Οι τιμές σε τρόφιμα και καύσιμα ανησυχούν την Λαγκάρντ
Πηγή Φωτογραφίας: [364539] ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΥΠΟΥ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ (ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΣ/EUROKINISSI)
Μετά από δέκα ψυχρολουσίες για νοικοκυριά- αλλά και τις επιχειρήσεις- με τις δόσεις των παλιών στεγαστικών δανείων να “φουσκώνουν” κατά τουλάχιστον 250 ευρώ και την απόκτηση στέγης να καθίσταται σχεδόν απαγορευτική για τα μικρομεσαία βαλάντια, η Κ. Λαγκάρντ από την Αθήνα πάτησε το κουμπί του “stop”, βρίσκοντας το επιτόκιο της ΕΚΤ σκαρφαλωμένο στο 4%. Είναι άραγε αυτό το “ταβάνι”;
Το μήνυμα που έχουν εκπέμψει προ πολλού τα αποκαλούμενα “περιστέρια”- μεταξύ των οποίων ο Γ. Στουρνάρας- στις συνεδριάσεις της ΕΚΤ είναι ότι ήδη κινούμαστε στη κόψη του ξυραφιού κι ότι οποιαδήποτε άλλη αύξηση επιτοκίων θα επιβαρύνει την οικονομία της Ευρώπης, που πασχίζει να ορθοποδήσει μετά τις αλλεπάλληλες κρίσεις. Όπως τονίζουν, άλλωστε, αρμόδιες πηγές, οι επιπτώσεις από τις αυξήσεις επιτοκίων θα φανούν στο επόμενο 8μηνο.
Από την άλλη, τα αποκαλούμενα “γεράκια”- μεταξύ των οποίων ο Γερμανός Κεντρικός Τραπεζίτης Νάγκελ- επιμένουν να κραδαίνουν την απειλή του πληθωρισμού. Ποιες θα είναι οι επόμενες κινήσεις;
Αν κάποιος στοιχημάτιζε πριν από ένα μήνα για το τι θα έκανε η ΕΚΤ μετά το ορόσημο του 4%, τα επιτόκια θα παρέμεναν σε αυτό το επίπεδο για περίπου 12-16 μήνες πριν αρχίσει η μείωση, παρά το γεγονός ότι ο πληθωρισμός δεν μειώθηκε τόσο πολύ όσο περίμεναν πολλοί στη Φρανκφούρτη και τις Βρυξέλλες. θα είχαν μεγάλη πιθανότητα να παραμείνουν σε αυτό το επίπεδο. Ωστόσο, τα δεδομένα φαίνεται να έχουν αλλάξει. Αυτός ακριβώς είναι ο λόγος για τον οποίο η κ. Λαγκάρντ όχι μόνο ήταν διστακτική όσον αφορά τον χρόνο της πρώτης μείωσης των επιτοκίων, αλλά δεν απέκλεισε και το ενδεχόμενο μιας νέας αύξησης των επιτοκίων.
Τι είναι αυτό που φοβίζει την Κ. Λαγκάρντ; Μέχρι πρότινος, βασική πηγή ανησυχίας ήταν ότι οι ανατιμήσεις είχαν διαχυθεί και στο πεδίο των υπηρεσιών, ανατροφοδοτώντας ένα φαύλο κύκλο πληθωριστικών πιέσεων. Πλέον, ειδικά μετά τις εξελίξεις στη Μ. Ανατολή, η προσοχή είναι στραμμένη εκ νέου στο πεδίο της Ενέργειας.
Μετά από αρκετές αναθεωρήσεις, οι τεχνοκράτες της Φρανκφούρτης και των Βρυξελλών έθεσαν τις μακροοικονομικές τους υποθέσεις για την περίοδο 2023-2024 στο γεγονός ότι το πετρέλαιο δεν θα υπερβεί τα 83 δολάρια φέτος και τα 82 δολάρια το επόμενο έτος. Δυστυχώς, οι προβλέψεις είναι μάλλον δυσοίωνες, καθώς δεν υπήρξε καμία κίνηση που να στηρίζει αυτές τις υποθέσεις. Ιστορικά, το Brent έφτασε στο ιστορικό υψηλό των 147,50 δολαρίων τον Ιούλιο του 2008. Τον Ιούνιο του 2022, στο “κέντρο” της ενεργειακής κρίσης, το πετρέλαιο έφτασε τα 120 δολάρια. Ένα χρόνο αργότερα, έπεσε στα 72 δολάρια, αλλά αυτό δεν ήταν το τέλος. Σύμφωνα με την Trading Economics, το Brent αναμένεται να κυμανθεί στα 94,57 δολάρια στο τέλος του τρέχοντος τριμήνου και στα 101,93 δολάρια 12 μήνες αργότερα.
Ανάλογος προβληματισμός αναδύεται και για το φυσικό αέριο, το οποίο κινείται γύρω στα 50 ευρώ, δηλαδή γύρω στα 7 ευρώ πάνω από το βασικό σενάριο της ΕΚΤ, με ό,τι συνεπάγεται αυτό για το κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας.
Αλλά δεν πρόκειται για έναν ενεργειακό “πονοκέφαλο”: αν και απέχουν πολύ από τις ξέφρενες τιμές του 2021-2022, οι τιμές των τροφίμων συνέχισαν να αυξάνονται με διψήφιο ποσοστό, και αν η συγκριτική βάση με πέρυσι δεν ήταν πολύ υψηλή, ο συνολικός πληθωρισμός θα ήταν σίγουρα πολύ διαφορετικός. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα φώτα της δημοσιότητας είναι στραμμένα στις διακυμάνσεις των τιμών του σιταριού, της ζάχαρης, του αραβοσίτου και του ρυζιού, οι οποίες επηρεάζουν τη βιομηχανία τροφίμων.
Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο
Το σχόλιο σας