Nέα της αγοράς

Μυλωνάς [ΕΤΕ]: «Χρειάζονται ετησίως 35-40 δισ. επενδύσεις για να έχουμε βιώσιμη ανάπτυξη»

Στην πορεία της Ελλάδας προς τη βιώσιμη ανάπτυξη και στην οπτική των τραπεζών αναφέρθηκε ο διευθύνων σύμβουλος της Εθνικής Τράπεζας, Παύλος Μυλωνάς μιλώντας στο συνέδριο του Economist.

Στην πορεία της Ελλάδας προς τη βιώσιμη ανάπτυξη και στην οπτική των τραπεζών αναφέρθηκε ο διευθύνων σύμβουλος της Εθνικής Τράπεζας, Παύλος Μυλωνάς μιλώντας στο συνέδριο του Economist.

Ο κ. Μυλωνάς σημείωσε ότι ο παλαιός/συμβατικός ορισμός της βιώσιμης ανάπτυξης για την Ελλάδα σημαίνει διατήρηση της αύξησης του ΑΕΠ κοντά στο 3% βραχυπρόθεσμα και περίπου στο 2%, μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, παρά τις αντιξοότητες όπως αυτές που σχετίζονται με τη γήρανση του πληθυσμού. Ο νέος ορισμός της βιώσιμης ανάπτυξης αναφέρεται μεν στην επίτευξή του ρυθμού ανάπτυξης που μόλις ανάφερα, αλλά με φιλικό προς το περιβάλλον και κοινωνικά δίκαιο τρόπο.

«Όποιον από τους δύο ορισμούς της βιώσιμης ανάπτυξης και αν επιλέξουμε, η Ελλάδα θα πρέπει να προσελκύσει σημαντικές επενδύσεις, ωστόσο σύμφωνα με το νέο ορισμό της βιωσιμότητας τα ποσά αυτά θα είναι σαφώς μεγαλύτερα: Εκτιμούμε ότι οι συνολικές επενδύσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ θα πρέπει να αυξηθούν από το 14% που βρίσκονται σήμερα σε σχεδόν 18-20% έως το 2030», σημείωσε ο διευθύνων σύμβουλος της Εθνικής Τράπεζας.

«Αυτό σημαίνει σε απόλυτα νούμερα, αύξηση των επενδύσεων από €27 δισ. έως πάνω από €35-40 δισ. ετησίως, όπου το υψηλότερο άκρο του στόχου αντικατοπτρίζει τις πρόσθετες επενδύσεις που απαιτούνται για την πράσινη μετάβαση. Από αυτό το πολύ μεγάλο ποσό, περίπου το μισό θα προέλθει από ίδια κεφάλαια, ενώ πάνω από το 1/4 θα χρηματοδοτηθεί από τις τράπεζες (συμπεριλαμβανομένης της συγχρηματοδότησης μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας) και το άλλο 1/4 από άμεσες ξένες και δημόσιες επενδύσεις», κατέληξε.

Ακολούθως, ο κ. Μυλωνάς αναφέρθηκε στις απαραίτητες προϋποθέσεις ώστε να επιτευχθούν τα υψηλά επίπεδα επενδύσεων:

  •  Η οικονομία πρέπει να είναι ανταγωνιστική – και η ανάπτυξη της Ελλάδας χαρακτηρίζεται από εξωστρέφεια, με τις εξαγωγές προϊόντων να υπερβαίνουν τις εξαγωγές υπηρεσιών παρά τους δύο βασικούς κλάδους που παραδοσιακά πρωταγωνιστούν στην οικονομία μας, τον τουρισμό και τη ναυτιλία. Τα κέρδη των επιχειρήσεων έχουν φτάσει σε προ-κρίσης υψηλά επίπεδα και οι άμεσες ξένες επενδύσεις καταρρίπτουν το ένα ρεκόρ μετά το άλλο, αφού το 2022 ανήλθαν σε €7,5 δισ. Πράγματι, η συνολική παραγωγικότητα των συντελεστών παραγωγής αυξήθηκε περίπου κατά 6% την τελευταία διετία, αυξημένη εντυπωσιακά σε σχέση με το παρελθόν, όταν η συνολική παραγωγικότητα έφθινε.
  •  Η Ελλάδα διαθέτει εργατικό δυναμικό υψηλής εξειδίκευσης, που προσανατολίζεται ολοένα και περισσότερο στην τεχνολογία, καθώς και μια δυναμική ελληνική «Διασπορά» με εξίσου υψηλή εξειδίκευση.
  •  Ένας άλλος σημαντικός παράγοντας είναι η πολιτική σταθερότητα. Η σύγκριση με τις περισσότερες άλλες προηγμένες οικονομίες οδηγεί σε αξιοσημείωτα συμπεράσματα.
  •  Μια κυβέρνηση που έχει υιοθετήσει ευρεία ατζέντα διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, μεταξύ άλλων τη μεταρρύθμιση του δικαστικού συστήματος, τη μεταρρύθμιση της παιδείας και της υγείας και τον ψηφιακό μετασχηματισμό.
  •  Επίσης, η Ελλάδα έχει οικοδομήσει δημοσιονομικά περιθώρια, με το εκτιμώμενο πρωτογενές πλεόνασμα στο 2% του ΑΕΠ για το 2024, άνεση στην εξυπηρέτηση του χρέους για αρκετά χρόνια στο μέλλον (τουλάχιστον μέχρι το 2032), και ταχεία μείωση του δημόσιου χρέους, παρότι εξακολουθεί να είναι σε υψηλά επίπεδα.
  •  Σημαντικά κονδύλια από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, τα οποία εκτιμώνται σε €36 δισ. συνολικά – που αντιστοιχούν σε περίπου 17% του ΑΕΠ του 2022, συμπεριλαμβανομένου του προγράμματος Repower EU – και τα οποία θα διατεθούν για τη χρηματοδότηση έργων που θα δώσουν ώθηση στην ανάπτυξη, συμπεριλαμβανομένου ενός ισχυρού πράσινου πυλώνα.
  •  Επιπλέον, η Ελλάδα διαθέτει ευνοϊκές κλιματολογικές συνθήκες (άνεμος και ήλιος) για την ανάπτυξη ΑΠΕ, οι οποίες ήδη παράγουν το 41% της ηλεκτρικής ενέργειας και το 20% της συνολικής κατανάλωσης ενέργειας, ενώ βρίσκεται σε πλεονεκτική γεωγραφική θέση που της επιτρέπει να γίνει ενεργειακός κόμβος τόσο για τη μετάβαση στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας όπως το υγροποιημένο φυσικό αέριο, όσο και για τις ΑΠΕ που παράγονται σε χώρες της Ανατολικής Μεσογείου, όπως η Αίγυπτος. Η γεωπολιτική αβεβαιότητα ενδέχεται να καθυστερήσει τα μεγάλα ενεργειακά έργα στην περιοχή, αλλά δεν πρόκειται να εκτροχιάσει την εξέλιξή τους.

Για την ενεργειακή μετάβαση

Το σχέδιο ενεργειακής μετάβασης της χώρας είναι άρτια καταρτισμένο, είπε ο κ. Μυλωνάς, δίνοντας μεγάλη έμφαση σε βασικά εμπόδια, όπως η ανάπτυξη και η «ψηφιοποίηση» του δικτύου ηλεκτροδότησης, η βελτιωμένη ενεργειακή απόδοση των κατοικιών και άλλων κτιρίων, και η προώθηση της ηλεκτροκίνησης στον τομέα των μεταφορών.

«Η τελευταία απαραίτητη προϋπόθεση στη λίστα είναι – όπως θα αναμενόταν άλλωστε – το τραπεζικό σύστημα και η εύρυθμη λειτουργία του», είπε.

Το ελληνικό τραπεζικό σύστημα

Για τον μετασχηματισμό του ελληνικού τραπεζικού τομέα ο κ. Μυλωνάς είπε ότι «είναι αξιοσημείωτος» και ότι κινείται «παράλληλα με την εξέλιξη των υπόλοιπων κλάδων της οικονομίας».

  • Τα Μη Εξυπηρετούμενα Δάνεια αποτελούν πλέον ένα πρόβλημα του παρελθόντος. Σήμερα ανέρχονται μόλις στο 5% και συνεχίζουν να μειώνονται, ενώ το 2023 δεν εμφανίστηκε κάποιο νέο κύμα παρά την αύξηση των επιτοκίων και του κόστους ζωής.
  •  Η ρευστότητα κυμαίνεται σε πολύ υψηλά επίπεδα, με τον δείκτη δανείων προς καταθέσεις να διαμορφώνεται κάτω από το 60%.
  • Η κερδοφορία παραμένει ισχυρή και σε βιώσιμα επίπεδα με αποτέλεσμα ενίσχυση της κεφαλαιακής βάσης των τραπεζών.
  • Παρά την απομόχλευση και την τραπεζική αποδιαμεσολάβηση κατά τη διάρκεια της παρατεταμένης οικονομικής κρίσης, που οδήγησε το ποσοστό τραπεζικών δανείων προς το ΑΕΠ χαμηλότερα του 60%, η οικονομία εξακολουθεί να είναι τραπεζο-κεντρική, με τις περισσότερες επιχειρήσεις να είναι πολύ μικρές για να έχουν πρόσβαση σε χρηματοδότηση από την αγορά.
  • Οι τράπεζες διαθέτουν την εμπειρία ώστε να αναλάβουν σύνθετα έργα, συμπεριλαμβανομένων των απαιτήσεων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, και να διοχετεύουν κεφάλαια σε επενδύσεις με την υψηλότερη απόδοση.
  • Με προτροπή της ΕΚΤ, οι τράπεζες ενσωματώνουν κλιματικά και περιβαλλοντικά κριτήρια στις διαδικασίες ανάληψης κινδύνων που εφαρμόζουν και ανακοινώνουν τη χρηματοδότηση στόχων μείωσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου για την πελατειακή τους βάση.
  • Οι τράπεζες έχουν προφανές συμφέρον να συμβάλουν στη χρηματοδότηση της ενεργειακής μετάβασης, αναλαμβάνοντας μεγάλα έργα ΑΠΕ, αποθήκευσης και μεταφοράς ενέργειας, ηλεκτροκίνησης και χρήσης εναλλακτικών καυσίμων, ενεργειακής αναβάθμισης του αποθέματος εμπορικών και οικιστικών ακινήτων, καθώς και επενδύσεις στο οικοσύστημα μεταφορών (οδικές, θαλάσσιες και αεροπορικές μεταφορές).

« Συμπερασματικά, μετά από πολλά χρόνια σκληρής δουλειάς, η συγκυρία φαίνεται ευνοϊκή για την ταχεία πορεία της Ελλάδας προς τη βιώσιμη ανάπτυξη.

» Ωστόσο, η πρόκληση έγκειται στο ότι η Ελλάδα [αλλά και η ΕΕ] δεν μπορεί να το επιτύχει μόνη της. Οι άλλες ανεπτυγμένες και οι αναδυόμενες οικονομίες έχουν πολύ υψηλότερες εκπομπες και περιβαλλοντικό αντίκτυπο από την ΕΕ. Απέχουμε ακόμα πολύ από την επίτευξη μιας παγκόσμιας συντονισμένης προσπάθειας για τη βιώσιμη χρηματοδότηση.

» Και είμαι λιγότερο αισιόδοξος ότι ο υπόλοιπος κόσμος πληροί τις απαραίτητες προϋποθέσεις που ικανοποιεί η Ελλάδα, και ότι θα κινητοποιηθεί με αρκετή αποφασιστικότητα ώστε να στηρίξει τις απαιτούμενες επενδύσεις», κατέληξε ο διευθύνων σύμβουλος της Εθνικής Τράπεζας.

Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο