Στα 17,8 δισ. ευρώ διαμορφώθηκε η αξία των πωλήσεων των εταιρειών εμπορίας πετρελαιοειδών για το 2022, εμφανίζοντας άνοδο 69,2% σε σύγκριση με το 2021 και όντας υπερδιπλάσια σε σύγκριση με το 2020, βάσει των στοιχείων που δημοσιοποιεί σε μελέτη του το ΙΟΒΕ.
Παράλληλα ο κλάδος αντιμετωπίζει μία σειρά προκλήσεων αλλά και προοπτικών για τα επόμενα έτη, εκ των οποίων οι σημαντικότερες είναι οι ακόλουθες:
Η αύξηση του κόστους χρηματοδότησης επηρεάζει έντονα τις εταιρείες εμπορίας πετρελαιοειδών εξαιτίας των υψηλών αναγκών σε κεφάλαια κίνησης για την κτήση των προϊόντων πετρελαίου, συμπεριλαμβανομένης της πληρωμής του ειδικού φόρου κατανάλωσης. Πολλοί από τους εθνικούς στόχους πολιτικής για την Ενέργεια και το Κλίμα επηρεάζουν άμεσα τον κλάδο εμπορίας πετρελαιοειδών, καθώς για να επιτευχθούν απαιτούνται μέτρα περιορισμού της κατανάλωσης πετρελαιοειδών. Σύμφωνα με το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ), η ετήσια κατανάλωση προϊόντων πετρελαίου για ενεργειακή χρήση θα υποχωρήσει κατά 8% το 2025 και κατά 23% το 2030 σε σύγκριση με το 2015, δημιουργώντας σοβαρές πιέσεις στις εταιρείες εμπορίας πετρελαιοειδών. Στον τομέα των Μεταφορών, η μείωση της κατανάλωσης πετρελαιοειδών θα βασιστεί στην υποκατάσταση με ηλεκτρική ενέργεια (ηλεκτροκίνηση), αέρια καύσιμα (προηγμένα και συνθετικά βιοκαύσιμα) και πράσινο υδρογόνο, καθώς και σε ενίσχυση της ενεργειακής απόδοσης. Οι εταιρείες εμπορίας πετρελαιοειδών έχουν αναλάβει μεγάλο τμήμα της υποχρέωσης βελτίωσης της ενεργειακής απόδοσης (περίπου 56% του συνόλου ή 815 ktoe). Αυτό συνεπάγεται υψηλό κόστος συμμόρφωσης εφόσον οι εταιρείες δεν λάβουν τα απαραίτητα μέτρα για τη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης στους τομείς που χρησιμοποιούνται πετρελαιοειδή (πλην αεροπορικών μεταφορών). Το κόστος αυτό δημιουργεί ένα επιπλέον βάρος για τα οικονομικά αποτελέσματα των εταιρειών του κλάδου και περισσότερο για εκείνες που παρουσιάζουν ζημιές ή οριακή κερδοφορία. Για την περίοδο 2023 – 2030 θα απαιτηθεί από τις εταιρείες εμπορίας πετρελαιοειδών να επιτύχουν εξοικονομήσεις ενέργειας στην τελική κατανάλωση υλοποιώντας και τεχνικά μέτρα (εκτός από οριζόντια/συμπεριφορικά), τα οποία απαιτούν υψηλές επενδύσεις. Η αναμενόμενη υποχώρηση των πωλήσεων θα διατηρήσει την ιδιαίτερα ασθενή κερδοφόρα εικόνα του κλάδου ή θα την καταστήσει ζημιογόνα, τουλάχιστον όσον αφορά: α) τα προϊόντα που κατευθύνονται στην εσωτερική αγορά (κυρίως βενζίνες και πετρέλαιο κίνησης και θέρμανσης) και β) τις επιχειρήσεις που στηρίζουν τις πωλήσεις τους σε αυτά τα προϊόντα. Τα οικονομικά αποτελέσματα του κλάδου τα επόμενα έτη θα εξαρτηθούν κρίσιμα από την πορεία της οικονομίας, την εξέλιξη των διεθνών τιμών πετρελαίου, τη φορολογική αντιμετώπιση και την ικανότητα τραπεζικής ή άλλης χρηματοδότησης με αποδεκτό κόστος. Συγχρόνως, μεσοπρόθεσμα απαιτούνται σημαντικές επενδύσεις από τις εταιρείες εμπορίας για την προσαρμογή στα νέα δεδομένα (ηλεκτροκίνηση, σταθμοί υδρογόνου, κ.λπ.). Τα οικονομικά αποτελέσματα του κλάδου, όπως αποτυπώνονται στην παρούσα μελέτη, δημιουργούν ορισμένες αμφιβολίες για την οικονομική δυνατότητα των μικρότερων κυρίως επιχειρήσεων να τις υλοποιήσουν.
Η πορεία το 2022
Όπως σημειώνεται στη μελέτη η αύξηση των πωλήσεων οφείλεται στην ενίσχυση του όγκου πωλήσεων και στην κατακόρυφη άνοδο των διεθνών τιμών των προϊόντων πετρελαίου, η οποία το 2022 οδήγησε σε αύξηση του κόστους πωληθέντων κατά 71,6% έναντι του 2021.
Τα μεικτά κέρδη των εταιρειών εμπορίας πετρελαιοειδών έφτασαν τα 528 εκατ. ευρώ το 2022. Ενισχύθηκαν μετά τη σημαντική υποχώρηση το 2020 και βρίσκονται σε επίπεδο λίγο υψηλότερο έναντι του 2019. Ο κλάδος εμπορίας πετρελαιοειδών διένυσε μια περίοδο 5 ετών (2010-2014) συσσώρευσης ζημιών, οι οποίες πλησίασαν τα 340 εκατ. ευρώ. Το ίδιο διάστημα κάποιες επιχειρήσεις του κλάδου διέκοψαν τη λειτουργία τους.
Το 2015 ο κλάδος συνολικά επέστρεψε σε οριακή κερδοφορία, ενώ τα επόμενα έτη, έως και το 2019, η κερδοφορία βελτιώθηκε. Το 2020 σημειώθηκαν σημαντική μείωση των κερδών και μεγάλες ζημιές για τον κλάδο. Τα επόμενα έτη 2021 και 2022 η κερδοφορία ανέκαμψε και επανήλθε κοντά στο επίπεδο του 2019.
Απομονώνοντας τις επιδόσεις των εταιρειών εμπορίας που πωλούν αεροπορικά καύσιμα ή δραστηριοποιούνται σε διεθνείς πωλήσεις και εμπόριο (trading), προκύπτει ότι τα κέρδη του κλάδου συρρικνώνονται, ενώ και οι ζημιές των προηγούμενων ετών διογκώνονται ακόμα περισσότερο, φτάνοντας σωρευτικά (μετά την πληρωμή φόρων) τα -396 εκατ. ευρώ την περίοδο 2010-2022. Ουσιαστικά, η δραστηριότητα εμπορίας αεροπορικών καυσίμων και άλλων διεθνών πωλήσεων και εμπορίας συμβάλλει καθοριστικά στα συνολικά οικονομικά αποτελέσματα του κλάδου.
Το συνολικό περιθώριο μεικτού κέρδους των εταιρειών εμπορίας πετρελαιοειδών υποχώρησε το 2022 σε 3% από 4,4% το 2021 και 4,1% κατά μέσο όρο την περίοδο 2010-2022. Το περιθώριο καθαρού κέρδους προ φόρων ήταν οριακά θετικό (0,5%) το 2022 και δεν μεταβλήθηκε σε σύγκριση με το 2021. Η υγειονομική κρίση και οι περιορισμοί στις μετακινήσεις οδήγησαν το 2020 αρκετές εταιρείες σε αρνητικό καθαρό περιθώριο κέρδους προ φόρων. Η κατάσταση βελτιώθηκε κάπως το 2021 και το 2022 και η πλειονότητα των εταιρειών σημείωσε οριακά θετική κερδοφορία.
Το περιθώριο καθαρού κέρδους προ φόρων το 2022 ήταν σχεδόν μηδενικό για τις πωλήσεις εσωτερικού. Γίνεται οριακά θετικό (0,5%) με τη συμπερίληψη των πωλήσεων αεροπορικών καυσίμων και του διεθνούς trading, στις οποίες το περιθώριο καθαρού κέρδους προ φόρων διαμορφώθηκε σε 1,8% το 2022. Στις εξεταζόμενες εταιρείες του κλάδου εργάστηκαν 1.745 άτομα το 2022, από 1.777 το 2021.
Οι συνολικές επενδύσεις του κλάδου ενισχύθηκαν κατά 9,1%, σε 82,9 εκατ. το 2022 από 75,9 εκατ. το 2021. Ο αριθμός των πρατηρίων περιορίστηκε το 2022 σε 4.952 από 5.565 το 2021 (-11,0%).
Το κοινωνικό προϊόν του κλάδου εμπορίας πετρελαιοειδών το 2022 διαμορφώθηκε το 2022 σε 3,9 δισ., καθώς οι εξεταζόμενες εταιρείες δημιούργησαν για τον κρατικό προϋπολογισμό έσοδα από φόρους και άλλες εισφορές που ανήλθαν σε 3,7 δισ. Κατέβαλαν στο προσωπικό τους, υπό μορφή καθαρών αμοιβών και εργοδοτικών εισφορών, 95,9 εκατ. Κατέβαλαν πληρωμές προς το χρηματοπιστωτικό σύστημα ύψους 44,8 εκατ. Αποκόμισαν από τη δραστηριότητά τους συνολικά κέρδη ύψους €70,1 εκατ.