Ένα κοινό ανακοινωθέν που θα εκδοθεί στο τέλος των ελληνοτουρκικών συνομιλιών στην Αθήνα στις 7 Δεκεμβρίου θεωρείται μεταξύ Αθήνας και Άγκυρας ως γραπτή δήλωση προθυμίας για ένα κοινό βήμα προς την εξομάλυνση των σχέσεων, παρά τις γνωστές μεγάλες διαφωνίες. Μια ανάσα πριν από το Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας που πρόκειται να πραγματοποιηθεί υπό τον Κυριάκο Μητσοτάκη και τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, οι δίαυλοι μεταξύ του πρωθυπουργικού γραφείου και της τουρκικής προεδρίας είναι ανοιχτοί για την επίλυση των όποιων λεπτομερειών.
Η Αθήνα δεν έχει λάβει προσώρας από την απέναντι πλευρά του Αιγαίου κάποιο αρνητικό σήμα που να την κινητοποιεί εκτάκτως, ούτε έχει ενημέρωση για μετάβαση του Ερντογάν στη Θράκη – αν πάντως υπάρξει τουρκικό αίτημα της τελευταίας στιγμής, θα είναι βέβαιη η κυβερνητική συνοδεία στην επίσκεψη.
Με τα λόγια του κυβερνητικού εκπροσώπου, η «κρίσιμη συνάντηση» λογίζεται ως «άλλο ένα σημαντικό βήμα» στην προσπάθεια να εμπεδωθεί το κλίμα ήρεμων επαφών. «Στόχος να προστατεύσουμε τον διάλογο. Είναι δεδομένες οι διαφωνίες μας, όμως αυτό που εμείς θέλουμε είναι οι διαφωνίες να μην παράγουν κρίσεις» ανέφερε ο Παύλος Μαρινάκης, τονίζοντας ότι η Ελλάδα δεν μπαίνει σε καμία συζήτηση «σε θέματα κυριαρχικών δικαιωμάτων – ούτε θα ήταν ποτέ δυνατόν να είναι κάτι τέτοιο στην ατζέντα».
Μετά το Προεδρικό Μέγαρο που θα είναι ο πρώτος σταθμός του Ερντογάν αφότου προσγειωθεί στην Αθήνα για συνάντηση με την Κατερίνα Σακελλαροπούλου, ο παλμός του Ανώτατου Συμβουλίου θα χτυπά (υπό δρακόντεια μέτρα ασφαλείας όπως προέκυψε στις χθεσινές διαδοχικές συσκέψεις) κυρίως στο Μαξίμου, αλλά και στο κτίριο του υπουργείου Εξωτερικών και στη Λέσχη Αξιωματικών των Ενόπλων Δυνάμεων. Εξάλλου οι διμερείς υπουργικές συναντήσεις θα γίνονται αλλού την ώρα των συζητήσεων Μητσοτάκη – Ερντογάν στην Ηρώδου Αττικού παρουσία των υπουργών Εξωτερικών Γιώργου Γεραπετρίτη και Χακάν Φιντάν και των διπλωματικών συμβούλων των δύο ηγετών Αννας-Μαρίας Μπούρα και Τσαγατάι Κιλίτς – όπως είχε γίνει σε Νέα Υόρκη και Βίλνιους.