Ο απερχόμενος διοικητής της κεντρικής τράπεζας της Ιταλίας κάλεσε την πρωθυπουργό Τζόρτζια Μελόνι να προσπαθήσει να κατευνάσει τις ανησυχίες των επενδυτών για τα χρέη της χώρας μειώνοντας το δημοσονομικό έλλειμμα και ακολουθώντας τις αναγκαίες για την ανάπτυξη μεταρρυθμίσεις.
Ο Ιγνάσιο Βίσκο, που ολοκληρώνει τη θητεία του στα τέλη του μηνός μετά από 12 χρόνια στο συγκεκριμένο αξίωμα, δήλωσε στους FT, ότι η πρόσφατη άνοδος του κόστους δανεισμού της Ρώμης έδειξε ότι οι επενδυτές προσπαθούν να θωρακιστούν απέναντι σε μία σπείρα εξασθενημένων προοπτικών ανάπτυξης και υψηλού χρέους.
«Θα πρέπει να κατανοηθεί το γιατί ανησυχούν οι αγορές. Δεν νομίζω ότι είναι οι φημολογίες για την χώρα. Πιστεύω ότι είναι η ανησυχία για τις μακροπρόθεσμες δυναμικές ανάπτυξης της οικονομίας», ανέφερε ο Βίσκο.
Η απόδοση του ιταλικού 10ετούς ξεπέρασε το 5% για πρώτη φορά από την κρίση χρέους της Ευρωζώνης πριν από 11 χρόνια. Η κίνηση αυτή έλαβε χώρα εν μέσω των έντονων κραδασμών στις διεθνείς αγορές κρατικών ομολόγων, που βρέθηκαν σε κλοιό πιέσεων εν μέσω ρευστοποιήσεων, καθώς υπάρχουν ανησυχίες ότι οι κεντρικές τράπεζες θα διατηρήσουν τα επιτόκια σε υψηλότερα επίπεδα για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.
Οι αγορές θορυβήθηκαν επίσης όταν η Ιταλία αναθεώρησε ανοδικά τον προηγούμενο μήνα το δημοσιονομικό έλλειμμα για φέτος και το επόμενο έτος και υποβάθμισε τον ρυθμό ανάπτυξης. Η μεγαλύτερη συνέπεια είναι ότι το ιταλικό χρέος – ένα από τα υψηλότερα στην Ευρώπη – αναμένεται να αυξηθεί από το 140% του ΑΕΠ, μετά από δύο έτη πτώσης. «Η αύξηση της αναλογίας χρέους προς ΑΕΠ έχει να κάνει με τις πενιχρές επιδόσεις του ΑΕΠ», είπε ο Βίσκο, προειδοποιώντας ότι ακόμη και ο κλάδος υπηρεσιών επιβραδύνεται και είναι πιθανή μία ύφεση στο δεύτερο εξάμηνο του έτους.
Αντί να κατηγορήσουν ωστόσο την εξασθενημένη ανάπτυξη, ορισμένοι υποστηρικτές της Μελόνι έχουν δηλώσει δημοσίως ότι οι διεθνείς επενδυτές – και οι εσωτερικοί πολιτικοί της αντίπαλοι – είναι αυτοί που δημιουργούν την αναστάτωση στις αγορές προκειμένου να αποσταθεροποιήσουν την κυβέρνησή της. Υπενθυμίζεται ότι η κυβέρνηση του Σίλβιο Μπερλουσκόνι έπεσε το 2011 μετά από μία κρίση που ώθησε τις ομολογιακές αποδόσεις της Ιταλίας σε άνοδο άνω των 570 μονάδων βάσης πάνω από τις αντίστοιχες της Γερμανίας. Το spread, σήμερα κοντά στις 200 μονάδες βάσης, θεωρείται πεδίο ανησυχίας κατά τον Βίσκο, καθώς είναι υψηλότερο από το αντίστοιχο της Ισπανίας ή της Πορτογαλίας.
Ωστόσο, ο Βίσκο παραδέχθηκε ότι η κυβέρνηση της Μελόνο παρουσιάζει καλύτερη επίδοση απ΄ό,τι περίμεναν πολλοί ως προς τα δημοσιονομικά, αποφεύγοντας φορολογικές μειώσεις που έριξαν την Βρετανίδα πρωθυπουργό Λιζ Τρας.
Ωστόσο, επέστησε την προσοχή στην Μελόνι να αναγνωρίσει ότι οι διεθνείς επενδυτές έχουν βάσιμες ανησυχίες σε ένα περιβάλλον αυξανόμενων επιτοκίων, υψηλού ενεργειακού κόστους, εντάσεων στο παγκόσμιο εμπορικό σύστημα και ραγδαίας γήρανσης του πληθυσμού. «Για το λόγο αυτό, θα πρέπει να ανταποκριθεί στις αγορές με δύο τρόπους: Πρώτον, με ένα μακροπρόθεσμο σχέδιο για ανάπτυξη και δεύτερον, με βραχυπρόθεσμη και μεσοπρόθεσμη δράση για να αποφευχθούν δημοσιονομικές ανισορροπίες», είπε ο Βίσκο.
Επίσης, ο Βίσκο δεν θεωρεί ότι οι προοπτικές για την Ιταλία είναι δυσοίωνες στο σύνολό τους. Η Ρώμη έχει πολλούς δρόμους μέσω των οποίων θα μπορούσε να τονώσει την ανάπτυξη, συμπεριλαμβανομένων των κονδυλίων των 200 δισ.ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης και της διείσδυσης περισσότερων γυναικών στην αγορά εργασίας. Αυτή τη στιγμή, η Ιταλία έχει το χαμηλότερο ποσοστό συμμετοχής γυναικών στην αγορά εργασίας από κάθε άλλη μεγάλη οικονομία της Ευρώπης. Επίσης, η Ρώμη θα μπορούσε να ενσωματώσει με πιο αποτελεσματικό τρόπο τους μετανάστες στο εργατικό δυναμικό και να βελτιώσει τις ψηφιακές του δεξιότητες, κατά τον Βίσκο.