Η διαδικασία αποεπένδυσης του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας από τις τράπεζες εξελίσσεται με τον καλύτερο τρόπο. Σε μια περίοδο υψηλής ρευστότητας με μεγάλη γεωπολιτική και οικονομική αβεβαιότητα, η Ελλάδα και η οικονομία της μπορούν να προσελκύσουν μεγάλους θεσμικούς οργανισμούς όπως τα διεθνή επενδυτικά ταμεία, όπως στην περίπτωση της Alpha Bank, της Unicredit και της Εθνικής Τράπεζας
.Η ελληνική οικονομία φαίνεται να αποτελεί εξαίρεση στις ανησυχίες που κυριαρχούν στις μεγάλες οικονομίες, κάτι που το ΔΝΤ αναγνωρίζει στην τελευταία έκθεσή του. Το Ταμείο, το οποίο προβλέπει ανάπτυξη το 2023 2,5% και το 2024 2%, αναφέρει ότι οι οικονομικές προοπτικές της Ελλάδας έχουν βελτιωθεί σημαντικά, με αύξηση του ΑΕΠ και μείωση του χρέους κάτω από τα προ πανδημίας επίπεδα. Ενώ τα σχόλια για τις επενδύσεις και την ανεργία είναι θετικά, αναγνωρίζουν ότι η οικονομία αντιμετωπίζει μακροοικονομικές προκλήσεις λόγω της σημαντικής σύσφιξης της νομισματικής πολιτικής, του διατηρημένου διαρθρωτικού πληθωρισμού και της αύξησης των τιμών των ακινήτων.
Οι συντάκτες της έκθεσης υποστηρίζουν πως εργάζονται ήδη ενεργά στην αγορά, προβαίνουν σε διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και προσθέτουν ότι το τραπεζικό σύστημα παραμένει ανθεκτικό και τα επισφαλή δάνεια δεν υπερβαίνουν το 5%.
Η αποεπένδυση του ΤΧΣ από τις τράπεζες είναι απαραίτητη για να απομακρυνθούν τα απομεινάρια της δεκαετούς κρίσης και να ληφθούν περαιτέρω αποφάσεις για την αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας. Μπορεί οι περισσότεροι να θεωρούν πως η αποχώρηση του Δημοσίου από τις τράπεζες δεν τους αφορά, αλλά αποτελεί εξέλιξη που επιδρά ευεργετικά για το τραπεζικό σύστημα και κατ΄ επέκταση για τις συνθήκες χρηματοδότησης της οικονομίας. Οι τράπεζες ήδη λειτουργούν σε ένα υπερβολικά ρυθμισμένο εποπτικό περιβάλλον και η παρουσία του Κράτους καθιστά ακόμη πιο περίπλοκη τη λειτουργία τους.
Με τη διασφάλιση της επενδυτικής βαθμίδας και τη βελτίωση του μεγέθους της, οι ελληνικές τράπεζες θα είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν εξίσου την αγορά για να βελτιώσουν τις συνθήκες ρευστότητας και την ικανότητα να λαμβάνουν ξένες επενδύσεις και να αντλούν κεφάλαια στην οικονομία.