Οικονομία

Το σχέδιο για το χρέος μετά την επενδυτική βαθμίδα

Εκτός από τα προφανή κέρδη για τον δανεισμό ιδιωτικού και δημόσιου τομέα, η επίσημη ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας πριν από το τέλος του χρόνου λύνει τα χέρια του ΥΠΕΘΟ για δυναμικότερη και ταχύτερη διαχείριση του χρέους.

Εκτός από τα προφανή κέρδη για τον δανεισμό ιδιωτικού και δημόσιου τομέα, η επίσημη ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας πριν από το τέλος του χρόνου λύνει τα χέρια του ΥΠΕΘΟ για δυναμικότερη και ταχύτερη διαχείριση του χρέους.

Στην παρούσα φάση, παρά την περίοδο υψηλών επιτοκίων και γενικότερα δυσμενούς διεθνούς αναταραχής, το ελληνικό δημόσιο χρέος βρίσκεται σε μια ιδιαίτερα θετική συγκυρία. Υπάρχει τεράστιο ενδιαφέρον για τα ελληνικά ομόλογα, το οποίο συγκρατεί τις αποδόσεις τους σε σχετικά χαμηλά επίπεδα, περίπου 30 μονάδες βάσης πάνω από αυτά της Ισπανίας και 50 μονάδες βάσης κάτω από την Ιταλία.

Τα ταμειακά διαθέσιμα του Δημοσίου, που ξεπερνούν σταθερά τα 35 δισ. ευρώ, επιτρέπουν στην Ελλάδα να δανείζεται από τις αγορές περισσότερο για να δηλώνει παρουσία και να “χτίζει” την καμπύλη των αποδόσεων και λιγότερο για να καλύψει κάποια συγκεκριμένη χρηματοδοτική ανάγκη.

Η προειδοποίηση της ΕΚΤ για μεγάλη περίοδο υψηλών επιτοκίων του ευρώ, με το βασικό παρεμβατικό επιτόκιο να έχει φτάσει το 4%, δεν θα επηρεάσει ιδιαίτερα το κόστος εξυπηρέτησης. Αυτό γίνεται γιατί τα 260 δισ. από τα συνολικά 358 δισ. ευρώ του χρέους βρίσκονται στα χέρια του λεγόμενου “επίσημου” τομέα, δηλαδή την Ευρωζώνη, τον EFSF και τον ESM, και είναι κλειδωμένα με ειδικά χρηματοοικονομικά εργαλεία σε επιτόκια του 1,6%.

Χαμηλότερος δανεισμός το 2024 

Μάλιστα, τον επόμενο χρόνο υπάρχει μια επιπλέον διασφάλιση του χαμηλού κόστους εξυπηρέτησης μέσω των μικρότερων αναγκών για δανειοδότηση. Συγκεκριμένα, ο φετινός ετήσιος δανεισμός, που αναμένεται να φτάσει τα 9 δισ. ευρώ −ο οποίος είναι εξαιρετικά χαμηλός−, το 2024 αναμένεται να μειωθεί περαιτέρω, στα 5 – 5,5 δισ. ευρώ. Αυτό γίνεται επειδή πλέον η οικονομία θα επανέλθει πλήρως σε καθεστώς πρωτογενών πλεονασμάτων. Μάλιστα, το 2024 αναμένεται το πρωτογενές πλεόνασμα να φτάσει το 2,1% του ΑΕΠ, το 2025 το 2,3% του ΑΕΠ και το 2026 στο 2,5% του ΑΕΠ.

Ωστόσο το πραγματικό πρόβλημα με το χρέος δεν έχει λυθεί. Με τη συμφωνία για τα ενδιάμεσα μέτρα διευθέτησης του χρέους, το ζήτημα έχει μεταφερθεί στο μέλλον. Οι εταίροι μας στην Ε.Ε., μετά την ολοκλήρωση του 3ου Μνημονίου, έδωσαν στην Ελλάδα ένα χρονικό παράθυρο μέχρι το 2032 για να επαναφέρει το χρέος σε λογικά επίπεδα.

Ο πρώτος σταθμός στην κατεύθυνση αυτή είναι η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, και είναι πλέον πολύ κοντά μετά την αναβάθμιση της οικονομίας από την DBRS, και νωρίτερα από τη SCOPE και την R&I, οι οποίες διαμόρφωσαν το ανάλογο κλίμα.

Μετά την αναβάθμιση στην επενδυτική βαθμίδα, που αναμένεται και από τον οίκο S&P στις 20 Οκτωβρίου, η οικονομία θα αλλάξει και επίσημα σελίδα και θα αρχίσει να αναπτύσσεται το σχέδιο για πιο δυναμική διαχείριση του χρέους.

Το σχέδιο της επόμενης μέρας 

Οι στόχοι που έχει το σχέδιο για τη διαχείριση του χρέους εντός της επενδυτικής βαθμίδας είναι η μείωση του χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ, αλλά και η σταδιακή μείωση του κόστους εξυπηρέτησης του υπολοίπου του χρέους. Σε αυτή την κατεύθυνση δρομολογούνται:

– Η σταδιακή μείωση των ταμειακών διαθεσίμων με ισόποση διαγραφή χρέους. Συγκεκριμένα, από το 2024 μέχρι και το 2026 τα ταμειακά διαθέσιμα θα μειωθούν συνολικά κατά 15 δισ. ευρώ, ποσό που θα επιμερίζεται σε 5 δισ. τον χρόνο. Η κίνηση αυτή είναι αναμενόμενη από την αγορά μετά την κάλυψη της επενδυτικής βαθμίδας, που θα μειώσει το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους.

– Η αποπληρωμή, νωρίτερα από τη λήξη του, του χρέους ύψους 32,5 δισ. ευρώ προς τις χώρες της Ευρωζώνης (GLF ), σε δύο στάδια. Το πρώτο είναι αυτό που διανύουμε και αφορά την πρόωρη αποπληρωμή διπλών δόσεων του δανείου. Όπως το 2022, έτσι και το 2023 η Ελλάδα θα αποπληρώσει 5,3 δισ. ευρώ από το διμερές δάνειο. Το ίδιο θα γίνει και το 2024. Στο τέλος του επόμενου χρόνου η Ελλάδα θα έχει αποπληρώσει συνολικά 15,9 δισ., δηλαδή περίπου το μισό του συγκεκριμένου δανείου. Από το 2025, και με βάση το βασικό σενάριο για τη νομισματική πολιτική που θέλει για τη μεθεπόμενη χρονιά την υποχώρηση των επιτοκίων της ΕΚΤ, θα έχουμε αλλαγή σκηνικού. Η Ελλάδα θα προτείνει στους εταίρους της Ευρωζώνης ένα πιο ευέλικτο, συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα εξόφλησης του δανείου σε 4 ή 5 χρόνια, αντί των ετών που προέβλεπε το αρχικό χρονοδιάγραμμα των δόσεων.

– Η σταδιακή μείωση του υπολοίπου των εντόκων γραμματίων από τα 12 δισ. σήμερα, προκειμένου να υπάρξει χώρος για πιο μακροπρόθεσμες εκδόσεις, που θα επεκτείνουν τη μέση περίοδο ωρίμανσης του χρέους, που σήμερα φτάνει τα 19,2 χρόνια.

– Μεγαλύτερη εξωστρέφεια στην προβολή της ελληνικής αγοράς ομολόγων, ώστε να κινηθεί το ενδιαφέρον πιο καλής ποιότητας επενδυτών (ασφαλιστικά ταμεία, μεγάλες ασφαλιστικές εταιρείες), οι οποίοι μέχρι σήμερα συμμετείχαν με ποσοστά όχι πάνω από 6% στην πρωτογενή και δευτερογενή αγορά ομολόγων.

– Μείωση του ποσοστού χρέους ως προς το ΑΕΠ κάτω από αυτό της Ιταλίας μέχρι το 2027, ώστε να πάψει και τυπικά η Ελλάδα να αποτελεί το “μαύρο πρόβατο της Ε.Ε. σε ό,τι αφορά το ύψος του χρέους ως προς το ΑΕΠ.

Κρίσιμη η συνεχής ανάκαμψη 

Βεβαίως, όλα αυτά θα πρέπει να συμβαδίζουν με μια συνεχιζόμενη σύγκλιση της οικονομίας με τον μέσο όρο της Ε.Ε. Θα πρέπει, δηλαδή, η Ελλάδα να συνεχίσει να έχει τα επόμενα χρόνια ανάπτυξη θετική και υψηλότερη από τον μέσο όρο της Ε.Ε.

Θα πρέπει, επίσης, να συνεχιστεί η προσπάθεια για την οριστική εκκαθάριση των κόκκινων δανείων από το 8%, που είναι σήμερα, στον μέσο όρο της Ε.Ε., δηλαδή κοντά στο 1,8%.

Το πιο κρίσιμο θέμα, το οποίο αναμένεται να φέρει την επόμενη αναβάθμιση της οικονομίας σε μια υψηλότερη θέση της επενδυτικής βαθμίδας, είναι η συνέχιση κρίσιμων μεταρρυθμίσεων στην οικονομία, οι οποίες θα βελτιώνουν τη λειτουργία του κράτους αλλά και το επιχειρηματικό περιβάλλον.

Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο