Όρια στην επιβάρυνση των καταναλωτών από τα επιτόκια των δανείων επιβάλλει η Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ παράλληλα οι τράπεζες θα υποχρεωθούν να εξαντλούν τις δυνατότητες ρύθμισης μιας οφειλής, πριν να φθάνουν σε μέτρα αναγκαστικής εκτέλεσης εις βάρος του δανειολήπτη. Επίσης, καθιερώνεται αυστηρός πιστωτικός έλεγχος πριν δοθεί ένα δάνειο, ώστε να προστατευθούν οι καταναλωτές από την υπερχρέωση, ενώ γίνεται προσπάθεια να βελτιωθεί η λειτουργία της ενιαίας αγοράς καταναλωτικών δανείων, ώστε ένας πολίτης να μπορεί να λαμβάνει δάνειο από τράπεζα άλλης ευρωπαϊκής χώρας όπως γράφει ο Νώντας Χαλδούπης.
Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ανακοίνωσε χθες ότι εξέδωσε την Οδηγία για την καταναλωτική πίστη, η οποία αποσκοπεί στην ενίσχυση της προστασίας των Ευρωπαίων καταναλωτών που υποβάλλουν αίτηση πίστωσης. Η αναθεωρημένη νομοθεσία καταργεί και αντικαθιστά την ισχύουσα οδηγία του 2008 για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης και πρέπει να ενσωματωθεί στην εθνική νομοθεσία των κρατών το αργότερο εντός 24 μηνών.. Όπως τόνισε ο αρμόδιος υπουργός της Ισπανίας, που έχει αυτή την περίοδο την προεδρία στην Ε.Ε., Αλμπέρτο Γκαρθόν Εσπινόζα, «ενώ η ψηφιακή μετάβαση διευκολύνει την πρόσβαση σε πιστώσεις, πρέπει να προστατεύσουμε τους καταναλωτές από ανεύθυνες πρακτικές δανεισμού που εξαπλώνονται ιδιαίτερα σε διαδικτυακά περιβάλλοντα».
Με τη νέα Οδηγία, γίνεται προσπάθεια προστασίας των καταναλωτών από υπερβολικά υψηλά επιτόκια δανεισμού. Μέχρι τώρα, υπήρχαν ορισμένες περιπτώσεις χωρών όπου οι κυβερνήσεις όριζαν πλαφόν στα επιτόκια καταναλωτικής πίστης και κρίθηκε σκόπιμο να επεκταθεί αυτή η πρακτική σε όλες τις χώρες, καθώς είναι ωφέλιμη για τους καταναλωτές.
Το άρθρο 31 της Οδηγίας, με θέμα «Ανώτατα όρια επιτοκίων, συνολικού ετήσιου πραγματικού επιτοκίου και συνολικού κόστους της πίστωσης για τον καταναλωτή», ορίζει ότι «τα κράτη μέλη θεσπίζουν ανώτατα όρια για ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα:
α) τα επιτόκια που εφαρμόζονται στις συμβάσεις πίστωσης ή τις πιστωτικές υπηρεσίες συμμετοχικής χρηματοδότησης·
β) το συνολικό ετήσιο πραγματικό επιτόκιο·
γ) το συνολικό κόστος της πίστωσης για τον καταναλωτή.
Επίσης, προβλέπεται ότι «τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν πρόσθετα ανώτατα όρια για τις ανακυκλούμενες πιστωτικές διευκολύνσεις», δηλαδή στις πιστώσεις που παρέχονται μέσω αλληλόχρεων λογαριασμών.
Οι καθυστερήσεις πληρωμών
Με στόχο να βελτιωθεί η προστασία των καταναλωτών που αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην εξυπηρέτηση των δανείων τους, η Οδηγία προβλέπει ότι τα κράτη μέλη θα πρέπει να υποχρεώσουν τις τράπεζες να αναζητούν ρυθμίσεις των οφειλών πριν να προσφεύγουν σε μέτρα αναγκαστικής εκτέλεσης.
Το άρθρο 35 της Οδηγίας, με θέμα «Υπερημερία και μέτρα ανοχής» αναφέρει:
«1.Τα κράτη μέλη επιβάλλουν την υποχρέωση στους πιστωτικούς φορείς να διαθέτουν κατάλληλες πολιτικές και διαδικασίες ώστε να καταβάλλουν προσπάθειες για να επιδεικνύουν, κατά περίπτωση, εύλογη ανοχή πριν από την κίνηση διαδικασιών εκτέλεσης. Στο πλαίσιο των εν λόγω μέτρων ανοχής λαμβάνονται υπόψη, μεταξύ άλλων στοιχείων, οι συνθήκες του καταναλωτή, τα δε εν λόγω μέτρα ανοχής μπορούν να συνίστανται, μεταξύ άλλων δυνατοτήτων, σε:
α) συνολική ή μερική αναχρηματοδότηση σύμβασης πίστωσης·
β) τροποποίηση των υφιστάμενων όρων και προϋποθέσεων σύμβασης πίστωσης, που μπορεί να περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων:
i) παράταση της διάρκειας της σύμβασης πίστωσης·
ii) αλλαγή του είδους της σύμβασης πίστωσης·
iii) αναβολή της καταβολής του συνόλου ή μέρους των δόσεων αποπληρωμής για ορισμένο χρονικό διάστημα·
iv) αλλαγή του επιτοκίου·
v) παροχή αναστολής καταβολής δόσεων·
vi) μερική αποπληρωμή δόσεων·
vii) μετατροπές νομίσματος·
viii) μερική άφεση και ενοποίηση του χρέους.
Σημειώνεται, πάντως, σχετικά με τον κατάλογο των δυνητικών μέτρων τροποποίησης των όρων της δανειακής σύμβασης ότι αυτά τα μέτρα δεν θα θίγουν τους κανόνες του εθνικού δικαίου και δεν επιβάλλεται στα κράτη μέλη να προβλέπουν όλα αυτά τα μέτρα στο εθνικό τους δίκαιο.
«Στοπ» σε ανεύθυνες πρακτικές δανεισμού
Με την Οδηγία καθιερώνεται ένα πιο αυστηρό πλαίσιο υποχρέωσης των πιστωτικών φορέων να αξιολογούν προσεκτικά την πιστοληπτική ικανότητα των πελατών τους, ώστε να προστατεύονται από την υπερχρέωση (υπεύθυνος δανεισμός). Στο άρθρο 18 για την «Υποχρέωση αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας του καταναλωτή» ορίζεται ότι τα κράτη μέλη επιβάλλουν την υποχρέωση, πριν από τη σύναψη σύμβασης πίστωσης ή σύμβασης παροχής πιστωτικών υπηρεσιών συμμετοχικής χρηματοδότησης, να προβαίνει ο πιστωτικός φορέας σε ενδελεχή αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας του καταναλωτή.
Η εν λόγω αξιολόγηση, όπως σημειώνεται, «πραγματοποιείται προς το συμφέρον του καταναλωτή, προκειμένου να αποφευχθούν ανεύθυνες πρακτικές δανεισμού και υπερχρέωση, και λαμβάνει δεόντως υπόψη τους παράγοντες που σχετίζονται με την επαλήθευση της προοπτικής του καταναλωτή να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του βάσει της σύμβασης πίστωσης ή της σύμβασης παροχής πιστωτικών υπηρεσιών συμμετοχικής χρηματοδότησης».
Όπως αναφέρει η Οδηγία, «η αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας διενεργείται με βάση κατάλληλες και ακριβείς πληροφορίες για το εισόδημα και τις δαπάνες, καθώς και τις άλλες χρηματοπιστωτικές και οικονομικές συνθήκες του καταναλωτή οι οποίες είναι αναγκαίες και αναλογικές, όπως αποδεικτικά εισοδημάτων ή άλλων πηγών αποπληρωμής, πληροφορίες σχετικά με τα χρηματοοικονομικά στοιχεία ενεργητικού και παθητικού ή πληροφορίες σχετικά με άλλες χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις. Οι πληροφορίες λαμβάνονται από σχετικές εσωτερικές ή εξωτερικές πηγές, συμπεριλαμβανομένου του καταναλωτή και, εφόσον απαιτείται, βάσει έρευνας σε βάση δεδομένων του άρθρου 19 (σ.σ.: βάση δεδομένων τύπου Τειρεσία). Οι πληροφορίες που λαμβάνονται επαληθεύονται κατάλληλα, μεταξύ άλλων, αν είναι αναγκαίο, μέσω χρήσης δικαιολογητικών που παρέχονται από ανεξάρτητα εξακριβώσιμες πηγές».
Επίσης, σημειώνεται ότι «τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι ο πιστωτικός φορέας ή ο πάροχος πιστωτικών υπηρεσιών συμμετοχικής χρηματοδότησης καθιστά την πίστωση διαθέσιμη στον καταναλωτή μόνο όταν το αποτέλεσμα της αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας δείχνει ότι οι υποχρεώσεις που απορρέουν από τη σύμβαση πίστωσης ή τη σύμβαση παροχής πιστωτικών υπηρεσιών συμμετοχικής χρηματοδότησης είναι πιθανόν να εκπληρωθούν με τον τρόπο που προβλέπεται από την εν λόγω σύμβαση».
Δάνεια χωρίς σύνορα
Δεδομένου ότι η αγορά της καταναλωτικής πίστης στην Ευρώπη, παρότι τυπικά είναι ενιαία, στην πράξη είναι κατακερματισμένη, αφού οι πιστωτικοί φορείς σπανίως χορηγούν δάνεια σε πολίτες από άλλη χώρα, με την Οδηγία γίνεται προσπάθεια να αυξηθεί ο δανεισμός χωρίς σύνορα.
Με το άρθρο 6 καθιερώνεται η απαγόρευση διακρίσεων στις χορηγήσεις δανείων. Όπως αναφέρεται, «τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται για τη χορήγηση πίστωσης δεν εισάγουν διακρίσεις σε βάρος καταναλωτών που διαμένουν νόμιμα στην Ένωση λόγω της ιθαγένειας ή του τόπου διαμονής τους ή για οποιονδήποτε από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 21 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όταν οι εν λόγω καταναλωτές ζητούν, συνάπτουν ή διατηρούν σύμβαση πίστωσης ή πιστωτικές υπηρεσίες συμμετοχικής χρηματοδότησης εντός της Ένωσης».
Επίσης, με το άρθρο 19 γίνεται μια προσπάθεια να ξεπερασθεί το πρόβλημα της έλλειψης πρόσβασης των πιστωτικών φορέων σε βάσεις δεδομένων οικονομικής συμπεριφοράς, όπως ο Τειρεσίας στην περίπτωση της Ελλάδας. Σήμερα, μια τράπεζα που θα θελήσει να δανείσει πολίτη άλλης χώρας δεν μπορεί να έχει εύκολη πρόσβαση στα δεδομένα της οικονομικής του συμπεριφοράς και αυτός είναι ένας βασικός παράγοντας που εμποδίζει τον δανεισμό.
Σχετικά με τις βάσεις δεδομένων, η Οδηγία ορίζει ότι: «Κάθε κράτος μέλος διασφαλίζει, στην περίπτωση διασυνοριακής πίστωσης, την πρόσβαση των πιστωτικών φορέων και των παρόχων πιστωτικών υπηρεσιών συμμετοχικής χρηματοδότησης των άλλων κρατών μελών στις βάσεις δεδομένων που χρησιμοποιούνται σ’ αυτό το κράτος μέλος για την αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας των καταναλωτών. Οι όροι πρόσβασης στις εν λόγω βάσεις δεδομένων δεν εισάγουν διακρίσεις. Αυτό εφαρμόζεται τόσο στις δημόσιες όσο και στις ιδιωτικές βάσεις δεδομένων».
Επιπλέον, γίνεται προσπάθεια εναρμόνισης των στοιχείων που κρατούν οι βάσεις δεδομένων και ορίζεται ότι «περιέχουν τουλάχιστον πληροφορίες σχετικά με τις υπερήμερες οφειλές των καταναλωτών». Επίσης, «όταν αίτηση πίστωσης απορρίπτεται βάσει έρευνας σε βάση δεδομένων της παραγράφου 1, τα κράτη μέλη επιβάλλουν την υποχρέωση στον πιστωτικό φορέα ή στον πάροχο πιστωτικών υπηρεσιών συμμετοχικής χρηματοδότησης να ενημερώσει τον καταναλωτή, αμέσως και δωρεάν, για το αποτέλεσμα της εν λόγω έρευνας και τα στοιχεία της συγκεκριμένης βάσης δεδομένων».