Οι άνθρωποι φεύγουν όπως μπορούν, με αυτοκίνητα, τρακτέρ, λεωφορεία ή φορτηγά. Συχνά πάνω από τέσσερα άτομα στριμώχνονται μαζί, οι οδηγοί με μαρμαρωμένα πρόσωπα, οι γυναίκες και τα παιδιά με δάκρυα στα μάτια. Στα αυτοκίνητα στρίμωξαν μαζί και όσα μπορούσαν από τα υπάρχοντά τους, άλλα τα έδεσαν στην οροφή. Το σημαντικό είναι να ξεφύγουν. Η Ναρινέ Σακαριάν, γιαγιά τεσσάρων εγγονών, λέει: «Μας πήρε πάνω από 24 ώρες για να φτάσουμε εδώ. Τα παιδιά πεινούσαν και έκλαιγαν. Κανείς μας δεν έφαγε».
Το Γκόρις, μια μικρή πόλη στη νότια Αρμενία που περιβάλλεται από βουνά, έχει πληθυσμό λίγο μεγαλύτερο από 23.000 κατοίκους και θεωρείται το βιομηχανικό κέντρο της επαρχίας Σιούνικ. Όμως το Γκόρις έχει γίνει πλέον και το κέντρο προσέλευσης των Αρμενίων που εγκαταλείπουν το Ναγκόρνο-Καραμπάχ. Τις τελευταίες ημέρες έχει υποδεχθεί χιλιάδες πρόσφυγες.
Εγγραφή και καταγραφή αναγκών
Το Γκόρις απέχει μόλις 30 χιλιόμετρα από το Κόρνιτζορ, το πρώτο μέρος όπου φτάνουν οι πρόσφυγες από το Ναγκόρνο-Καραμπάχ. Τέσσερις λευκές σκηνές ξεχωρίζουν στο ορεινό τοπίο. Αν και η κατάσταση φαίνεται χαώδης εκ πρώτης όψεως, μια πιο προσεκτική ματιά αποκαλύπτει ότι όλα είναι σχετικά τακτοποιημένα. Στη μεγαλύτερη σκηνή γίνεται η αρχική καταγραφή όλων των προσφύγων και στη συνέχεια οι εθελοντές προσπαθούν να βρουν τι είδους υποστήριξη χρειάζονται οι πρόσφυγες.
Όσοι πρόσφυγες δεν έχουν καμία δυνατότητα διαμονής στην Αρμενία, όπως συγγενείς ή γνωστούς στο Γερεβάν που να μπορούν να τους φιλοξενήσουν, μεταφέρονται σε ξενοδοχεία στο Γκόρις και στη συνέχεια πηγαίνουν αλλού.
Πρώτα όμως ελέγχεται και η κατάσταση της υγείας τους. Ένας από τους πρόσφυγες, ο Βάλερι Χαϊραπετριάν, κάθεται σκυφτός σε μια καρέκλα στη σκηνή του Ερυθρού Σταυρού μετά την εγγραφή του. Κρατάει ένα μπαστούνι στο αριστερό του χέρι και σκουπίζει ξανά και ξανά τα δάκρυα από το πρόσωπό του. Οι εργαζόμενοι του Ερυθρού Σταυρού γονατίζουν μπροστά του, του προσφέρουν νερό, κάτι να φάει. Δεν δέχεται τίποτα και δείχνει προς τις οικογένειες με παιδιά. Και τα δύο του πόδια είναι τραυματισμένα και φοράει αποστειρωμένα επιθέματα. Αρνούμενος οποιαδήποτε άλλη ιατρική βοήθεια, ο Βάλερι τελικά συνοδεύεται σε ένα λεωφορείο με προορισμό το Γκόρις.
Μεγάλη οργή και ιστορίες πόνου
Πολλοί πρόσφυγες δεν θέλουν να απαντήσουν στις ερωτήσεις των δημοσιογράφων. «Πάρε την κάμερα από το πρόσωπό μου! Σταματήστε να τραβάτε φωτογραφίες! Υποφέρουμε ήδη αρκετά και εσείς παίζετε με τον πόνο μας», φωνάζει ένας άνδρας από ένα λεωφορείο γεμάτο πρόσφυγες. Τα παιδιά και οι γυναίκες που τον συνοδεύουν κλαίνε με αναφιλητά. Άλλοι αντιδρούν θυμωμένα όταν ακούνε ρωσικά. «Προδότη! Μας πρόδωσες! Ο Πούτιν είναι δολοφόνος», φωνάζει μια γυναίκα στους ρωσόφωνους δημοσιογράφους.
Κάποιοι πάλι θέλουν να μιλήσουν, να πουν την ιστορία του πόνου τους. Ο Βάλερι μιλάει στην DW για όσα έζησε: «Οι Αζέροι εισέβαλαν στο χωριό μου το πρωί. Οι άνθρωποι άρχισαν να φεύγουν παίρνοντας μόνο ό,τι μπορούσαν να μεταφέρουν, κάποιοι δεν μπορούσαν να πάρουν τίποτα απολύτως. Πολλοί δεν έχουν φάει για μεγάλο χρονικό διάστημα, κάποιος μάλιστα λιποθύμησε από την πείνα!»
Μια γυναίκα με τρία παιδιά μιλάει για το πώς είναι οι συνθήκες για τους κατοίκους από το Ναγκόρνο-Καραμπάχ: «Είμαι τόσο ευγνώμων για τις ρωσικές ειρηνευτικές δυνάμεις. Μας έβαλαν στο αεροδρόμιο του Στεπανακέρτ και μας παρείχαν φαγητό και νερό. Οι ίδιοι δεν έφαγαν τίποτα, αλλά φρόντισαν να πάρουμε όλοι κάτι. Μετά μας έφεραν μέχρι εδώ, στο Κόρνιτζορ».
Μια μητέρα λέει ότι τα παιδιά της υπέστησαν σοβαρά τραύματα μετά τη φυγή: «Δεν φύγαμε για να ζήσουμε, αλλά για να επιβιώσουμε. Απόψε είχε καταιγίδα. Η μεγαλύτερη κόρη μου ξύπνησε και έκλαιγε υστερικά, με δυσκολία μπόρεσα να την ηρεμήσω. Έλεγε συνέχεια ότι πρέπει να φύγουμε κι εμείς από εδώ, ότι έρχονται οι Αζέροι. Ότι θα γίνει πόλεμος και εδώ!».
Πηγή: dw.com//Τζένιφερ Πάλκε