Αφού συσσώρευσε δισεκατομμύρια, δεσμεύτηκε να δωρίσει σχεδόν όλα τα χρήματά του για σκοπούς πριν πεθάνει. Εκπλήρωσε την υπόσχεσή του, και έζησε μια λιτή ζωή, μέχρι τον θάνατο του, στις 11 Οκτωβρίου σε ηλικία 92 ετών.
Ο λόγος για τον Τσαρλς Φίνει,συνιδρυτή της αλυσίδας Duty Free και οξυδερκή επενδυτή σε νεοφυείς επιχειρήσεις τεχνολογίας, ο οποίος χάρισε – αθόρυβα – σχεδόν όλη την περιουσία του 8 δισεκατομμυρίων δολαρίων σε φιλανθρωπικούς σκοπούς,
Ο θάνατός του ανακοινώθηκε από τις Atlantic Philanthropies, μια ομάδα ιδρυμάτων που είχε ιδρύσει και χρηματοδοτούσε από τις αρχές της δεκαετίας του 1980.
Για τον ίδιο κράτησε περίπου 2 εκατομμύρια δολάρια, ένα μικρό κλάσμα των δισεκατομμυρίων που είχε συγκεντρώσει για έξι δεκαετίες.
Σε αντίθεση με τους φιλάνθρωπους των οποίων τα ονόματα δημοσιοποιούνται πανηγυρικά και χαράσσονται σε προσόψεις κτιρίων και πτέρυγες μουσείων, ο Φίνει, έδωσε όλον τον πλούτο του ανώνυμα, για να στηρίξει πανεπιστήμια, ιατρικά ιδρύματα, επιστημονικές έρευνες, ομάδες ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ειρηνευτικές πρωτοβουλίες και οργανισμούς που αποσκοπούσαν στη βελτίωση της ζωής ευάλωτων ομάδων.
Πριν αλλάξει ρότα ο δισεκατομμυριούχος ήταν η χαρακτηριστική περίπτωση ενός υπερπολούσιου της δεκαετίας του ’70 με πολυτελείς επαύλεις σε όλο τον κόσμο, ακριβά αμάξια, διακοπές σε mega yachts και επίσημα δείπνα πλουσίων.
Όμως, «κάποια στιγμή, άρχισε να αμφιβάλλει για το δικαίωμά του να έχει τόσα χρήματα», έγραψε ο Conor O’Clery στη βιογραφία του Τσαρλς Φίνει, «The Billionaire Who Wasn’t» (2007). «Όταν τον ρώτησαν πολλά χρόνια μετά αν ήταν πλούσιος απάντησε «Πόσο είναι το πολύ; Απλά κατέληξα στο συμπέρασμα ότι τα χρήματα, η αγορά σκαφών και όλα τα υπόλοιπα δεν μου ταίριαζαν».
Ο Φίνει εγκατέλειψε τον πολυτελή τρόπο ζωής, φορώντας ένα ρολόι των 10 δολαρίων, πετώντας στην οικονομική θέση και αγοράζοντας ρούχα από το ράφι. Πούλησε τις λιμουζίνες του και έπαιρνε μετρό ή ταξί.
Έμενε σε ένα λιτό νοικιασμένο διαμέρισμα στο Σαν Φρανσίσκο.
Ο Τσαρλς Φράνσις Φίνει γεννήθηκε στo Νιου Τζέρσεϊ, στις 23 Απριλίου 1931, από τον Λέο και τη Μανταλίν Φίνι και μεγάλωσε σε μία οικογένεια που δυσκολευόταν να πληρώσει ένα μηνιαίο στεγαστικό δάνειο 32 δολαρίων.Ο πατέρας του ήταν ασφαλιστής και ιδιαίτερα θρησκευόμενος, που παρακολουθούσε τη Θεία Λειτουργία καθημερινά. Η μητέρα του ήταν νοσοκόμα που βοηθούσε διακριτικά τους γύρω τους.
Υπηρέτησε τέσσερα χρόνια στην Πολεμική Αεροπορία, κυρίως στις αμερικανικές δυνάμεις κατοχής στην Ιαπωνία.
Η ιδέα για αγορές υψηλής ποιότητας χωρίς φόρους γεννήθηκε από τον Φίνεϊ και τον Ρόμπερτ Μίλερ, οι οποίοι από συγκάτοικοι στο κολλέγιο, ξανασυναντήθηκαν λίγα χρόνια μετά και αποφάσισαν να ξεκινήσουν τις δραστηριότητές τους με αφετηρία το Χονγκ Κονγκ.
Το 2010, εντάχθηκε στο Giving Pledge, μία πρωτοβουλία των Μπιλ Γκέιτς και Γουόρεν Μπάφετ , όπου πολυεκατομμυριούχοι υποσχέθηκαν να δώσουν το μεγαλύτερο μέρος του πλούτου τους σε φιλανθρωπίες, αν και όχι απαραίτητα κατά την διάρκεια της ζωής τους.
Όπως έγραψε χαρακτηριστικά το Forbes κανένας από όλους αυτούς δεν προσέφερε την περιουσία του, εν ζωή. Όμως, όπως είπε ο Φίνει «Δεν μπορώ να σκεφτώ μια πιο κατάλληλη χρήση του πλούτου από το να δίνεις όσο ζεις και να αφοσιώνεσαι σε ουσιαστικές προσπάθειες για τη βελτίωση της ανθρώπινης ζωής. Όταν δίνεις ενώ είσαι νεκρός, δεν αισθάνεσαι τίποτα».
Αφού είχε δωρίσει όλα του τα χρήματα, έκλεισε την Atlantic Philanthropies το 2020.