“Όσο αυτοί θα προσπαθούν να λύνουν τα δικά τους εσωτερικά προβλήματα, εμείς θα κατεβάζουμε το κεφάλι και με σεμνότητα θα εργαζόμαστε να κάνουμε τη δική σας ζωή καλύτερη», δήλωσε ο πρωθυπουργός και πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας, αναφορικά με τις διεργασίες στο εσωτερικό του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Ενώ η δήλωση αυτή δείχνει ότι η επιλογή της ηγεσίας του κυβερνώντος κόμματος παραμένει επιφυλακτική ως προς τον σχολιασμό των όσων συμβαίνουν στον ΣΥΡΙΖΑ, προκειμένου να αποφευχθεί οποιαδήποτε μορφή εμπλοκής στα εσωτερικά των άλλων κομμάτων, φαίνεται να διαμορφώνεται η άποψη μεταξύ των στελεχών του Μεγάρου Μαξίμου ότι “το τέλος του ΣΥΡΙΖΑ όπως τον ξέραμε είναι ορατό”.
Αυτό προέβλεψε πρόσφατα και ο Δημήτρης Τσιόδρας, διευθυντής του Γραφείου Τύπου του πρωθυπουργικού γραφείου.
Το βέβαιο, ωστόσο, είναι ότι το κυβερνών κόμμα θα υποστηρίξει ότι η προηγούμενη τοξικότητά του ΣΥΡΙΖΑ καταδικάστηκε από το εκλογικό σώμα και αποτελεί συνταγή αποτυχίας αν συνεχίσει η νέα ηγεσία. Και η κυρίαρχη άποψη στο κτίριο του Μαξίμου είναι ότι την ίδια τακτική έχει υιοθετήσει μέχρι στιγμής και η νέα ηγεσία της αξιωματικής αντιπολίτευσης, επηρεασμένη από τον πολακισμό.
Το κυβερνών κόμμα κατηγορεί τον κύριο Στέφανο Κασσελάκη ότι χρησιμοποιεί “γλώσσα που θυμίζει τις πιο τοξικές μέρες του ΣΥΡΙΖΑ” και επισημαίνει με κάθε ευκαιρία τον ιδιαίτερο και αναβαθμισμένο ρόλο του Παύλου Πολάκη στο κόμμα. Επιπλέον, στο Μαξίμου, σε πολιτικό επίπεδο, ο ΣΥΡΙΖΑ κέρδισε την εξουσία πάνω σε ένα ρεύμα που δημιουργήθηκε μετά τη χρεοκοπία της χώρας, χωρίς να αναλύσει τι συνέβαινε στην ελληνική κοινωνία, και από την άλλη, χωρίς να αναλύσει τι συνέβη και έχασε το 2019, και έτσι, πορεύεται με μια ισοπεδωτική κριτική προς τον Κυριάκο Μητσοτάκη.
Η κορύφωση της εσωστρέφειας στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι αλήθεια ότι διευκολύνει την κυβέρνηση στην προώθηση μεταρρυθμίσεων που η ίδια θεωρεί μείζονος σημασίας , καθώς βρίσκεται αντιμέτωπη με κοινωνικές αντιδράσεις (π.χ. ελεύθεροι επαγγελματίες), δεν υφίσταται ωστόσο την πολιτική πίεση μίας ισχυρής αξιωματικής αντιπολίτευσης που θα μπορούσε να αποτελεί εναλλακτική λύση για όσους αντιδρούν σε προωθούμενες αλλαγές.
Ωστόσο, είναι ακριβώς αυτή η αίσθηση της πολιτικής κυριαρχίας που φέρνει ταυτόχρονα στο προσκήνιο την “παγίδα” της αλαζονείας. Είναι ενδεικτική η στάση του πρωθυπουργού, ο οποίος υπενθυμίζει συνεχώς σε κομματικά και κυβερνητικά στελέχη ότι πρέπει πρώτα να βάζουν τη γλώσσα στο μυαλό τους και μετά να μιλούν.
Άλλωστε, η εκλογική επίδοση της Νέας Δημοκρατίας στις αρκετά πρόσφατες διπλές κάλπες δεν ενδείκνυται για πολιτική οίηση και ενδεχόμενη αμετροέπεια, αλλά για την ανάληψη ακόμη πιο μεγάλης ευθύνης απέναντι στους πολίτες και τα προβλήματά τους.