Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις παραμένουν το μεγάλο διακύβευμα της ελληνικής διπλωματίας για το 2024, αφού πρόκειται να κριθεί η αξιοπιστία της τουρκικής ηγεσίας και η διάρκεια των δηλώσεων προθέσεων που εξέφρασαν οι ηγέτες των δύο χωρών στη Διακήρυξη των Αθηνών της 7ης Δεκεμβρίου.
Το επόμενο διάστημα είναι προγραμματισμένη μεγάλη επιχειρηματική αποστολή υπό τον υφυπουργό εξωτερικών Κ. Φραγκογιάννη στην Κωνσταντινούπολη με σκοπό την προώθηση της θετικής ατζέντας, μια συνάντηση στο πλαίσιο του Πολιτικού Διαλόγου υπό τους υφυπουργούς εξωτερικών Αλ. Παπαδοπούλου και Μ. Ακσαπάρ, συζητήσεις για τα ΜΟΕ και η επίσκεψη του πρωθυπουργού Κυρ. Μητσοτάκη στην Άγκυρα στο τέλος της Άνοιξης, διαμορφώνοντας ένα πλαίσιο της βήμα-βήμα επαναπροσέγγισης των δυο πλευρών.
Οι λόγοι αυτής της αλλαγής στη στάση της τουρκικής ηγεσίας είναι γνωστοί και μπορεί να οφείλονται σε συγκυριακές περιστάσεις. Το πλήγμα που δέχτηκε η Τουρκία από τον καταστροφικό σεισμό, η επιθυμία να βελτιωθεί η εικόνα της Τουρκίας στη Δύση, η επιθυμία να αποφευχθούν τα προβλήματα που προκάλεσε η επίθεση στην Ελλάδα τόσο στην ΕΕ όσο και στην Ουάσιγκτον, καθώς και το γεγονός ότι, αν δεν αμφισβητούνται τα “ζωτικά” συμφέροντα της ίδιας της Τουρκίας διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο σε αυτή τη μεταστροφή.
Ωστόσο, όλες οι αιτίες έντασης μεταξύ των δύο χωρών παραμένουν στο τραπέζι και όλοι γνωρίζουν ότι όταν η κατάσταση αλλάξει ή όταν η Τουρκία πιστεύει ότι θίγονται τα συμφέροντά της, ο πρόεδρος Ερντογάν μπορεί απλώς να γνέψει και να επιστρέψει στα παλιά.
Το κείμενο της Διακήρυξης των Αθηνών είναι μη δεσμευτικό και με υπερβολή χαιρετίσθηκε ως το πιο σημαντικό κείμενο από τη Συμφωνία Βενιζέλου – Ινονού.
Το ζητούμενο σε αυτά τα κείμενα είναι μια διαφορά ερμηνείας από την Τουρκία, και δεν θα πρέπει να θεωρηθεί ότι η δέσμευση για αποχή από δηλώσεις ή ενέργειες που θα έθιγαν το πνεύμα της Διακήρυξης αφορά την άσκηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων του κράτους, όπως η επέκταση των χωρικών του υδάτων σε πρώτη φάση σε περιοχές που δεν επηρεάζονται από τη μελλοντική οριοθέτηση των συνόρων του με την Τουρκία.
Φυσικά, δεν πρέπει να θεωρηθεί ότι η δέσμευση αυτή ισχύει και για μεγάλα ενεργειακά έργα, όπως οι ηλεκτρικές διασυνδέσεις μεταξύ Ελλάδας και Κύπρου και Ισραήλ ή μεταξύ Ελλάδας και Αιγύπτου. Επιπλέον, η χρήση νησιών και βραχονησίδων για την εγκατάσταση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας θα πρέπει να συνεχιστεί κανονικά.
Μόλις επανεκκινήσει ο Πολιτικός Διάλογος, οι συζητήσεις δεν θα περιοριστούν στα θέματα της μετανάστευσης και της πολιτικής προστασίας. Αρχικά, θα επιχειρηθεί μια δοκιμαστική συζήτηση για το πώς οι δύο χώρες μπορούν να προσεγγίσουν εκ νέου το μείζον ζήτημα της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ. Ο τρόπος διάρθρωσης αυτού του διαλόγου αποτελεί μείζον ζήτημα, δεδομένου ότι η Τουρκία έχει καταστήσει σαφές ότι “όλα τα ζητήματα”, συμπεριλαμβανομένων των μονομερών διεκδικήσεων και προκλήσεων της, θα πρέπει να αλληλοσυνδεθούν και να αντιμετωπιστούν ως πακέτο.
Η Αθήνα έχει επίσης καταστήσει σαφές ότι δεν θα δεχθεί καμία συζήτηση για οποιοδήποτε θέμα που αφορά την ελληνική κυριαρχία. Αυτό ισχύει ακόμη περισσότερο εάν ο διάλογος διεξαχθεί σε πολιτικό επίπεδο και όχι σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων ή συνταξιούχων διπλωματών. Θέματα όπως η σύνδεση μεταξύ της αποστρατιωτικοποίησης των νησιών και της ελληνικής κυριαρχίας, καθώς και το τουρκοκυπριακό μνημόνιο κατανόησης που υποβλήθηκε στον ΟΗΕ από την τουρκική επιστολή, αποτελούν σημαντικά εμπόδια.
Παράλληλα, η πιθανή επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων στα 12 ναυτικά μίλια και η ύπαρξη σοφισμάτων σχετικά με τη “γκρίζα ζώνη” διαμορφώνουν ένα ασφυκτικά στενό πλαίσιο διαλόγου. Η Άγκυρα έχει σαφώς υιοθετήσει στάση αναμονής όσον αφορά το μέλλον της κρίσης στη Γάζα και τις σχέσεις της με την ΕΕ και τις ΗΠΑ. Φαίνεται ότι μια σύμβαση για την αγορά των F-16 έχει τεθεί σε κίνηση ως αποτέλεσμα της τρέχουσας κατάστασης, οπότε μπορεί να υπάρξει μια ευκαιρία να αποκατασταθούν οι σχέσεις με τις ΗΠΑ.
Ωστόσο, ο πρόεδρος Ερντογάν είναι απίθανο να προβεί σε σημαντικές κινήσεις πριν από τις προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ τον Νοέμβριο και πιστεύει ότι μια αλλαγή κυβέρνησης, πολύ περισσότερο αν οι δημοσκοπήσεις επιβεβαιώσουν το προβάδισμα του προέδρου Τραμπ, θα δημιουργούσε ένα πολύ πιο ευνοϊκό περιβάλλον για την Τουρκία στον Λευκό Οίκο.
Όσον αφορά την ΕΕ, είναι σαφές ότι σημαντικές κινήσεις όπως η κατάργηση της βίζας για τους Τούρκους πολίτες και η αναβάθμιση της τελωνειακής ένωσης δεν μπορούν να προχωρήσουν και θα αποτελούν μόνιμη πηγή τριβών. Και αυτό γιατί η Τουρκία αναγνωρίζει την Κύπρο και, σύμφωνα με την αρχή της καλής γειτονίας και φιλίας, είναι υποχρεωμένη να σέβεται την εδαφική κυριαρχία των γειτονικών της χωρών. Η αποκατάσταση της ηρεμίας στο Αιγαίο είναι ζωτικής σημασίας, όπως και η εξάλειψη της δυνατότητας αντιμετώπισης των προβλημάτων που υπάρχουν στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Αυτό δεν μπορεί και δεν πρέπει να γίνει με δυσανάλογο κόστος.
Αυτό γίνεται για να διασφαλιστεί ότι η Άγκυρα δεν θα νομίζει ότι ανοίγοντας και κλείνοντας απλώς τις βαλβίδες της έντασης μπορεί να κερδίσει αυτό που μπορεί να κερδίσει μόνο μέσω πολέμου.