Υπό ισχυρή πίεση βρίσκεται η κατανάλωση τυποποιημένου ελαιόλαδου στην εσωτερική αγορά, λόγω των υψηλών τιμών που έχουν διαμορφωθεί στη διάρκεια του τελευταίου χρόνου. Στη διάρκεια του 2023, η μέση τιμή αυξήθηκε κατά 30%. Αντιθέτως ευνοείται κατά κύριο λόγο η συσκευασία του δεκαεξάκιλου τενεκέ με το χύμα ελαιόλαδο και, σε δεύτερο επίπεδο, η κατανάλωση των σπορελαίων. Και σύμφωνα με όλες τις προγνώσεις η κατάσταση αυτή αναμένεται να επιδεινωθεί στη διάρκεια του 2024.
Υπολογίζεται ότι δεν θα υπερβεί τους 14.760 τόνους – βεβαίως λόγω της μεγάλης αύξησης της τιμής οι πωλήσεις θα αυξηθούν κατά 6%. Αλλά και οι εκτιμήσεις για το 2024 είναι ακόμη πιο οδυνηρές για τους παραγωγούς τυποποιημένου ελαιόλαδου. Υπολογίζεται ότι θα χάσουν περίπου το 20% του όγκου των πωλήσεων τους. Οι καταναλωτές προτιμούν – όπως είναι φυσικό – την συσκευασία του ενός λίτρου. Ωστόσο η κατάρρευση της εν λόγω κατηγορίας αντισταθμίζεται από την αύξηση των εξαγωγών, λόγω της δραματικής μείωσης της ισπανικής παραγωγής. Οι ποσότητες που χάνονται από την εσωτερική αγορά, κερδίζονται από την διεθνή αγορά.
Όμως αυτό δεν σημαίνει ότι οι Έλληνες καταναλωτές σταμάτησαν να καταναλώνουν ελαιόλαδο. Αντιθέτως κερδίζει μερίδιο – μετά από χρόνια υποχώρησης – ο δεκαεξάκιλος τενεκές. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι η τιμή του έξτρα παρθένου – ελαιολάδου στο ράφι του σούπερ μάρκετ πλησιάζει τα 17 ευρώ το λίτρο, ενώ ο τενεκές πωλείται προς 160, αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις προς 170 ευρώ. Δηλαδή, η τιμή του προϊόντος είναι 10 ευρώ το λίτρο. Η διαφορά είναι εμφανής και αποτελεί ισχυρό κίνητρο για σημαντική μερίδα καταναλωτών. Όμως στη προκειμένη περίπτωση εξίσου υψηλό με το κίνητρο είναι και το ρίσκο του νοθευμένου προϊόντος.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Nielsen, από τις συνολικές ποσότητες του τυποποιημένου που καταναλώνονται στην εσωτερική αγορά, το 60% αφορά στο έξτρα παρθένο ελαιόλαδο και το 40% στο κλασικό παρθένο ελαιόλαδο. Αξίζει να σημειωθεί ότι το 50% της αξίας των πωλήσεων τυποποιημένου ελαιόλαδου πραγματοποιείται στην Αττική και την Κεντρική Ελλάδα, το 45% πραγματοποιείται στη Θεσσαλονίκη, την υπόλοιπη Μακεδονία και την Θράκη, ενώ η Κρήτη και η Πελοπόννησος έχουν πολύ μικρό τζίρο.