Για συμφωνία Ουάσιγκτον – Πεκίνου και συνάντηση κορυφής των προέδρων Τζο Μπάιντεν και Σι Τζινπίνγκ στα μέσα Νοεμβρίου, στο περιθώριο του φόρουμ της APEC στο Σαν Φρανσίσκο, έκανε λόγο χθες Παρασκευή το αμερικανικό πρακτορείο ειδήσεων Associated Press, επικαλούμενο πηγές του στην αμερικανική κυβέρνηση που δεν κατονόμασε, διευκρινίζοντας πως οι λεπτομέρειες βρίσκονται ακόμη υπό επεξεργασία (φωτογραφία του Reuters/Kevin Lamarque, επάνω, από την περσινή συνάντηση Σι, αριστερά, Μπάιντεν, στο Μπαλί της Ινδονησίας).
Νωρίτερα χθες ο αμερικανός πρόεδρος Μπάιντεν συναντήθηκε με τον υπουργό Εξωτερικών της Κίνας, Ουάνγκ Γι, στον Λευκό Οίκο, και σύμφωνα με τις υπηρεσίες του κάλεσε την κινεζική κυβέρνηση να συνεργαστεί με την αμερικανική προκειμένου να «διαχειριστούν» τη σχέση τους με «υπεύθυνο τρόπο» και ν’ «αντιμετωπίσουν μαζί παγκόσμιες προκλήσεις».
Οι δυο αντίπαλες παγκόσμιες δυνάμεις, που επιδίδονται σε σκληρή αντιπαράθεση, που πάντως δεν εκτραχύνεται μέχρι τώρα, πρέπει «να διαχειριστούν τον ανταγωνισμό στη σχέση τους με τρόπο υπεύθυνο και να διατηρήσουν ανοικτούς διαύλους επικοινωνίας», είπε ο κ. Μπάιντεν στον φιλοξενούμενό του, αναφέρει ανακοίνωση Τύπου των υπηρεσιών του.
«Υπογράμμισε ότι οι ΗΠΑ και η Κίνα πρέπει να συνεργαστούν για την αντιμετώπιση παγκόσμιων προκλήσεων», προσθέτει το κείμενο.
Σύμφωνα με αμερικανό αξιωματούχο, η Ουάσιγκτον πιέζει ιδίως το Πεκίνο να διαδραματίσει κατ’ αυτήν «πιο εποικοδομητικό ρόλο», ώστε ν’ αποφευχθεί κλιμάκωση του πολέμου Ισραήλ – Χαμάς, αξιοποιώντας τη σχέση του με την Τεχεράνη.
Ο κινέζος ΥΠΕΞ συνέχιζε χθες τη – σπάνια – επίσημη επίσκεψή του στην αμερικανική πρωτεύουσα, την πρώτη από το 2018, με σειρά επαφών ανάμεσα στα δύο μέρη και στόχο να κατεβεί το θερμόμετρο στη θυελλώδη διμερή σχέση και ν’ αναζητηθούν πεδία συνεννόησης.
Η συνάντησή του με τον πρόεδρο Μπάιντεν ήταν προσεκτικά χορογραφημένη και έγινε μακριά από τις κάμερες και τους δημοσιογράφους.
Μαραθώνιος συνομιλιών
Συνολικά, επρόκειτο να έχει συνομιλίες κάπου δέκα ωρών, μεταξύ άλλων με τον σύμβουλο εθνικής ασφάλειας Τζέικ Σάλιβαν και με τον ομόλογό του Αντονι Μπλίνκεν προχθές Πέμπτη και χθες Παρασκευή. Οι συνομιλίες χαρακτηρίστηκαν από την αμερικανική πλευρά «ειλικρινείς» και «σε βάθος».
Ο αμερικανός πρόεδρος είχε εκφράσει επανειλημμένα την «ελπίδα» του πως θα πραγματοποιηθεί συνάντησή του με τον κινέζο ομόλογό του πριν το τέλος της χρονιάς. Είχαν συναντηθεί κατ’ ιδίαν για τελευταία φορά πριν έναν χρόνο, στο περιθώριο της συνόδου της G20 στο Μπαλί, τον Νοέμβριο του 2022.
Την Πέμπτη ο επικεφαλής της κινεζικής διπλωματίας κάλεσε να «σταθεροποιηθεί» η διμερής σχέση και οι δυο ισχυρότερες οικονομικές δυνάμεις στον κόσμο να την οδηγήσουν στον «δρόμο της υγιούς, σταθερής και διαρκούς ανάπτυξης». Δεν έχει κάνει καμιά άλλη δημόσια τοποθέτηση.
Παρά τις επαφές και τον διάλογο, η αμοιβαία δυσπιστία και ο ανταγωνισμός για επιρροή στην Ασία και όχι μόνο συνεχίζει να είναι το κυρίαρχο στοιχείο στη σχέση αυτή.
Κατηγορία «δικτατόρων»
Ο αμερικανός πρόεδρος, που προκάλεσε νωρίτερα φέτος οργή στο Πεκίνο κατατάσσοντας τον κινέζο ομόλογό του στην κατηγορία των «δικτατόρων», δεν το κρύβει, εννοεί να επιδοθεί σε ανταγωνισμό με την Κίνα, «με σεβασμό των διεθνών κανόνων», και να υπερασπιστεί τα «αμερικανικά συμφέροντα» στην Ασία.
Ζήτησε την περασμένη εβδομάδα από το Κογκρέσο 7,4 δισ. δολάρια για ν’ αντιμετωπιστεί το Πεκίνο, σε στρατιωτικό και οικονομικό επίπεδο, μεταξύ άλλων για να συνεχιστεί ο εξοπλισμός της Ταϊβάν.
Ενώ η Ουάσιγκτον προωθεί ενίσχυση των συμμαχιών της στην Ασία, με την Ινδία, την Ιαπωνία, τη Νότια Κορέα, την Αυστραλία, με νησιά του Ειρηνικού, ως ακόμα και με το Βιετνάμ.
Το Πεκίνο βλέπει στις αμερικανικές κινήσεις πρόθεση «περικύκλωσης» της Κίνας, παρά τις διαψεύσεις των ΗΠΑ.
Σε έκθεσή του που δόθηκε στη δημοσιότητα χθες Παρασκευή, το κέντρο μελετών International Crisis Group κάλεσε το Πεκίνο, την Ουάσιγκτον και την Ταϊπέι να αποκλιμακώσουν το γεωπολιτικό παιγνίδι, κάνοντας λόγο για κίνδυνο σύγκρουσης με «κατακλυσμικές» συνέπειες.
Ενδεχόμενη στρατιωτική εισβολή της Κίνας στην Ταϊβάν δεν φαντάζει πολύ πιθανή «στο εγγύς μέλλον», όμως «ο κίνδυνος σύρραξης αυξάνεται», και η «τρέχουσα τροχιά» των πλευρών είναι «επικίνδυνη», εξήγησε.ΗΠ