Κι όμως… Βρισκόμαστε στις 4 Σεπτεμβρίου 1997, στην οδό Μπεν Γιέχουντα, στο κέντρο της Ιερουσαλήμ. Τρεις καμικάζι της Χαμάς ανατινάζονται, σκοτώνοντας πέντε άτομα, μεταξύ των οποίων και την δεκατετράχρονη Σμάνταρ, που είχε βγει από το σπίτι της για να αγοράσει ένα βιβλίο. Έφερε ένα επώνυμο ένδοξο στο Ισραήλ. Ο παππούς της, ο στρατηγός Ματιτιάχου Πέλεντ, υπήρξε ένας από τους πρωτεργάτες της νίκης του 1967, για να μετατραπεί στη συνέχεια σε «περιστερά» και σε έναν από τους πρωταγωνιστές εκείνου που ονομάστηκε «συνομιλίες του Παρισιού», των πρώτων συναντήσεων μεταξύ της ηγεσίας της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (PLO) και των Ισραηλινών «σιωνιστών». Εκείνη τη χρονιά, ο Βενιαμίν Νετανιάχου είχε ήδη ανέλθει στον πρωθυπουργικό θώκο και είχε υποσχεθεί ότι θα διέλυε τις συμφωνίες του Όσλο του 1993, κάτι που τελικά κατόρθωσε. Γνώριζε επίσης την μητέρα της Σμάνταρ, την Νούριτ, παλιά συμμαθήτρια και φίλη των νεανικών του χρόνων. Όταν της τηλεφώνησε για να την συλλυπηθεί, η χαροκαμένη μητέρα του αντιγύρισε: «Μπίμπι , τι έκανες;» –θεωρώντας τον υπεύθυνο για τον θάνατο της κόρης της.
«Για μένα, δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα στον τρομοκράτη που σκότωσε την κόρη μου και στον Ισραηλινό στρατιώτη που, σε περίοδο αποκλεισμού των παλαιστινιακών εδαφών, δεν άφησε μια Παλαιστίνια έγκυο να περάσει το μπλόκο, με αποτέλεσμα να χάσει τελικά το παιδί της. Είμαι πεπεισμένη ότι, εάν οι Παλαιστίνιοι μας φέρονταν όπως “εμείς” τους φερόμαστε, τότε “εμείς” θα είχαμε εξαπολύσει εναντίον τους μια τρομοκρατία εκατό φορές χειρότερη.» H Νούριτ τελείωνε το κείμενό της χαρακτηρίζοντας τον Νετανιάχου «άνθρωπο του παρελθόντος». Δυστυχώς, έκανε λάθος, αφού παραμένει η κυρίαρχη προσωπικότητα στην ισραηλινή πολιτική ζωή. Παρά τις πολύμηνες επικρίσεις και κινητοποιήσεις εναντίον του λόγω του σχεδίου του για τη μεταρρύθμιση της δικαιοσύνης, η συντριπτική πλειοψηφία της κοινωνίας στοιχήθηκε πίσω του για να δικαιολογήσει την εγκληματική –σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο– πολιτική που εφαρμόζει στη Γάζα. Στα ερείπια του θύλακα που ακόμα σιγοκαίνε μεγαλώνει η επόμενη γενιά Παλαιστίνιων μαχητών, πιο αποφασισμένη από την προηγούμενη, με την καρδιά γεμάτη λύσσα και άσβεστο μίσος.
Η δράση των βομβιστών αυτοκτονίας των δεκαετιών του 1990 και του 2000, όπως και η επίθεση της 7ης Οκτωβρίου από τη Χαμάς σε συνεργασία με άλλες παλαιστινιακές οργανώσεις, αποτελούν εγκλήματα πολέμου, όπως εξάλλου και ο αποκλεισμός και οι βομβαρδισμοί της Γάζας. Θέτουν για μία ακόμα φορά το ζήτημα της τρομοκρατίας και του ορισμού της. Πρόκειται για ένα δύσκολο εγχείρημα, καθώς οι ομάδες που συγκαταλέγονται στην κατηγορία της «τρομοκρατίας» είναι ετερογενείς. Μπορούμε να εντάξουμε στην ίδια ομάδα την αμερικανική ακροδεξιά πολιτοφυλακή που διέπραξε την επίθεση στην Οκλαχόμα Σίτυ στις 19 Απριλίου 1995, την Αλ Κάιντα, τον Ιρλανδικό Δημοκρατικό Στρατό (ΙRΑ) ή το Εργατικό Κόμμα του Κουρδιστάν (ΡΚΚ); Μια τέτοια συνολική ενοχοποίηση σημαίνει ότι θεωρούμε αυτά τα κινήματα ως την ενσάρκωση του απόλυτου Κακού, που μαζί του είναι αδύνατο να υπάρξει οποιοσδήποτε συμβιβασμός και η μόνη στρατηγική εναντίον του είναι η προσπάθεια πλήρους εξάλειψής του, ώστε να εξασφαλιστεί η νίκη του Καλού. Ωστόσο, συχνά η ιστορία απέδειξε, τόσο στην Ιρλανδία όσο και στην Αλγερία, ότι οι «χτεσινοί τρομοκράτες» είναι οι αυριανοί ηγέτες.
Όταν οι δημοσιογράφοι απαιτούν από οποιονδήποτε παρεμβαίνει σχετικά με τη Γάζα να καταγγείλει την Χαμάς ως «τρομοκρατική οργάνωση», ξεχνούν ότι αυτός ο χαρακτηρισμός, που χρησιμοποιείται κυρίως από την Ευρωπαϊκή Ένωση και τις ΗΠΑ, δεν έχει υιοθετηθεί ούτε από τον ΟΗΕ ούτε και από πολλά άλλα κράτη, που διατηρούν διαύλους επικοινωνίας με την οργάνωση. Ακόμα και το Ισραήλ διατήρησε επαφές μαζί της για πολλά χρόνια, ενώ επέτρεψε στο Κατάρ να στείλει εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια στη Γάζα, ελπίζοντας έτσι να «εξαγοράσει» το κίνημα. Είναι δυνατόν να πιστεύει κανείς ότι ένας πολιτικός σχηματισμός που συγκέντρωσε το 44% περίπου των προτιμήσεων των ψηφοφόρων στις βουλευτικές εκλογές του 2006 μπορεί έτσι απλά να εξαλειφθεί;
Η ένταξη της Χαμάς στον κατάλογο των τρομοκρατικών οργανώσεων από την Ευρωπαϊκή Ένωση στις αρχές της δεκαετίας του 2000, μετά τη δεύτερη Ιντιφάντα, είχε πυροδοτήσει πλήθος συζητήσεων. Η Γαλλία, πεπεισμένη ότι ήταν καλύτερο να υπάρχει δυνατότητα επαφών με το ισλαμιστικό κίνημα, επιθυμούσε τον διαχωρισμό της οργάνωσης από τον ένοπλο κλάδο της, τις Ταξιαρχίες Ιζ Αλ-Ντιν Αλ-Κασάμ που συγκαταλέγονταν ήδη στον κατάλογο, ακριβώς όπως είχε υπάρξει και παλαιότερα διαχωρισμός των Ταξιαρχιών των Μαρτύρων του Αλ-Ακσά από την Φατάχ, τον σημαντικότερο κλάδο της PLO. Το Παρίσι ενέδωσε τελικά στις πιέσεις των εταίρων του, αλλά εξακολουθεί να απορρίπτει την ένταξη της Χεζμπολάχ σε αυτόν τον κατάλογο, καθώς αποτελεί πολιτικό κόμμα με παρουσία στο Κοινοβούλιο του Λιβάνου και σημαντικό παράγοντα της εσωτερικής πολιτικής στη Xώρα των Kέδρων.
Η περίπτωση του ΡΚΚ συμπυκνώνει όλες τις αντιφάσεις της πολιτικής της Δύσης. Περιλαμβάνεται στους καταλόγους των τρομοκρατικών οργανώσεων που έχουν συντάξει οι ΗΠΑ και η Ευρώπη, και έτσι υπάρχει η δυνατότητα να απαγγελθεί η κατηγορία της απολογίας της τρομοκρατίας σε οποιονδήποτε το υποστηρίξει φραστικά. Ωστόσο, την περίοδο 2014-2015, οι Δυτικοί εφοδίασαν το ΡΚΚ με όπλα για να σταματήσει την επίθεση του Ισλαμικού Κράτους στο Ιράκ και για να υπερασπιστεί τη συριακή πόλη Κομπάνι, με ηρωισμό που χαιρετίστηκε ευρύτατα ανά τον κόσμο.
Μπορούμε να συμφωνήσουμε στο γεγονός ότι υπάρχουν «τρομοκρατικές ενέργειες»: είναι εκείνες που στοχεύουν ή πλήττουν κυρίως πολίτες. Αυτή η μέθοδος αγώνα χρησιμοποιήθηκε από πολλά απελευθερωτικά κινήματα, σε μεγαλύτερη ή μικρότερη κλίμακα, ανάλογα με τις περιστάσεις. Προτού εκφράσουμε την αγανάκτησή μας, θα πρέπει να θυμηθούμε ότι βρίσκονταν αντιμέτωπα με σύγχρονους στρατούς που διέθεταν αεροπορία, άρματα μάχης και πυραύλους, σε μια εντελώς άνιση μάχη. Και ότι ο καθημερινός τρόμος, αόρατος για τον αποικιοκράτη αλλά συχνά εξοντωτικός, έπληττε επί δεκαετίες τους πληθυσμούς που βρίσκονταν υπό κατοχή, πυροδοτώντας αισθήματα οργής, ματαίωσης και λύσσας.
«Είναι εύκολο να μην παρατηρείς τον τρόμο», σημείωνε ο συγγραφέας Μανές Σπέρμπερ. «Κρύβεται κάτω από την αδιαφορία όσων δεν τους αφορά, δηλαδή της συντριπτικής πλειοψηφίας». Μιλούσε για τον φασιστικό τρόμο στην Ευρώπη της δεκαετίας του 1930, αλλά ο αποικιακός τρόμος ήταν ακόμα πιο αόρατος για τη συντριπτική πλειοψηφία των κατοίκων των αποικιοκρατικών χωρών, που εκπλήσσονταν για τη «βαρβαρότητα» με την οποία αντιδρούσαν τα θύματα της αποικιοκρατίας.
Το σχόλιο σας