Το ασφαλιστικό σύστημα της γενιάς μου
Το πρόβλημα της υπογεννητικότητας μαστίζει τις περισσότερες ανεπτυγμένες χώρες, ειδικά όσες συγκαταλέγονται στο λεγόμενο «δυτικό κόσμο», και αφορά όλο και περισσότερες αναπτυσσόμενες χώρες.
Το δημογραφικό δεν ηχεί για πρώτη φορά στα αυτιά μας. Τον κώδωνα του κινδύνου για τη Χώρα μας έχουν χτυπήσει οι ειδικοί, ήδη από τις αρχές τις δεκαετίας του 1970. Όταν ήταν πλέον σαφές, από μαθηματικά μοντέλα και την παρακολούθηση του ρυθμού των γεννήσεων, ότι καμία από τις επόμενες γενιές δεν θα ξεπέρναγε σε αριθμό τους Baby boomers, δηλαδή τη μεταπολεμική γενιά που περιλαμβάνει τα άτομα που έχουν γεννηθεί μεταξύ 1946-1964.
Όπως έγραψε ο Jones Landon στο βιβλίο του «Μεγάλες Προσδοκίες: Η Αμερική και η γενιά του Baby Boom», ως πληθυσμιακή ομάδα, οι Baby boomers κατά τη διάρκεια της ζωής τους έγιναν πλουσιότεροι, ήταν πιο ενεργοί και πιο γυμνασμένοι από οποιαδήποτε προηγούμενη γενιά. Ταυτόχρονα, ήταν και η πρώτη γενιά που είδε την κατάσταση στον κόσμο να βελτιώνεται τόσο σημαντικά, όσο μεγάλωνε. Μεταξύ των ετών 1950-2008, με εξαίρεση την πετρελαϊκή κρίση του 1973, η εποχή των baby boomers χαρακτηρίζεται από γρήγορους ρυθμούς ανάπτυξης της οικονομίας, χαμηλή ανεργία, τάση για όλο και πιο χαμηλά επιτόκια δανεισμού και βέβαια τη ραγδαία αύξηση των μισθών.
Η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου, κυρίως στις καπιταλιστικές κοινωνίες της δύσης δημιούργησε φαινόμενα υπερκατανάλωσης, καθώς και περισσότερες ανάγκες για τους ίδιους και τα παιδιά τους. Γεννημένος το 1987, ανήκω στη μεθεπόμενη γενιά των Baby boomers, αυτής των Millennials/γενιά Υ (1980-1996), και ουσιαστικά είμαι παιδί των Baby boomers, που απήλαυσε τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου και πολλές από τις επίκτητες ανάγκες της υπερκατανάλωσης. Ομολογώ, πως η Ελλάδα των παιδικών μου χρόνων ήταν ωραίο μέρος να ζει κανείς. Η Χώρα και η εποχή που μεγαλώσαμε, μας εξασφάλισαν κάτι πολύ σημαντικό για τη βελτίωση της κοινωνίας, την ανοδική κοινωνική κινητικότητα.
Με απλά λόγια, κοινωνική κινητικότητα είναι η διαδικασία με την οποία τα άτομα και οι κοινωνικές ομάδες μετακινούνται από το ένα επίπεδο της κοινωνικής διαστρωμάτωσης σε ένα άλλο. Όταν, δηλαδή, η κάθε γενιά βελτιώνει το επίπεδο μόρφωσης, εργασίας και ευημερίας από την προηγούμενη. Ένα παράδειγμα ανοδικής κοινωνικής κινητικότητας είναι όταν ο παππούς μιας οικογένειας «έβγαλε» το δημοτικό και εργάστηκε σε εργοστάσιο, όταν το παιδί φοίτησε έως την 6η γυμνασίου και εργάστηκε ως υπάλληλος και όταν σήμερα το εγγόνι της ίδιας οικογένειας έχει κάνει μεταπτυχιακά και εργάζεται στα ανώτατα κλιμάκια πολυεθνικών επιχειρήσεων. Είμαι σίγουρος πως όλοι γνωρίζουμε πολλά τέτοια παραδείγματα στον κύκλο μας.
Η ανοδική κοινωνική κινητικότητα είναι ιδιαίτερα χρήσιμη για την ανάπτυξη και βελτίωση του επιπέδου μιας κοινωνίας και αποτελεί παράγοντα που καθιστά μια οικονομία ελκυστικότερη από μια άλλη. Ωστόσο, για να συνεχίσει να διαιωνίζεται η συλλογική «ανοδική» πορεία μιας κοινωνίας, είναι απαραίτητα δύο στοιχεία. Χρειάζεται επαρκής πληθυσμός και είναι απαραίτητη η οικονομική ανάπτυξη (economic growth). Το πρώτο δεν χωρά περαιτέρω επεξήγηση, καθώς δεν μπορείς να έχεις για μακρό χρόνο κοινωνική κινητικότητα, αν σταδιακά εξαφανίζεται η κοινωνία. Όσο για το δεύτερο, εξαρτάται (και) από το πρώτο. Αυτό σημαίνει ότι μια οικονομία με διαρκώς μειούμενο πληθυσμό, νομοτελειακά θα οδηγηθεί και σε οικονομική συρρίκνωση. Συνεπώς, το δημογραφικό πρόβλημα, ναρκοθετεί μεσομακροπρόθεσμα την οικονομική ανάπτυξη, την ευημερία και κατά συνέπεια το ασφαλιστικό σύστημα.
Με άλλα λόγια, το πρόβλημα της υπογεννητικότητας αφορά προφανώς το σύνολο της κοινωνίας, αλλά κυρίως αφορά τους εργαζόμενους της δικής μου γενιάς, της επόμενης, καθώς και τα παιδιά μας. Και εξηγώ γιατί. Το συνταξιοδοτικό μας σύστημα είναι διανεμητικό. Αυτό σημαίνει ότι οι σημερινοί εργαζόμενοι πληρώνουν, σε μεγάλο βαθμό, τις συντάξεις των σημερινών συνταξιούχων. Τα διανεμητικά συστήματα, τουλάχιστον στο μέρος των κύριων συντάξεων, δεν μπορούν εύκολα να αλλάξουν σε κεφαλαιοποιητικά (προσωπικός κουμπαράς), καθώς σε μια τέτοια περίπτωση θα δημιουργείτο μια «χαμένη γενιά» που ουσιαστικά δεν θα έπαιρνε καθόλου σύνταξη. Και όπως είναι αυτονόητο, αυτό δεν μπορεί ποτέ να γίνει σε μια ευνομούμενη πολιτεία.
Άρα λοιπόν, στο δικό μας ασφαλιστικό σύστημα, οι εργαζόμενοι μέσω των ασφαλιστικών εισφορών και οι επιχειρήσεις μέσω των εργοδοτικών εισφορών, θα συνεχίσουν να πληρώνουν τους εκάστοτε συνταξιούχους. Και σε αυτό το σημείο τίθεται το λογικό ερώτημα. Τι γίνεται όταν οι εργαζόμενοι είναι σημαντικά λιγότεροι από τους συνταξιούχους λόγω του δημογραφικού προβλήματος και της αύξησης του προσδόκιμου ζωής; Πώς θα πληρωθούν οι συντάξεις; Η απάντηση δυστυχώς δεν είναι ευχάριστη, καθώς η πληθυσμιακή συρρίκνωση θέτει σε κίνδυνο τα διανεμητικά ασφαλιστικά συστήματα, όπως το δικό μας.
Η ελληνική Κυβέρνηση, στο πλαίσιο της συγκράτησης και αντιμετώπισης του δημογραφικού προβλήματος, έλαβε μια σειρά από νέα μέτρα για την αντιμετώπιση του φαινομένου. Επέκτεινε το επίδομα μητρότητας σε μη μισθωτές μητέρες, στις αυτοαπασχολούμενες και στις αγρότισσες, με το ν.5078/2023. Αποφάσισε επίσης, την κλιμακωτή αύξηση του επιδόματος γέννας. Πλέον, μια νέα μητέρα αντί για 2.000 ευρώ για κάθε παιδί, θα λαμβάνει 2.400 ευρώ για το πρώτο παιδί, 2.700 για το δεύτερο, 3.000 ευρώ για το τρίτο, και 3.500 ευρώ για τους πολύτεκνους από το 4ο παιδί και πάνω. Τα τελευταία χρόνια η Κυβέρνηση έχει κάνει επίσης γενναία βήματα και όσον αφορά στο φλέγον ζήτημα της στέγασης, βοηθώντας νέα ζευγάρια να αποκτήσουν το δικό τους σπίτι μέσω χαμηλότοκων δανείων (πρόγραμμα «σπίτι μου»).
Η επιδοματική πολιτική των γεννήσεων και της μητρότητας, καθώς και οι στοχευμένες πολιτικές όσον αφορά στη στέγαση, είναι σημαντικά βήματα για την καταπολέμηση του προβλήματος του δημογραφικού. Ωστόσο, το σημαντικότερο φάρμακο για την αντιμετώπιση του προβλήματος και τη θωράκιση του ασφαλιστικού συστήματος είναι η διατήρηση της οικονομικής ανάπτυξης, και όσων αυτή συμπαρασύρει, όπως τη μείωση της ανεργίας και την αύξηση των μισθών. Καθώς, περισσότερες και πιο καλοπληρωμένες θέσεις εργασίας, μεταφράζονται σε περισσότερες και υψηλότερες ασφαλιστικές και εργοδοτικές εισφορές για τον e-ΕΦΚΑ.
Η οικονομική ανάπτυξη είναι το κλειδί λοιπόν, για την ευημερία του ελληνικού λαού. Ωστόσο, χρειάζεται πολλή δουλειά ακόμα για να εξασφαλιστεί μακροχρόνια και σταθερή οικονομική ευημερία. Και η δεύτερη θητεία διακυβέρνησης με Πρωθυπουργό τον Κυριάκο Μητσοτάκη, προμηνύει μεγάλες θετικές αλλαγές. Με τολμηρές μεταρρυθμίσεις στην Παιδεία, στην Υγεία, στην Οικονομία, στη Δικαιοσύνη, και στο Ασφαλιστικό. Με δημόσιες πολιτικές που θα εξασφαλίζουν την ευημερία του αύριο, χωρίς να το υποθηκεύουν.
Ηλίας Τσούνης
Εκπρόσωπος Τύπου e-ΕΦΚΑ
Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο
Το σχόλιο σας