Ήταν 9 Οκτωβρίου, δύο μόλις ημέρες μετά τις μαζικές σφαγές της Χαμάς, όταν η ισραηλινή κοινή γνώμη μόλις συνειδητοποιούσε τι είχε συμβεί. Παράλληλα, όμως, αισθανόταν δικαιωμένη ηθικά από τις δηλώσεις συμπαράστασης σύσσωμου του δυτικού κόσμου, χωρίς αστερίσκους και υποσημειώσεις. Από την άλλη, η μόνη παραφωνία προήλθε από την Τουρκία.
Ο Ερντογάν επέλεξε την πιο ακατάλληλη στιγμή, προσφερόμενος να διατηρήσει “ίσες αποστάσεις” μεταξύ του Ισραήλ και της Χαμάς και να ενεργήσει ως μεσολαβητής “για την εκτόνωση της κατάστασης”– η αποφυγή ρητής καταδίκης της σφαγής, που θυμίζει ISIS, οδήγησε σε υποτονικά παράπονα στα ισραηλινά μέσα ενημέρωσης. Την επόμενη ημέρα, η δυσαρέσκεια μετατράπηκε σε οργή όταν ο Ερντογάν καταδίκασε τη στρατιωτική υποστήριξη των ΗΠΑ προς το Ισραήλ και τη χαρακτήρισε προπαρασκευαστική πράξη για μια νέα σφαγή στη Γάζα. Επιφανείς ισραηλινοί πολιτικοί σχολιαστές στα κρατικά μέσα ενημέρωσης κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι παρατηρήσεις του Ερντογάν αναιρούσαν τις εκφρασμένες καλές προθέσεις του για μια “νέα αρχή” των τουρκοϊσραηλινών σχέσεων με μια φιλόδοξη ενεργειακή εταιρική σχέση στη Μέση Ανατολή και ότι “τίποτα δεν έχει αλλάξει πραγματικά με την Άγκυρα” και και έκανε μια σφαλερή αναστάτωση γι’ αυτό. Μεσόγειο.
Στα ισραηλινά ΜΜΕ δεν έλειψαν οι σοβαρές αιχμές για τον τρόπο που ανέκαθεν η Τουρκία αντιμετωπίζει τους Κούρδους πολίτες της, αλλά και για το αφήγημά της ως προς την αρμενική γενοκτονία. Ο Ερντογάν, ωστόσο, συνέχισε και χθες ακάθεκτος να ανεβάζει τους τόνους και απευθυνόμενος στην κοινοβουλευτική ομάδα του ΑΚΡ δήλωσε ότι «η αποστέρηση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ο βομβαρδισμός κατοικημένων περιοχών, δεν συνιστούν “πόλεμο”, αλλά σφαγή». Σήμερα, ουδείς γνωρίζει σε ποιο σημείο προτίθεται ο Τούρκος πρόεδρος να οδηγήσει το κλίμα των σχέσεών του με το Ισραήλ, έναν μόλις μήνα μετά τους εναγκαλισμούς του με τον Νετανιάχου στο περιθώριο της γ.σ. του ΟΗΕ, όταν προανήγγελνε ότι οι δύο χώρες θα πραγματοποιήσουν κοινές εξορύξεις αερίου στην Αν. Μεσόγειο. Ας μην παρασυρόμαστε.
Η Τουρκία δεν θα πολεμήσει χάριν της Χαμάς, ούτε θέλει να φέρει τις σχέσεις με το Ισραήλ στα άκρα. Η ευαισθησία του Ερντογάν για τη Χαμάς οφείλεται στο τεράστιο πολιτικό κεφάλαιο που επένδυσε σε αυτήν από το 2010, πείθοντας την τουρκική κοινή γνώμη ότι η οργάνωση αυτή είναι η μόνη που εκφράζει το αγνό παλαιστινιακό εθνικό κίνημα, ανεξάρτητα από τη ρεαλιστικά αναγκαία πρόσφατη αναζωογόνηση των σχέσεων με την παλαιστινιακή διακυβέρνηση της Ραμάλας, σχέσεις που τελούσαν εν υπνώσει. Παρότι υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι της Χαμάς ενθαρρύνθηκαν με οθωμανική λεπτότητα να εγκαταλείψουν τη χώρα (κατόπιν επίμονων ισραηλινών πιέσεων μετά την επίσκεψη του Ισραηλινού προέδρου Χέρτσογκ στην Αγκυρα τον Μάρτιο του 2022), ο μέσος Τούρκος ψηφοφόρος του ΑΚΡ δεν συνειδητοποίησε ακόμη ότι το ειδύλλιο Τουρκίας – Χαμάς τελείωσε προ πολλού και ότι η διακυβέρνηση Ερντογάν απλώς προσπαθεί να προλάβει φαινόμενα ισλαμιστικού ριζοσπαστισμού σε εσωτερικό επίπεδο, αλλά και στα συριακά εδάφη που κατέχει.
Εξάλλου, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η επίσκεψη του Herzog στην Τουρκία τον περασμένο Μάρτιο έθεσε τις βάσεις για έναν μηχανισμό “πρόληψης και διαχείρισης κρίσεων” μεταξύ των προεδριών των δύο χωρών, με αρμόδιους αξιωματούχους που γνωρίζουν τις τουρκοϊσραηλινές υποθέσεις για την αποφυγή ακατάλληλων σχολίων. Ο μηχανισμός αυτός ματαιώθηκε από την ξαφνική αναταραχή στο Ισραήλ. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει.