Παραδίδοντας ένα πρωτοφανές σόου στη γερμανική Καγκελαρία ο Τούρκος Πρόεδρος όχι μόνο εκμεταλλεύθηκε το βήμα για μια οξύτατη επίθεση εναντίον του Ισραήλ αλλά κατηγόρησε ευθέως τη Γερμανία ότι υποστηρίζει το Ισραήλ επειδή η «Γερμανία έχει χρέη προς το Ισραήλ», ενώ ο ίδιος και η Τουρκία μιλούν ελεύθερα γιατί «δεν πέρασαν από τα δεσμά του Ολοκαυτώματος».
Από το Βερολίνο, ο Ερντογάν προσπάθησε να ανταγωνιστεί ολόκληρο τον δυτικό κόσμο, να παρουσιάσει την Τουρκία ως υπερασπιστή του νόμου και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και τον εαυτό του ως ηγέτη όλων των μουσουλμάνων.
Αλλά οι κύριοι στόχοι του Ερντογάν δεν ήταν εξωτερικοί. Με τα χαρτιά που είχε στα χέρια του -το μεταναστευτικό ζήτημα, τη μεγάλη τουρκική κοινότητα στη Γερμανία και, φυσικά, τη συμμετοχή της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ- ήθελε να αναγκάσει τη Γερμανία να κάνει παραχωρήσεις στις ευρωτουρκικές σχέσεις και να άρει το εμπάργκο όπλων.
Ο Ερντογάν παίζει ένα διπλό παιχνίδι με το Βερολίνο και την Ουάσιγκτον για να πουλήσει την ένταξη της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ ως τελευταίο ατού, για να καλύψει τις κρίσιμες ανάγκες της τουρκικής πολεμικής αεροπορίας και να αποκαταστήσει το κύρος της χώρας του που έχει πληγεί από το αμερικανικό εμπάργκο και τον αποκλεισμό του Βερολίνου από τον εφοδιασμό με οπλικά συστήματα.
Ο Ερντογάν έχει κρατήσει παγωμένη τη διαδικασία επικύρωσης του πρωτοκόλλου ένταξης της Σουηδίας, η οποία συνδέεται άμεσα με την πώληση των F-16 στην Τουρκία. Ταυτόχρονα, ως τακτική αντιπερισπασμού, προσπαθεί να ασκήσει πίεση στις ΗΠΑ απαιτώντας την προμήθεια Eurofighter Typhoon σε μια κοινοπραξία Γερμανίας, Ιταλίας, Ισπανίας και Ηνωμένου Βασιλείου.
Η στάση του καγκελαρίου Σόλτς είναι γνωστή και επισήμως μεν η Καγκελαρία παραπέμπει στη διαδικασία έγκρισης πώλησης εξοπλισμών από το Συμβούλιο Ασφαλείας, αλλά το Βερολίνο επιμένει στο βέτο του. Σε αντίθεση με την Ισπανία και τη Βρετανία που σύμφωνα με την Άγκυρα είναι θετικές σε μια τέτοια πώληση.
Και εισπράττοντας την άρνηση του Βερολίνου, κατά τη διάρκεια της κοινής συνέντευξης τύπου με τον Καγκελάριο Σολτς εκνευρισμένος ο Τούρκος πρόεδρος δήλωσε: «Είτε τα δώσει είτε όχι η Γερμανία, δεν είναι η μόνη στον κόσμο που παράγει πολεμικά αεροσκάφη; Μπορούμε να κοιτάξουμε σε πολλά μέρη ενώ τώρα και η Τουρκία έχει γίνει μία από τις κορυφαίες χώρες όσον αφορά τα μη επανδρωμένα πολεμικά αεροσκάφη…».
Η τουρκική πολεμική αεροπορία διαθέτει τον παλαιότερο στόλο μαχητικών στο ΝΑΤΟ, παρά τη δήλωση του προέδρου της BAYKAR, του αδελφού του γαμπρού του Η τουρκική πολεμική αεροπορία διαθέτει τον παλαιότερο στόλο μαχητικών αεροσκαφών στο ΝΑΤΟ. Εν τω μεταξύ, η αγορά από την Ελλάδα των γαλλικών μαχητικών αεροσκαφών Rafale και η αναβάθμιση των F-16 της έχει εξασφαλίσει ότι η ισορροπία δυνάμεων στο Αιγαίο δεν έχει πλέον αντιστραφεί.
Ωστόσο, η Τουρκία φαίνεται να αθέτησε την υπόσχεσή της προς την αμερικανική πλευρά ότι η τουρκική Εθνοσυνέλευση θα επικύρωνε το πρωτόκολλο προσχώρησης της Σουηδίας μετά την υπογραφή του από τον πρόεδρο Ερντογάν. Οι Αμερικανοί ήλπιζαν ότι τα κράτη μέλη θα καλωσόριζαν τη Σουηδία ως 32ο μέλος στη σύνοδο των υπουργών Εξωτερικών του ΝΑΤΟ στις 28-29 Νοεμβρίου.
Η Επιτροπή Εξωτερικών της Τουρκικής Εθνοσυνέλευσης όμως με σαφή άνωθεν εντολή διέκοψε τη συνεδρίαση της την Πέμπτη και παρά τις αρχικές πληροφορίες ότι θα επανάφερε προς συζήτηση το Πρωτόκολλο την ερχόμενη εβδομάδα, έγινε γνωστό ότι δεν έχει καθοριστεί πότε θα συνεχισθεί η συζήτηση του.
Ο Τούρκος υπουργός Άμυνας Γκιουλέρ δήλωσε ότι η Τουρκία επιδιώκει να αγοράσει 20+20 Eurofighter Typhoon και δεν ενδιαφέρεται για τα F-35, προσθέτοντας ότι η Τουρκία “δεν θα αφήσει τους S-400 στην αποθήκη και θα πατήσει το κουμπί αν χρειαστεί”.
Η τελευταία προσπάθεια του προέδρου Ερντογάν για παρόμοιες (αποτυχημένες) διαπραγματεύσεις ήταν ένα αίτημα προς τις ΗΠΑ για την αγορά των Patriot, αλλά απαίτησε να του παραδοθούν οι ηλεκτρονικοί κώδικες του αντιπυραυλικού συστήματος. Όταν το αίτημα αυτό απορρίφθηκε, στράφηκε στη Μόσχα για να εκβιάσει τις ΗΠΑ και αγόρασε τους S400 έναντι 2 δισ. δολαρίων. Τα επακόλουθα ήταν καλά τεκμηριωμένα και η Τουρκία υπέστη κυρώσεις βάσει του νόμου CAATSA και απομακρύνθηκε από το πρόγραμμα παραγωγής των F-35 για το οποίο είχε ήδη καταβάλει 1 δισεκατομμύριο δολάρια.