Σάντρα Χίλερ: Η βασίλισσα των Καννών
Πηγή Φωτογραφίας: ΠΗΓΗ: Newsinfrance.com - “Simple characters don’t interest me”
Πολυβραβευμένη για το Τόνι Έρντμαν. Οι δύο φετινές της ταινίες κέρδισαν τα δύο μεγαλύτερα βραβεία στις Κάννες. Και τώρα χτίζει οσκαρικό hype για την Ανατομία Μιας Πτώσης. Η Σάντρα Χίλερ εξηγεί πώς έφτασε ως εδώ.
«Θυμάμαι ως παιδί, καθόμουν μπροστά στην τηλεόραση και σκεφτόμουν, “αυτό δεν είναι αληθινό! Αυτό που κάνει, δεν είναι σωστό, μπορεί να γίνει καλύτερα”».
Η Σάντρα Χίλερ γελάει, με έναν εντελώς στεγνό, γερμανικό τρόπο. Γελάει, αλλά μιλάει απολύτως σοβαρά. Μας εξηγεί πως ήταν παιδί, μικρή, στην Ανατολική Γερμανία τότε, και θυμάται να βλέπει ηθοποιούς στην τηλεόραση και να τους κρίνει. Να μην την πείθουν.
«Και μετά καθόμουν στην καρέκλα και προσπαθούσα να το κάνω καλύτερα», λέει γελώντας ξανά. «Φυσικά εγώ δεν είχα κοινό!».
Αυτό, τότε. Γιατί σήμερα, 4 δεκαετίες μετά, η Σάντρα Χίλερ έχει κοινό: Όλο τον κόσμο.
Κυρίαρχη στις Κάννες
Μπορεί η Χίλερ να μην είχε γίνει ποτέ πριν από σήμερα εμπορικό, mainstream όνομα, αλλά στους σινεφιλικούς κύκλους απολάμβανε εδώ και χρόνια μια φήμη κι ένα θαυμασμό που συνήθως αντιστοιχεί σε πολύ πιο πρωτοκλασάτα ονόματα. Η Στιγμή τώρα της ανήκει, αλλά αν ρωτήσεις φανς του ευρωπαϊκού σινεμά ή φεστιβαλικούς θαμώνες, η Στιγμή αυτή και πολύ άργησε.
Φέτος έπαιξε σε τρεις ταινίες, εκ των οποίων οι δύο κέρδισαν τα δύο μεγάλα βραβεία στις Κάννες: Ο Χρυσός Φοίνικας της Ζιστίν Τριέ, Ανατομία μιας Πτώσης, είναι ένα υπαινικτικό δικαστικό θρίλερ στημένο εξ ολοκλήρου πάνω της, με την Χίλερ να παίζει την κατηγορούμενη για τον φόνο του άντρα της και να δίνει μια εντυπωσιακά αμφίσημη ερμηνεία φλερτάροντας με τα όρια της αλήθειας και της ηθικής. Ο μόνος λόγος που δεν κέρδισε βραβείο ερμηνείας στις Κάννες είναι μάλλον επειδή ο Χρυσός Φοίνικας δε μπορεί να πάρει άλλο βραβείο στην ίδια τελετή.
Αυτή δεν ήταν όμως η μόνη νίκη για ταινία της Χίλερ, παρόλαυτά.
Ο έτερος μεγάλος της ρόλος στις φετινές Κάννες ήταν εκείνος της συζύγου του διοικητή του Άουσβιτς στο συνταρακτικό δράμα εποχής του Τζόναθαν Γκλέιζερ, The Zone of Interest. Η ταινία είναι γυρισμένη με μια απόλυτη αίσθηση αποστασιοποίησης, με το κεντρικό ζευγάρι να χτίζει μια ονειρεμένη ζωή ένα τοίχο μακριά από την διαχρονικά απόλυτη έκφραση του ανθρώπινου κακού. Η ταινία κέρδισε το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής (κάτι σαν το ασημένιο μετάλλιο) κι η Χίλερ απέσπασε ακόμα περισσότερο θαυμασμό για την ερμηνεία της – μια γυναίκα βουτηγμένη μες στο σπιτικό της δράμα, αποκομμένη ηθικά από τη φρικωδία που ξέρουμε πως συμβαίνει εκτός οθόνης.
Είναι πολύ πιθανό να τη δούμε φέτος υποψήφια για το πρώτο της Όσκαρ, για την Ανατομία Μιας Πτώσης. Υπάρχει ακόμα και μια εκδοχή που τη φέρνει διπλά υποψήφια, και για Β’ Γυναικείο, για το Zone of Interest. Όχι πως έχει εν τέλει σημασία – αυτό που μετράει είναι πως επιτέλους, μια από τις κορυφαίες ευρωπαίες ηθοποιούς του 21ου αιώνα, είναι εκεί που της αξίζει.
Η τρίτη φετινή της ταινία είναι το Sisi & I, μια ευρηματική μαύρη κωμωδία εποχής, που αφηγείται μια εκδοχή της ζωής της πριγκίπισσας Σίσι μέσα από την οπτική της αυλικής της, Ίρμα. Η Χίλερ παίζει την Ίρμα, συνδυάζοντας μια στιβαρή δραματική κατανόηση του ρόλου με μια στεγνή αίσθηση χιούμορ που σχεδόν αγγίζει το χιούμορ του παραλόγου σε στιγμές.
Είναι ένα εντυπωσιακό χάρισμα που διαθέτει η 45χρονη ηθοποιός, της οποίας εξάλλου ο πιο διάσημος μέχρι σήμερα ρόλος, για το σύγχρονο classic Τόνι Έρντμαν, συνδυάζει ακριβώς το δράμα με την κωμωδία με έναν τρόπο σχεδόν αδύνατο να περιγράψεις, να αναλύσεις και να αναπαράξεις.
«Πραγματικά δεν ξέρω πως αντιμετωπίζω αυτές τις αντιφατικές διαθέσεις», μας λέει όταν τη συναντάμε στο Βερολίνο, όπου το Sisi & I κάνει παγκόσμια πρεμιέρα τον περασμένο Φλεβάρη. «Στην πραγματικότητα δεν έχω κάποιου είδους πλάνο όταν ξεκινάω. Δεν ξέρω πού πάει αυτό, ποτέ. Οπότε εκπλήσσομαι κάθε μέρα από το τι συμβαίνει», λέει.
Καθόμαστε σε ένα μεγάλο, άδειο δωμάτιο, με ψηλούς τοίχους και ένα μεγάλο τραπέζι ανάμεσά μας, με μια ησυχία και μια ηρεμία να γεμίζει το χώρο. Ο ίδια η Χίλερ μοιάζει με το είδος του ανθρώπου που απολαμβάνει αυτού του τύπου την κάλμα – φαίνεται κι από το είδος των επιλογών που κάνει στις συνεργασίες της, αλλά κι από τη γλώσσα του σώματός της αυτή τη στιγμή. Τη διακατέχει μια ψυχραιμία, σα να μην έχει το παραμικρό άγχος για το αν πρέπει να μιλήσει ή πρέπει να γεμίσει τα κενά σιωπής ή αν πρέπει να γενικώς να εξηγήσει το οτιδήποτε.
Είναι ευγενική, ακίνητη, απαντά στα πάντα – αλλά φαίνεται όταν θέλει να αλλάξουμε θέμα. Ακόμα κι έτσι, δεν αποφεύγει να απαντήσει τίποτα, συχνά μάλιστα επιστρέφει σε κάποιο προηγούμενο κομμάτι της κουβέντας έχοντας κάτι να προσθέσει. Δεν βιάζεται να απαντήσει, δεν βιάζεται να αποδείξει τίποτα.
«Πραγματικά δεν ξέρω», συνεχίζει αφού το σκεφτεί για μια στιγμή. «Μια σκηνή είναι αστεία και μια σκηνή είναι σοβαρή και προσπαθώ να είμαι εκεί όλη την ώρα σε αυτή τη σκηνή και να κάνω αυτό που απαιτείται. Και μετά τοποθετούνται αυτά μαζί και μοιάζει σαν κάποια πράγματα να μην ταιριάζουν μεταξύ τους, αλλά ταιριάζουν γιατί αυτό είναι η ζωή. Γελάμε και κλαίμε την ίδια στιγμή», λέει συνεχίζοντας στον ίδιο ακριβώς τόνο φωνής. «Τα πράγματα είναι δύσκολα και μετά είναι πολύ αστεία και μετά παίρνουμε ναρκωτικά ή…», σταματάει γελώντας, σα να ξάφνιασε κι η ίδια τον εαυτό της. «Ή και όχι, ξέρεις».
Η Χιονάτη στην Ανατολική Γερμανία
Η Σάντρα Χίλερ γεννήθηκε το 1978 στο Σουλ της τότε Ανατολικής Γερμανίας, και τα χρόνια μέχρι την πτώση του τείχους μοιάζουν σήμερα περίπου ως παράλληλη πραγματικότητα. Ένας διαφορετικός κόσμος, του οποίου την λογική δεν είναι πάντα εύκολο να συνταιριάξει με τον σημερινό κόσμο της, ως ενήλικας πλέον. «Ήμουν 11 χρονών όταν έπεσε το τείχος οπότε οι αναμνήσεις μου είναι πολύ παιδικές και συνδεδεμένες με την εμπειρία ενός παιδιού. Οπότε δε μπορώ να επιχειρηματολογήσω για αυτό με έναν ενήλικο τρόπο», παραδέχεται. «Είναι κάτι το πολύ συναισθηματικό, οπότε ίσως είναι ένα επικίνδυνο μέρος για μένα να πάω νοητικά».
Παρόλ’αυτά επιχειρεί να κατανοήσει, έστω, τι έχει μείνει μέσα της από εκείνα τα χρόνια, τι της έχει αφήσει μια τόσο κρίσιμη περίοδος της ανάπτυξής της – που τώρα μοιάζει σαν κάτι που έζησε κάποια άλλη. «Είναι διαφορετικός κόσμος, ναι, άλλος κόσμος από αυτόν που ζούμε τώρα από την οπτική μου σαν παιδί. Άλλαξε από τη μια μέρα στην άλλη. Αυτή είναι η εμπειρία που είχα. Νομίζω οι μεγαλύτεροι άνθρωποι το είδαν να έρχεται από καιρό, εγώ όχι. Εγώ ως παιδί όχι».
«Όλα τα πράγματα στα οποία πιστεύαμε ξαφνικά δεν είχαν αξία, από τη μια μέρα στην άλλη. Κι άλλα πράγματα απέκτησαν αξία, ενώ πριν δεν μας ένοιαζαν. Νομίζω αυτό που μου έμαθε αυτή η εμπειρία είναι ότι τα πράγματα μπορούν να αλλάξουν πολύ εύκολα από ό,τι είναι αυτό που θεωρείς δεδομένο. Είναι ένα καλό πράγμα να έχεις πάντα υπόψιν σου».
Δε θυμάται ποια ήταν η πρώτη ταινία που είδε ποτέ, αλλά θυμάται να μεγαλώνει με Μπόλεκ και Λόλεκ και με το Dirty Dancing. Γελάει. «Και μετά ήρθε η Λίστα του Σίντλερ κι ήταν όλα στο μέρος που μεγάλωσα», θυμάται.
Ήταν από εκείνα κιόλας τα χρόνια που ήθελε να γίνει ηθοποιός, ήδη από το νηπιαγωγείο θυμάται γελώντας. «Παίζαμε τη Χιονάτη κι ήμουν ένας από τους μικρούληδες, κι είπα μέσα μου ότι ίσως μια μέρα να μπορέσω να παίξω τη Χιονάτη», γελάει. Έγινε μέλος στο drama club του σχολείου της κι ενώ αρχικά το ενδιαφέρον της ήταν στη μουσική, διαπίστωσα πως ήταν κάτι που δε μπορούσε να κάνει. Ενώ η υποκριτική;
«Θυμάμαι, πάντα θαύμαζα ανθρώπους που ήταν αγνοί στο πώς μιλούσαν και κινούνταν, είχα αλλεργία από μικρή ακόμα σε ανθρώπους που όταν τους έβλεπα στην τηλεόραση έπαιζαν σαν να υπήρχε κάτι ανάμεσα στους ίδιους και σε αυτό που έπαιζαν», εξηγεί. «Είχα το αίσθημα ότι κοίταζαν πού είναι το φως, πού είναι η κάμερα, έκαναν πράγματα τεχνικά που χρειάζονταν κάτι για να κλάψουν, δεν έκλαιγαν στα αλήθεια». Την αλήθεια δεν την κρύβεις από τα παιδιά, ειδικά αν τα παιδιά είναι η Σάντρα Χίλερ, από ό,τι φαίνεται.
Θυμάται εκείνα ακόμα τα παλιά τα χρόνια, ως μικρό κορίτσι, να κάθεται στην τηλεόραση και να βλέπει. Και να κρίνει! «Σκεφτόμουν, “αυτό δεν είναι αληθινό! Αυτό που κάνει, δεν είναι σωστό, μπορεί να γίνει καλύτερα”», λέει με έναν εντελώς στεγνό τόνο, λες και φαντάζεται τον εαυτό της σαν ένα από τα παιδιάκια από το Village of the Damned, κι ύστερα αρχίζει να γελάει. «Καθόμουν μετά στην καρέκλα και σκεφτόμουν και προσπαθούσα να το κάνω καλύτερα. Κι έλεγα… “εγώ θα έκανα… αυτό”. Φυσικά εγώ δεν είχα κοινό! Αλλά δοκίμαζα. Έπαιζα με τις εκφράσεις».
Βραβεία. Τόνι Έρντμαν. Χόλυγουντ;
Ασχολήθηκε με το θέατρο τα χρόνια που ακολούθησαν, και διαρκώς το ένα πράγμα έφερνε το άλλο, στάση μετά τη στάση. «Ήταν πάντα καθαρό ότι θα ακολουθούσα καριέρα ηθοποιού», λέει. Εμφανιζόταν σε θέατρο στην Ελβετία ως το 2006, όταν έκανε το άλμα στο σινεμά, παίζοντας μια γυναίκα με επιληψία στο Requiem του Χανς-Κρίστιαν Σμιντ. Ρόλος για τον οποίο κέρδισε, με το καλημέρα, το βραβείο ερμηνείας στο φεστιβάλ Βερολίνου.
Στα κινηματογραφικά βραβεία της Γερμανίας θα κερδίσει για το Requiem και μερικά χρόνια αργότερα ξανά, για το σπονδυλωτό φιλμ Finsterworld, γυρισμένο από τη Φράουκε Φινστερβάλντερ, τη σκηνοθέτη του Sisi & I. Όλα αυτά τα χρόνια δείχνει πως είναι μια ηθοποιός που μπορεί με ίδια ευκολία να πάρει πάνω της ένα φιλμ ή να έρθει να το τονώσει με μια σύντομη, χαρακτηριστική εμφάνιση. Αναζητήστε ας πούμε το ερωτικό θρίλερ Sibyl της Ζιστίν Τριέ με Αντέλ Εξαρχόπουλος και Βιρζινί Εφιρά, στο οποίο η Χίλερ δίνει μια ξεκαρδιστική σύντομη ερμηνεία ως μπαϊλντισμένη σκηνοθέτης. Ή, στην αντίπερα όχθη, το διασκεδαστικό ρομ κομ Ο Άντρας των Ονείρων Μου που παίζει δίπλα στον απολαυστικό Νταν Στίβενς, μια ταινία-έκπληξη την οποία η Χίλερ βοηθά με την ερμηνεία της να αποκτήσει μελαγχολικές, υπαρξιακές διαστάσεις χωρίς να χάνει το κέφι της.
Κάνει κωμωδίες, θρίλερ, σπονδυλωτά δράματα, κοινωνικά δράματα, ταινίες εποχής. Δουλεύει επίσης, να το πούμε κι αυτό, με πάρα πολλές γυναίκες σκηνοθέτες δίχως να το κάνει θέμα (απαντά ένα κατηγορηματικό «όχι» κουνώντας το κεφάλι αριστερά-δεξιά, στην ερώτηση για το κατά πόσο βρίσκει διαφορά όταν δουλεύει με γυναίκες πίσω από την κάμερα).
Και συναντά, με το σύγχρονο classic Τόνι Έρντμαν, το πρώτο της αληθινά εμβληματικό φιλμ, το 2016 – μια ταινία που κατά κοινή ομολογία είναι μια από τις μεγαλύτερες αδικίες στην ιστορία των Καννών, φεύγοντας με άδεια χέρια. Το φιλμ της Μάρεν Άντε κέρδισε τη φήμη του κλασικού κι η Χίλερ έγινε γνωστή σε όλο το σινεφιλικό πλανήτη, με μια ταινία που αναδεικνύει μέσα από την τονική της ισορροπία, αυτή ακριβώς την ευκολία με την οποία η γερμανίδα ηθοποιός μοιάζει να μπορεί να παίξει κάθε συναίσθημα, κάθε τόνο, την ίδια στιγμή, με απόλυτο έλεγχο. Φυσικά κέρδισε άλλο ένα μάτσο βραβεία εκεί – λέει πως τα φυλάει σε ένα ράφι του σπιτιού της που δεν είναι προσβάσιμο σε κανέναν, «ώστε να μην ενοχλώ κανέναν με αυτά τα πράγματα».
«Οπωσδήποτε το Τόνι Έρντμαν άνοιξε πόρτες διεθνείς ή προσφορές κάστινγκ, όλα τα πράγμα που αναπτύχθηκαν από αυτό το σημείο. Και μπορώ πλέον να κάνω αυτό που μου αρέσει. Είμαι σε ένα προνομιακό σημείο», λέει. Υπήρξαν προσφορές από το Χόλιγουντ; Απαντά μετά από μια μικρή παύση.
«Νομίζω κάποιες φορές οι άνθρωποι πιστεύουν ότι οι ηθοποιοί απλά περιμένουν εκείνη τη στιγμή που κάποιος θα χτυπήσει την πόρτα τους και θα πουν πέτα τα πάντα μακριά και έλα σε εμάς, έχουμε ωραία πράγματα για σένα. Αλλά έχω οικογένεια. Παιδί στο σχολείο. Οπότε δε μπορώ απλά να σηκωθώ να φύγω», εξηγεί, απαντώντας ουσιαστικά και στην ερώτηση.
«Φυσικά και θα ήθελα να δουλέψω εκεί», τονίζει. «Θέλω να ξέρω πώς είναι όλο αυτό το σύστημα, τι αφορά τελικά. Πώς λειτουργεί; Γιατί πιστεύω ότι λειτουργεί τελείως διαφορετικά από το ευρωπαϊκό σινεμά. Αλλά έχω μια ευθύνη και δε μπορώ απλά να σηκωθώ να φύγω. Είναι τόσο απλό», καταλήγει.
Κάτι μας λέει πως μετά τη χρονιά που έχει φέτος, το ενδιαφέρον αυτό θα ανανεωθεί– ίσως αυτή τη φορά, να της κάνουν και κάποια πιο ουσιώδη πρόταση.
Η αντι – μέθοδος της Σάντρα Χίλερ
Ποτέ δεν ξέρεις τι θεωρεί ο κάθε άνθρωπος τόσο προσωπικό και ιδιωτικό ζήτημα που θα θελήσει να το κρατήσει κοντά στην αγκαλιά του αντί να το μοιραστεί με κάποιον ξένο. Η Σάντρα Χίλερ ας πούμε χαμογελά όταν τη ρωτάμε αν έχει ερμηνευτικά είδωλα, και αποφεύγει να απαντήσει. «Δεν το απαντώ ποτέ αυτό γιατί νομίζω είναι κάτι υπερβολικά οικείο για μένα. Πραγματικά δεν μπορώ να πω… είναι πολύ αστείο αλλά ποτέ δεν θέλω να λέω ποια άτομα θαυμάζω», λέει. Και κατευθείαν σκύβει λέγοντας ψιθυριστά «αλλά ίσως μπορείς να φανταστείς», και γελάει.
Δε θα τολμούσα να υποθέσω κάτι τέτοιο, γιατί έτσι κι αλλιώς η Χίλερ δεν μοιάζει με καμία άλλη ηθοποιό. Κι αν υπάρχει η αίσθηση πως μπορεί να ταιριάξει σε τόσους πολλούς διαφορετικούς καμβάδες, είναι επειδή κι η ίδια δεν θεωρεί πως υπάρχει ένα τρόπος, μία μέθοδος. Άλλοι ηθοποιοί θέλουν να προετοιμάζονται εξαντλητικά μελετώντας ένα χαρακτήρα. Άλλοι ξεκοκαλίζουν το σενάριο, άλλοι βουτάνε στην συγκεκριμένη περίοδο ή τον κόσμο της ιστορίας, άλλοι κάνουν εξαντλητικές συζητήσεις με τους σκηνοθέτες. Η Χίλερ;
«Είναι αστείο, γιατί είναι όλα αυτά. Κάποιες φορές χρειάζομαι μακρές συζητήσεις για το τι συμβαίνει και τι πρέπει να κάνω. Κάποιες φορές οι σκηνοθέτες είναι διανοούμενοι και τότε γίνομαι κι εγώ διανοούμενη. Κάποιες φορές έχουν τα πάντα να κάνουν με το σώμα, το πώς κάποιος γονατίζει, πώς σηκώνεται, πώς κινείται, όλα αυτά τα πράγματα. Κάποιες φορές είναι συνδεδεμένο με κάποια εμπειρία που είχα, οπότε μένω εκεί, μαζί της. Αλλά πραγματικά δεν υπάρχει ένας τρόπος να το κάνω».
Ίσως έτσι υπό μία έννοια τα πάντα να πηγάζουν από εκείνο το σα-να-το-φαντάστηκε, άκρως διαμορφωτικό διάστημα της ζωής της, όταν μικρή ακόμα έβλεπε ηθοποιούς στην τηλεόραση που δεν της άρεσαν και αποφάσιζε ανά περίπτωση να δοκιμάσει επί τόπου να το κάνει «σωστά».
«Μου αρέσει να πηγαίνω σε διαφορετικούς νοητικούς χώρους, όχι τόσο σε διαφορετικούς σωματικούς», λέει. «Μου αρέσει να αλλάζω τη γλώσσα του σώματός μου, να αλλάζω τον τρόπο που κινούμαι, ή τον τρόπο που νιώθω κάτι». Αυτό που ενστικτωδώς μοιάζει να έμαθε, είναι το πώς να είναι reactive ερμηνεύτρια. Όχι από τους ηθοποιούς που κουβαλάνε τη μανιέρα τους από ρόλο σε ρόλο, παρά αναζητά μια διαφορετική κατάσταση στην οποία μπορεί να τοποθετηθεί – κι ακόμα καλύτερα αν αυτό σημαίνει πως θα κληθεί να δουλέψει και με διαφορετικό τρόπο.
Στο Sisi & I ας πούμε, που έκανε πρεμιέρα εδώ στο Βερολίνο, χρειάστηκε να κάνει γυμναστική και γιόγκα. Ας πούμε απλά πως δεν ήταν μια εμπειρία που της άρεσε, κι ας είναι φανταστική στην ταινία. «Δεν είναι εύκολο να κάνεις backflip!», γελάει. Με την αυτοκράτειρα Σίσι δεν είχε κάποια σύνδεση ή συναισθηματική εμπλοκή, «για μένα ήταν απλά μια αυτοκράτειρα, οπότε καθόλου δε με ένοιαζε», λέει εντελώς στεγνά.
«Τη βρήκα ενδιαφέρουσα γιατί μου άρεσε το μέρος από τα οποία έρχονται αυτά που έχει μέσα της. Είναι αθώα, δείχνει τα συναισθήματά της, μπορείς να τα δεις όλα». Κι επιπλέον, στην προετοιμασία του φιλμ χρειάστηκε εκτός από γυμναστική να μάθει να ιππεύει κιόλας. Και να ετοιμάσουν γενικώς τα σώματά τους, ώστε να βιώσουν το είδος της διατροφικής διαταραχής από το οποίο έπασχαν οι ηρωίδες τους.
«Ήταν πολύ δύσκολο να εκπαιδεύσω το σώμα μου γιατί αγαπώ το φαγητό!», λέει γελώντας. «Αγαπώ να τρώω και να μαγειρεύω, όταν μας είπαν ότι πρέπει να χάσουμε βάρος η πρώτη μου αντίδραση ήταν “όχι, δεν θα χάσουμε! Γιατί να χάσουμε;;”. Μας αρέσει όπως είμαστε». Τη ρωτάω αν ψάχνει και τέτοιες προκλήσεις, στο οποίο απαντά ένα ξερό «όχι!» πριν καν κλείσω το στόμα μου. «Δε νομίζω να κάνω ξανά κάτι τέτοιο».
Το έκανε όμως, κι αυτό έχει σημασία, συνέλεξε άλλη μία διαφορετική ερμηνευτική εμπειρία. Όπως κι αυτές που ακολούθησαν λίγους μήνες μετά κάνοντας πλέον όλο τον κινηματογραφικό πλανήτη να της υποκλιθεί. Στην Ανατομία Μιας Πτώσης κρατά την κάμερα για δυόμισή ώρες πάνω σε ένα βλέμμα και μια γλώσσα σώματος που είναι πρακτικά αδύνατον να αποκωδικοποιήσεις, αλλά και ταυτόχρονα δε χορταίνεις να προσπαθείς.
Στο Zone of Interest η κάμερα είναι πλέον μακριά της, σε απόσταση από τους χαρακτήρες, και με την ίδια να κινείται σα να μην έχει σημασία η απόσταση, σα να μην έχει σημασία τίποτα. Πώς παίζεις το μπανάλ, το αποστασιοποιημένο, πώς παίζεις πρακτικά χωρίς να παίζεις, όταν το ένστικτο των περισσότερων ηθοποιών είναι ενεργητικό, αναζητούν πώς να κάνουν κάτι.
Η reactive Σάντρα Χίλερ μπορεί να γίνει ένα με το φόντο σε αυτή τη μεγαλειώδη απεικόνιση της κοινοτοπίας του κακού. Ερμηνεύει κι είναι σα να είναι απλά ένα μικρό κομματάκι ενός απονεκρωμένου κόσμου. Το να βλέπει κανείς αυτές τις δύο ερμηνείες, αυτές τις δύο ταινίες, σε απόσταση λίγων ημερών (αν όχι ωρών) η μία από την άλλη, θα αρκούσε σαν τρανή απόδειξη τους εύρους του τι μπορεί να σημαίνει «ηθοποιός».
Και μάλιστα –αυτό κι αν είναι συναρπαστικό– δίχως να συμβαίνει αυτό με lifestyle όρους. Δεν υπάρχουν αφηγήματα γύρω από τη Σάντρα Χίλερ. Δεν υπάρχει μια περσόνα πάνω από το έργο. Και μόνο στην αναφορά σε αυτή τη μεταερμηνευτική διάσταση της δουλειάς της, φαίνεται κατευθείαν να ζορίζεται. «Όταν λες ότι είμαι γνωστή ηθοποιός, αυτό με κάνει νευρική. Γιατί δεν το νιώθω. Αλλά συνέχισε, έχεις μια θεωρία!», λέει με μια περιέργεια στο βλέμμα.
Συζητάμε για το πώς η διασημότητα επιβάλει το να παρουσιάζεις πάντα μια εικόνα του εαυτού σου στους άλλους, αλλά και το πώς εκ των πραγμάτων χάνεις τον έλεγχο του νοήματος αυτών που κάνεις, δε μπορείς να ελέγξεις το πώς θα προσγειωθούν σε ένα σόσιαλ περιβάλλον. «Όταν μεγαλώνω, η πρόκληση είναι το να βρω πραγματικά τι άτομο γίνομαι. Γιατί ξέρω ποια ήμουν. Αλλά δεν μεγαλώνω σήμερα με τον ίδιο τρόπο που μεγάλωνα πριν. Υπάρχει αλλαγή στο σώμα μου, υπάρχει αλλαγή στο μυαλό μου. Δεν ξέρω στα αλήθεια ποια γίνομαι. Οπότε ναι, πώς παρουσιάζεις τον εαυτό σου στον κόσμο;»
«Δεν ξέρω. Η ευχή είναι απλώς να είμαι αυτή που είμαι. Αλλά ξέρω. Δεν είναι έτσι. Δεν λειτουργεί έτσι αυτή η δουλειά και το γνωρίζω αυτό. Και συχνά δεν είμαι χαρούμενη για αυτό», ομολογεί.
«Και το θέμα του πώς θα παρουσιαστεί κάτι στον κόσμο είναι παρών σε κάθε δουλειά. Αλλά δεν είναι κάτι που μπορώ να ελέγξω, οπότε το αφήνω να φύγει. Μπορώ να το σκέφτομαι όλη την ώρα και δεν πρέπει. Και μπορώ ένα φιλμ να το συζητάμε για όσο θες. Είναι ένα φεμινιστικό φιλμ; Φέρνει κάτι καλό στις γυναίκες; Φέρνει μια καλή αντίληψη των γυναικών στον κόσμο; Είναι μήπως τρελή; Και αν είναι, είναι κακό αυτό; Είναι καλό που τρελάθηκε σε ένα συγκεκριμένο περιβάλλον; Οπότε… ναι, φυσικά σκέφτομαι όλη την ώρα αυτές τις επεκτάσεις. Αλλά δε μπορώ να ελέγξω το πώς αντιλαμβάνεται ο κόσμος αυτό που κάνω.»
Είναι εν τέλει εντυπωσιακό: Τότε –σε ένα κόσμο που ακόμα προσπαθεί να εκλογικεύσει– και τώρα, η Σάντρα Χίλερ μοιάζει να λειτουργεί με το ίδιο βασικό ένστικτο. «Εγώ θα έκανα… αυτό!»
Τότε, χωρίς κοινό. Τώρα, με. Σα να μην έχει διαφορά.
Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο
Το σχόλιο σας