Η εκτίναξη των τιμών του πετρελαίου εξελίσσεται σε νέο πονοκέφαλο για τις κεντρικές τράπεζες, επιτείνοντας το τρίλημμα με το οποίο είναι αντιμέτωπες καθώς προσπαθούν να βρουν μια δύσκολη ισορροπία ανάμεσα στην επιβράδυνση των οικονομιών, τον ακόμα πολύ υψηλό πληθωρισμό και την καθυστερημένη επίδραση των πρωτοφανών επιτοκιακών αυξήσεων που ήδη έκαναν. Για την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, αυτό σημαίνει ότι οι πιέσεις να συνεχίσει να ανεβάζει τα επιτόκια επιτείνονται, σύμφωνα με την ING.
Καθώς οι τιμές του πετρελαίου έχουν ενισχυθεί πάνω από 25% αυτό το τρίμηνο και πρόσκαιρα έφτασαν στα 95 δολάρια το βαρέλι την περασμένη εβδομάδα, η ING εκτιμά ότι το ράλι θα συνεχιστεί, αν και πιστεύει ότι δεν είναι βιώσιμο.
Ο οίκος προβλέπει ότι οι τιμές θα ξεπεράσουν και τα 100 δολάρια βραχυπρόθεσμα, καθώς η μείωση της προσφοράς από τις χώρες του ΟΠΕΚ+ αντισταθμίζει και με το παραπάνω την ασθενέστερη ζήτηση λόγω της οικονομικής επιβράδυνσης.
Όμως, η ING δεν πιστεύει ότι οι τιμές θα παραμείνουν πάνω από τα 100 δολάρια το βαρέλι για πολύ, καθώς η ασθενέστερη ζήτηση και οι πολιτικές πιέσεις για αύξηση της παραγωγής θα βοηθήσουν στην αποκλιμάκωση, σε επίπεδα λίγο υψηλότερα των 90 δολαρίων.
Σε κάθε περίπτωση, η εκτίναξη του πετρελαίου θα περιπλέξει ακόμα περισσότερο τα πράγματα για τις κεντρικές τράπεζες, καθώς θα επιδεινώσει την οικονομική επιβράδυνση και θα ενισχύσει τον πληθωρισμό (ή τουλάχιστον θα ανακόψει τη μείωση του πληθωρισμού).
Πρόκειται για το δεύτερο κύμα του πληθωρισμού;
Η ING πίστευε έως τώρα ότι η σημερινή πληθωριστική κρίση δεν είναι ίδια με εκείνη της δεκαετίας του 1970 και χαρακτήριζε πολύ απίθανο ένα δεύτερο πληθωριστικό κύμα.
Στις ευρωπαϊκές χώρες, υπήρξαν τρεις περίοδοι κορύφωσης του πληθωρισμού τη δεκαετία του 1970. Η πρώτη ήταν το 1974, όταν ο πληθωρισμός έφτασε κοντά στο 14%, η δεύτερη ήταν το 1977 με πληθωρισμό πάνω από 10% και η τρίτη στα τέλη του 1979 και στις αρχές του 1980 με τον πληθωρισμό να επανέρχεται σε διψήφια επίπεδα.
Σήμερα, τα πράγματα είναι διαφορετικά, γιατί η πραγματική αύξηση των μισθών «γύρισε» σε αρνητική πολύ γρήγορα, με αποτέλεσμα να επιβραδυνθεί δραστικά η καταναλωτική ζήτηση. Αυτό σημαίνει ότι οι πιθανότητες μιας παρατεταμένης δεύτερης έκρηξης του πληθωρισμού είναι πολύ μικρότερες, τονίζει η ING.
Αλλάζουν οι προβλέψεις για τον πληθωρισμό;
Παρότι δεν πιστεύει ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια κατάσταση ανάλογη των 1970s, εντούτοις η ING σημειώνει ότι η άνοδος του πετρελαίου θα κάνει πιο αργή την επιστροφή του πληθωρισμού στον στόχο του 2%.
Εάν οι τιμές μείνουν στα 95 δολάρια για όλο το 2024, ο πληθωρισμός θα αυξηθεί κατά 0,3 ποσοστιαίες μονάδες την επόμενη χρονιά. Αλλά την ίδια στιγμή, το ακριβότερο πετρέλαιο θα πλήξει την καταναλωτική εμπιστοσύνη και τις δαπάνες, συνεισφέροντας στην αποπληθωριστική τάση, λόγω της χαμηλής ζήτησης.
Το μεγάλο ερώτημα, σύμφωνα με την ING, είναι εάν το ακριβό πετρέλαιο θα έχει ευρείες δευτερογενείς επιπτώσεις, όπως συνέβη πέρυσι. Πολλά εξαρτώνται από το πόσο ισχυρή θα είναι η οικονομία τους επόμενους μήνες, κάτι που ενισχύει την αβεβαιότητα για την ΕΚΤ.
Τι σημαίνει για την ΕΚΤ
Πριν από την πανδημία, οι περισσότερες κεντρικές τράπεζες πιθανότατα δεν θα έδιναν μεγάλη σημασία στις αυξανόμενες τιμές του πετρελαίου, σημειώνει η ING. Όπως εξηγεί, ορισμένοι policymakers πίστευαν μάλιστα ότι η αύξηση των τιμών του πετρελαίου είναι τελικά αποπληθωριστική, καθώς υπονομεύει την αγοραστική δύναμη και την ανταγωνιστικότητα της βιομηχανίας.
Όμως, στην εποχή του υψηλού πληθωρισμού, η ΕΚΤ προτιμά να αυξήσει τα επιτόκια πιο πολύ από ό,τι χρειάζεται, παρά να αποδειχθεί ότι δεν τα αύξησε αρκετά.
Για την ΕΚΤ, οι τελευταίες εκτιμήσεις των οικονομολόγων της για την ευρωπαϊκή οικονομία στηρίχθηκαν στην υπόθεση ότι το πετρέλαιο θα κινηθεί κατά μέσο όρο στα 82 δολάρια το βαρέλι για το 2024. Εάν οι τιμές κινηθούν κατά μέσο όρο στα 95 δολάρια, αυτό θα έσπρωχνε την πρόβλεψη της ΕΚΤ για τον πληθωρισμό στο 3,3% για το 2024 (από 3,2%) και στο 2,4% για το 2025 (από 2,1%), υπολογίζει η ING. Συνεπώς, η επιστροφή του πληθωρισμού στον στόχο του 2% θα καθυστερήσει σε ένα τέτοιο σενάριο έως το 2026.