Μπορεί η Ελλάδα να έκανε μια μεγάλη δύσκολη διαδρομή διάρκειας δεκατριών ετών, από την πιστοληπτική αξιολόγηση επιπέδου… χρεοκοπίας (CCC) ως την επενδυτική βαθμίδα (BBB- από τη Standard & Poor’s), όμως αυτό δεν σημαίνει ότι η Ελλάδα θα αποφύγει πλέον το πρέσινγκ από τους οίκους αξιολόγησης και η κυβέρνηση μπορεί να πάρει ανάσες από τις μεταρρυθμιστικές προσπάθειες. Είναι χαρακτηριστικό ότι η S&P συνόδευσε την έκθεσή της για την αναβάθμιση με αρκετούς και σημαντικούς «αστερίσκους» και «καμπανάκια».
Μετά την απόδοση της επενδυτικής βαθμίδας από την DBRS και την S&P, αντίστοιχη κίνηση αναμένεται από τη Fitch και αργότερα από τη Moody’s. Ωστόσο, αυτές οι αναβαθμίσεις πρέπει να είναι μόνο η αρχή για την ελληνική οικονομία, καθώς θα βρεθεί στο πρώτο σκαλί της επενδυτικής βαθμίδας (τριπλό “B”), ενώ πριν τη μεγάλη οικονομική κρίση είχε «αναρριχηθεί» ως το “A”. Η περαιτέρω άνοδος δεν θα είναι εύκολη, καθώς, όπως τονίζει και η S&P, «οι αξιολογήσεις μας παραμένουν περιορισμένες από το ακόμη μεγάλο δημόσιο χρέος και την αδύναμη εξωτερική θέση».
Οι οίκοι αξιολόγησης, όπως αναφέρουν αναλυτές, θα παρακολουθούν πολύ στενά και χωρίς διαθέσεις επιείκειας την πορεία της ελληνικής οικονομίας, έχοντας πικρή εμπειρία από την προηγούμενη κρίση: δεν είχαν διαγνώσει έγκαιρα την πραγματική κατάσταση της ελληνικής οικονομίας, με αποτέλεσμα να εκτεθούν ανεπανόρθωτα από το γεγονός ότι κατέρρευσε σε ελάχιστο χρόνο μια χώρα που έπαιρνε βαθμό “A”.
Ενδεικτικές της διάθεσης των οίκων να συνεχίσουν να παρακολουθούν από πολύ κοντά τις εξελίξεις στην Ελλάδα για ενδεχόμενες κακές εκπλήξεις είναι οι επισημάνσεις που συνοδεύουν την τελευταία έκθεση της S&P για την αναβάθμιση της χώρας:
- Δυσπιστία για τη συνέχιση της αυστηρής δημοσιονομικής πολιτικής σε βάθος χρόνου, λόγω πολιτικών και κοινωνικών πιέσεων για χαλάρωση: «Αναμένουμε ότι η κυβέρνηση θα επιτύχει πρωτογενές πλεόνασμα τουλάχιστον 1,2% του ΑΕΠ φέτος, υπερβαίνοντας τον στόχο του 0,7%, ακόμη και λαμβάνοντας υπόψη το υλικό δημοσιονομικό κόστος που συνδέεται με τις πρόσφατες πυρκαγιές και πλημμύρες. Προβλέπουμε μέσο πρωτογενές πλεόνασμα του προϋπολογισμού 2,3% του ΑΕΠ την περίοδο 2024-2026. Κατά τη γνώμη μας, οι πολιτικές πιέσεις πιθανότατα θα περιπλέξουν την ικανότητα της κυβέρνησης να διατηρήσει μεγάλα πρωτογενή πλεονάσματα του προϋπολογισμού μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα και αυτό θα μπορούσε να επιβραδύνει την πρόοδο στη μείωση του χρέους κατά τα τελευταία έτη του χρονικού ορίζοντα των προβλέψεών μας και πέραν αυτού».
- Ανάγκη να συνεχίσει η κυβέρνηση τις μεταρρυθμίσεις: «Το αποτέλεσμα των εκλογών φαίνεται σε γενικές γραμμές να είναι μια εντολή για τη συνέχεια της πολιτικής και αναμένουμε από την κυβέρνηση να προωθήσει τη μεταρρυθμιστική της ατζέντα. Αυτό περιλαμβάνει την περαιτέρω αντιμετώπιση του ακόμη μεγάλου δημόσιου χρέους της Ελλάδας (π.χ. συνεχίζοντας να κλείνει το έλλειμμα ΦΠΑ), την κατοχύρωση της σταθερότητας του τραπεζικού συστήματος και την πραγματοποίηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στα συστήματα δικαιοσύνης και υγειονομικής περίθαλψης, μεταξύ άλλων προσπαθειών για την ενίσχυση της ελληνικής ανταγωνιστικότητας».
- Κίνδυνοι από το εξωτερικό περιβάλλον: «Όπως και άλλες μικρές ανοικτές οικονομίες, η Ελλάδα παραμένει εκτεθειμένη στους μεταβαλλόμενους ανέμους της παγκόσμιας οικονομίας. Αυτό περιλαμβάνει κινδύνους από πιθανή οικονομική επιβράδυνση που θα μπορούσε να επηρεάσει τους σημαντικούς εξωτερικούς τομείς του τουρισμού ή της ναυτιλίας ή άλλη ξαφνική άνοδο των τιμών της ενέργειας. Αυτές οι εξελίξεις θα μπορούσαν να επιβραδύνουν τη βελτιωμένη δυναμική των πιστωτικών δεικτών της Ελλάδας».
- Αμφιβολίες για την επιτυχή εκτέλεσης των προγραμμάτων του Ταμείου Ανάκαμψης: «Η Ελλάδα υπέβαλε το τρίτο αίτημα εκταμίευσης του RRF στις 16 Μαΐου 2023, το οποίο θα ξεκλειδώσει χρηματοδότηση ύψους 1,72 δισεκατομμυρίων ευρώ. Ήταν μεταξύ των τριών πρώτων χωρών που υπέβαλαν τρίτο αίτημα εκταμίευσης, γεγονός που υπογραμμίζει την ισχυρή απορρόφηση από την Ελλάδα. Κατά τη γνώμη μας, εάν χρησιμοποιηθούν αποτελεσματικά, τα κεφάλαια αυτά θα μπορούσαν να επιταχύνουν τις διαρθρωτικές οικονομικές βελτιώσεις, να συμβάλουν στην ισχυρότερη ανάπτυξη και να ενισχύσουν την ικανότητα εξυπηρέτησης του χρέους του κράτους κατά τη διάρκεια του χρονικού ορίζοντα των προβλέψεών μας. Ωστόσο, παρά τις επιτυχείς εκταμιεύσεις, το ποσοστό αξιοποίησης αυτών των κεφαλαίων ήταν μέχρι στιγμής χαμηλό και αναμένουμε ότι θα επιταχυνθεί».
- Καθυστερήσεις σε βασικές μεταρρυθμίσεις, όπως στη Δικαιοσύνη και στο Κτηματολόγιο: «Από το 2015, οι επόμενες ελληνικές κυβερνήσεις έχουν σημειώσει σημαντική πρόοδο στη μείωση της φοροδιαφυγής, την αναμόρφωση των κρατικών επιχειρήσεων, τη μεταρρύθμιση της αγοράς εργασίας, το σύστημα αφερεγγυότητας (προς όφελος των ρυθμίσεων δανείων για τις τράπεζες), τη δημόσια υγειονομική περίθαλψη και το δίκαιο του ανταγωνισμού, και ορισμένες πτυχές του δικαστικού συστήματος. Ωστόσο, η νομική διαδικασία στην Ελλάδα, που περιλαμβάνει μεγάλους χρόνους δίκης και αβέβαιη επιβολή του νόμου, παραμένει αποτρεπτικός παράγοντας για τις επιχειρήσεις και τις επενδύσεις. Αν και η κτηματογράφηση και η οριοθέτηση των ιδιοκτησιακών ορίων συνεχίζεται και ψηφιοποιείται όλο και περισσότερο, δεν είναι όλες οι περιοχές της Ελλάδας εγγεγραμμένες στο εθνικό κτηματολόγιο (αυτό είναι μοναδικό φαινόμενο στην Ευρώπη).
ΙΟΒΕ: Δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο
Προς την ίδια κατεύθυνση με τους οίκους αξιολόγησης έδειξε και το ΙΟΒΕ με την τριμηνιαία του έκθεση για την οικονομία, που δημοσιεύθηκε την περασμένη εβδομάδα. Τονίζει ότι πρέπει να γίνουν γρήγορα, μέσα στην επόμενη τριετία, οι μεταρρυθμίσεις για την αλλαγή του παραγωγικού υποδείγματος, καθώς το υψηλό χρέος και το δημογραφικό πρόβλημα δεν αφήνουν μεγάλα χρονικά περιθώρια.
«Εάν η τροχιά μεγέθυνσης της οικονομίας μας είναι θετική, υπάρχει ανάγκη δομικών παρεμβάσεων; Πολύ περισσότερο, υπάρχει ανάγκη για μια συστηματική αλλαγή παραγωγικού υποδείγματος»; διερωτάται το ΙΟΒΕ.
Και απαντά ως εξής σε αυτά τα ερωτήματα:
- Αναφορά σε διάφορες μεταρρυθμιστικές παρεμβάσεις γίνεται από την κυβέρνηση, όπως και στις αναλύσεις από ευρωπαϊκούς και διεθνείς οργανισμούς. Ακόμη και οι πρόσφατες εκθέσεις των οίκων αξιολόγησης αναφέρουν πως για την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας κατά την εκτίμηση των προοπτικών του δημόσιου χρέους μας, δεν αρκεί η βραχυπρόθεσμη δημοσιονομική ισορροπία αλλά είναι σημαντική και η ενδυνάμωση της παραγωγικής ικανότητας της οικονομίας μεσοπρόθεσμα.
- Αν και κινείται πιο γρήγορα από πολλές άλλες ευρωπαϊκές, η οικονομία μας έχει ξεκινήσει από πολύ χαμηλότερη βάση. Το επίπεδο των εισοδημάτων στη χώρα δεν είναι ακόμη ικανοποιητικά υψηλό. Επίσης, αντιμετωπίζει μεγαλύτερες δημογραφικές και δανειακές προκλήσεις σε βάθος χρόνου. Συνεπώς, κρίσιμα ποιοτικά χαρακτηριστικά της μεγέθυνσης χρειάζονται συνεχή παρακολούθηση, εφόσον το ζητούμενο είναι να υπάρχει ισχυρή ανάπτυξη μεσοπρόθεσμα.
- Πολλές από τις δυνάμεις που στηρίζουν τη σημερινή ισχυρή ανάκαμψη, φυσιολογικά, θα εξασθενίσουν τα επόμενα χρόνια, καθώς η ανεργία ήδη μειώνεται, όπως και το επενδυτικό κενό, άρα για περαιτέρω μεγέθυνση θα είναι αναγκαία η άνοδος της παραγωγικότητας και η προσέλκυση νέων πόρων. Επιπλέον, η ανταγωνιστικότητα είναι συγκριτική έννοια και αν η χώρα μας θέλει να βελτιώσει το επίπεδο των εξαγωγών της δεν πρέπει απλώς να τρέξει αλλά να τρέξει πιο γρήγορα από άλλες οικονομίες.
- Συνολικά, γίνεται κρίσιμη η προοπτική της αναβάθμισης της οικονομίας μέσω μεταρρυθμίσεων που θα τη θέσουν σε υψηλότερη τροχιά από τη σημερινή.