Αμερικανό εκπρόσωπο. Ακολουθεί η πολιτικά σημαντική φράση (που απευθύνεται στην Άγκυρα) ότι για την Ουάσιγκτον η ελληνοτουρκική εξομάλυνση αποτελεί προϋπόθεση για καλύτερες τουρκοαμερικανικές σχέσεις.
Ο εκπρόσωπος της γερμανικής κυβέρνησης δεν θέλησε να διαπιστώσει αυτή τη διασύνδεση. Αρκέστηκε να δηλώσει ότι το Βερολίνο ενθάρρυνε τις δύο πλευρές να ξεκινήσουν τις συνομιλίες και ότι η Γερμανία «έχει εργαστεί εντατικά για έναν τέτοιο διάλογο».
Οι επίσημες δηλώσεις της Ουάσινγκτον και του Βερολίνου επιβεβαιώνουν τον καταμερισμό εργασίας μεταξύ ΗΠΑ και Γερμανίας την παρούσα φάση της ελληνοτουρκικής προσέγγισης. Όπως φαίνεται, η Ουάσινγκτον έχει αναθέσει στο Βερολίνο τον χειρισμό των λεπτομερειών της δυτικής μεσολάβησης η οποία – όπως παρατηρούμε τις μέρες αυτές – είναι αρκετά επιτυχής. Σπάνια έχουμε δει τέτοια πυκνότητα ελληνοτουρκικών συναντήσεων υψηλού και ανωτάτου επιπέδου.
Στις 7 Δεκεμβρίου, ο κ. Ερντογάν και ο κ. Μητσοτάκης σκοπεύουν να κάνουν έναν πρώτο απολογισμό της νέας φάσης των διμερών σχέσεων. Η συνάντηση θα πραγματοποιηθεί στη Θεσσαλονίκη, έναν συμβολικό από πολλές απόψεις τόπο. Θα έχει ενδιαφέρον να δούμε πώς θα συμπεριφερθεί ο Τούρκος πρόεδρος στη γενέτειρα του Μουσταφά Κεμάλ, τη χρονιά της εκατονταετηρίδας της Τουρκικής Δημοκρατίας.
Διμερή ζητήματα, αλλά με διεθνή διάσταση
Στην ουσία, τα θέματα που θα διαπραγματευτούν η Άγκυρα και η Αθήνα τις επόμενες εβδομάδες και μήνες είναι διμερή, διακρατικά ζητήματα. Παρ’ όλα αυτά- και αυτό εξηγεί την πολυπλοκότητα της υπόεθσης- οι ελληνοτουρκικές σχέσεις είχαν πάντα μια διεθνή διάσταση. Επιστημονικά βιβλία που πραγματεύονται τον ρόλο του «ξένου παράγοντα» στις σχέσεις των δύο χωρών γεμίζουν τις βιβλιοθήκες – και κάθε χρόνο προστίθενται νέες εκδόσεις.
Η διεθνής εμπλοκή έχει δύο αιτίες. Πρώτον, είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας ξένων δυνάμεων να ασκήσουν επιρροή στη στρατηγικής σημασίας περιοχή. Αυτό συνέβαινε στο παρελθόν και θα παραμείνει έτσι και στο μέλλον. Ο πόλεμος του Πούτιν κατά της Ουκρανίας έχει αυξήσει τη γεωστρατηγική σημασία της Ελλάδας και της Τουρκίας. Ο δεύτερος- όχι λιγότερο σημαντικός- παράγοντας της «διεθνοποίησης» των ελληνοτουρκικών σχέσεων αφορά στις προσπάθειες των κυβερνήσεων της Αθήνας και της Άγκυρας να αναζητήσουν υποστήριξη εκτός της περιοχής στη διμερή διαμάχη τους.
Η κινητοποίηση της πολιτικής, διπλωματικής και στρατιωτικής στήριξης κατά της “τουρκικής απειλής” αποτελεί σταθερό στοιχείο της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής τις τελευταίες δεκαετίες. Η μεγαλύτερη επιτυχία αυτής της στρατηγικής υπήρξε η ένταξη της Ελλάδας και αργότερα της Κύπρου στην ΕΕ. Οι στρατιωτικές συμμαχίες με την Αμερική και τη Γαλλία, η στρατηγική αναβάθμιση της συνεργασίας με το Ισραήλ, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και τη Σαουδική Αραβία συμβάλλουν στο να υποστηρίζουν Έλληνες κυβερνητικοί αξιωματούχοι ότι η χώρα βρίσκεται σε καλύτερη θέση έναντι της Τουρκίας από ποτέ άλλοτε.
Για την ελληνική διπλωματία αποτελεί επιτυχία ότι ο κ. Ερντογάν έθεσε τέλος στην πολιτική των προκλήσεων και επέστρεψε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Το ότι αυτό συνέβη οφείλεται και στη διαμεσολάβηση της Δύσης.Στις διμερείς διαπραγματεύσεις, που ξεκινούν τώρα, σε διάφορα επίπεδα, ο ξένος παράγοντας δεν παίζει κανένα ρόλο. Στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων κάθονται μόνο οι εκπρόσωποι της Ελλάδας και της Τουρκίας.
Για την κυβέρνηση στην Αθήνα, η από κοινού προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο φαίνεται να είναι η προτιμώμενη μέθοδος για την επίλυση της διαφοράς σχετικά με τα κυριαρχικά δικαιώματα στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο. Η κοινή προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο θα αποτελούσε το αποκορύφωμα της διεθνοποίησης των διμερών διαφορών. Θα έθετε την επίλυση του εθνικού ζητήματος σε «ξένα χέρια». Σε κάθε περίπτωση, αυτό θα αποτελούσε μια τολμηρή στρατηγική με ανοικτό αποτέλεσμα. Μια τέτοια εξέλιξη θα αποδείκνυε ότι Έλληνες και Τούρκοι δεν είναι σε θέση να λύσουν μόνοι τους τα προβλήματά τους – και εξαρτώνται από τη βοήθεια ξένων μεσολαβητών.
Ο Δρ. Ρόναλντ Μαινάρντους είναι πολιτικός αναλυτής και σχολιαστής και Κύριος Ερευνητής του ΕΛΙΑΜΕΠ. Στα μέσα της δεκαετίας του ´90 διετέλεσε διευθυντής της Ελληνικής Σύνταξης της Deutsche Welle.
Πηγή: dw.com
Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο
Το σχόλιο σας