Ενώ περιμένουμε τον Ερντογάν στην Αθήνα, τα γνωστά ερωτήματα που μας στοιχειώνουν εδώ και δεκαετίες επανέρχονται στη δημόσια συζήτηση.
Πρώτον, το πιο βασικό: πρέπει να κάνουμε διάλογο με την Άγκυρα ή όχι; Το πιο σημαντικό ερώτημα είναι αν πρέπει να κάνουμε διάλογο με την Τουρκία ή όχι. Διάλογος δεν σημαίνει υποχώρηση. Η ιδέα ότι ο διάλογος είναι επικίνδυνος απορρέει από έλλειψη εμπιστοσύνης και συνήθως προβάλλεται από εκείνους που πιστεύουν ότι η Ελλάδα θα βγει χαμένη αν η μοναδική διαφορά της με την Τουρκία, για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ της, οδηγηθεί στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις έχουν εμπλακεί σε διάλογο με την Άγκυρα.
Από τη μία πλευρά, πρόκειται για μια πολιτική κατευνασμού απέναντι σε έναν δύσκολο γείτονα και, από την άλλη, για ένα μήνυμα προς τη διεθνή σκηνή ότι, παρά την παρουσία προληπτικών γειτόνων, η χώρα τους δεν είναι αδιάλλακτη. Εκτός από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, όταν ο Ανδρέας Παπανδρέου είπε “όχι” στο διάλογο (μέχρι που και ο Ανδρέας Παπανδρέου άλλαξε στάση και τελικά μπήκε σε διάλογο με τον Οζάλ), όλοι οι υπόλοιποι Έλληνες πρωθυπουργοί που συνομίλησαν με την Τουρκία δεν υπέστησαν ήττα σε αυτή την πολιτική επιλογή.
Τι θέλει όμως ρεαλιστικά η Ελλάδα από τον διάλογο με την Τουρκία στην παρούσα φάση;
Πρώτον, να ενισχύσει την αποκλιμάκωση της έντασης, η οποία, αν επιτευχθεί, θα αποτελέσει ορόσημο για το μέλλον. Και μόνο το γεγονός ότι οι υπερπτήσεις και η ρητορική περί “γαλάζιας πατρίδας” έχουν ήδη σταματήσει εδώ και δέκα μήνες έχει απτά οφέλη και για τις δύο χώρες.
Δεύτερον, σε θέματα χαμηλής πολιτικής, όπως η οικονομία, ο τουρισμός και οι επενδύσεις, υπάρχουν πολλές ευκαιρίες ανάπτυξης, οι οποίες θα μπορούσαν να αποφέρουν σημαντικά οφέλη και στις δύο πλευρές μέσω της συνεννόησης Αθήνας-Άγκυρας.
Τρίτον, τα μέτρα που έχουν ληφθεί τους τελευταίους μήνες για το θέμα της μετανάστευσης, το οποίο έχει αναδειχθεί σε μείζον πρόβλημα τα τελευταία χρόνια, είναι σημαντικά. Σύμφωνα με τα στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα το Υπουργείο Μεταναστευτικής Πολιτικής, ο αριθμός των μεταναστών μειώθηκε κατά 60% την περίοδο Σεπτεμβρίου-Νοεμβρίου. Η μείωση αυτή σχετίζεται κυρίως με τη βελτίωση της συνεργασίας μεταξύ Αθήνας και Άγκυρας, η οποία οδήγησε σε συμφωνία για τη τοποθέτηση ενός Έλληνα αξιωματούχου στη Σμύρνη και ενός Τούρκου αξιωματούχου στη Λέσβο. Η Τουρκία έχει περάσει από την εργαλειοποίηση του μεταναστευτικού ζητήματος, την οποία προσπαθούσε να κάνει για μεγάλο χρονικό διάστημα, στη συνεργασία με την Ελλάδα για τον περιορισμό του ρόλου των διακινητών. Γιατί; Πολύ απλά, επειδή συνειδητοποίησε ότι και η ίδια η χώρα της ήταν θύμα των πολιτικών της. Πώς; Με την προσέλκυση παράνομων μεταναστών στην Τουρκία, οι οποίοι δεν μπορούσαν να περάσουν στην Ελλάδα λόγω της κατάστασης ασφαλείας. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η Τουρκία να δεχτεί σχεδόν πέντε εκατομμύρια μετανάστες, επιδεινώνοντας περαιτέρω τα προβλήματα του Ερντογάν.
Όλα αυτά αποδεικνύουν ότι το “καζάν καζάν” του Τούρκου προέδρου – η ιδέα ότι οι δύο χώρες τα βρίσκουν με τη λογική “win-win”, ωφελώντας και τις δύο πλευρές – έχει κάποια βάση. Βέβαια, αρκεί να έχει κανείς κατά νου ότι ο Ερντογάν είναι απρόβλεπτος και επομένως, οι όποιες συνομιλίες ή συμφωνίες μαζί του μπορεί να τιναχτούν στον αέρα ανά πάσα στιγμή. Και βέβαια, δεν θα πρέπει να είναι αφελές ή αισιόδοξο να υποθέσουμε ότι υπό τις παρούσες συνθήκες η Τουρκία θα δεχόταν την υπογραφή συμβιβασμού για την επίλυση των ζητημάτων της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ στη Χάγη.