Η ελληνική οικονομία αντιμετωπίζει προβλήματα λόγω της σημαντικής αύξησης των επιτοκίων, του επίμονου δομικού πληθωρισμού και της αύξησης των τιμών των ακινήτων, σημειώνει μεταξύ άλλων το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο σε ανακοίνωση για τα προκαταρκτικά συμπεράσματά του μετά την ολοκλήρωση των διαβουλεύσεων με τις ελληνικές Αρχές στο πλαίσιο του άρθρου IV.
Ο λόγος του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ μειώθηκε χαμηλότερα από το προ της πανδημίας επίπεδο, με τους κινδύνους για το χρέος να είναι περιορισμένοι μεσοπρόθεσμα χάρη στην ευνοϊκή διάρθρωσή του.
«Οι διαρθρωτικές ανισορροπίες που προκύπτουν από τις χαμηλές αποταμιεύσεις των νοικοκυριών και τις χαμηλές ακόμη επενδύσεις καθώς και από τη διαρθρωτική μεταβολή που συνιστά η κλιματική αλλαγή επιβαρύνουν τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης», αναφέρει.
Το Ταμείο αναφέρει ότι το πραγματικό ΑΕΠ αναμένεται να αυξηθεί κατά 2,5% εφέτος και 2% το 2024, αλλά η αύξησή του αναμένεται να περιοριστεί στο 1,25% μεσοπρόθεσμα.
Για τον πληθωρισμό σημειώνει ότι προβλέπεται να μειωθεί στο 2% έως το τέλος του 2025 .Για το τραπεζικό σύστημα, το Ταμείο σημειώνει ότι παρέμεινε ανθεκτικό και οι ισολογισμοί του βελτιώθηκαν.
«Οι διαρθρωτικές ανισορροπίες που προκύπτουν από τις χαμηλές αποταμιεύσεις των νοικοκυριών και τις χαμηλές ακόμη επενδύσεις καθώς και από τη διαρθρωτική μεταβολή που συνιστά η κλιματική αλλαγή επιβαρύνουν τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης», αναφέρει.
«Με μία ισχυρή αύξηση εσόδων, η διατήρηση πρωτογενών πλεονασμάτων περίπου 2% του ΑΕΠ μεσοπρόθεσμα θα βελτίωνε περαιτέρω τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους, παρέχοντας πρόσθετο χώρο για τη χρηματοδότηση με εγχώριους πόρους δημόσιων επενδύσεων και σημαντικών κοινωνικών δαπανών». Στο πλαίσιο αυτό, σημειώνεται ότι είναι σημαντικό να περιορισθούν οι πιέσεις για δαπάνες, όπως στους μισθούς και τις συντάξεις του δημοσίου, για να διατηρηθεί δημοσιονομικός χώρος για κοινωνικές δαπάνες και δημόσιες επενδύσεις.