Ψέματα και αλήθειες για το άρθρο των Financial Times περί “φτωχής Ελλάδας”
Πηγή Φωτογραφίας: ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΣΤΗΝ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ ΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΡΣΗΣ ΑΣΥΛΙΑΣ ΒΟΥΛΕΥΤΩΝ
Μεγάλη συζήτηση προκάλεσε τις τελευταίες ημέρες ένα άρθρο στους Financial Times, στο οποίο παρουσιάζεται η πορεία της ελληνικής οικονομίας από το 2007 μέχρι σήμερα, και προβάλλεται ιδιαίτερα η υποχώρηση της θέσης της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση ως κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε μονάδες αγοραστικής δύναμης.
Η αντιπολίτευση θεώρησε ότι ήταν μια εξαιρετική ευκαιρία να αντικρούσει το “αφήγημα” της κυβέρνησης και των διεθνών οίκων αξιολόγησης για τη θετική πορεία της οικονομίας. Πέρα όμως από τα διάφορα σενάρια, ποια είναι η ρεαλιστική κατάσταση της οικονομίας σήμερα και ποιες είναι οι προοπτικές της;
Το άρθρο των Financial Times δημοσιεύτηκε στη στήλη της Alphaville, η οποία ειδικεύεται στην ανάλυση των αγορών. Η εν λόγω στήλη έχει πρόσφατα υποστηρίξει ανοιχτά την έξοδο της Ελλάδας από την ευρωζώνη και την επιστροφή στη δραχμή ως καλύτερη λύση από ένα πρόγραμμα προσαρμογής ή μια εσωτερική υποτίμηση. Είχαν φτάσει δε στο σημείο να φιλοξενήσουν και συνέντευξη του Γιάνη Βαρουφάκη το 2019, και αφού η Ελλάδα είχε ολοκληρώσει το τρίτο και τελευταίο μνημόνιο που εν μέρει εκείνος προκάλεσε, για να προβάλλουν τον “σελέμπριτυ” με το νέο τότε κόμμα του ΜέΡΑ25 και τις κατηγορίες του κατά της “Ευρωπαϊκής Ένωσης της λιτότητας”.
Ενώ τα στοιχεία και τα δεδομένα στο άρθρο των Financial Times είναι ακριβή, ο συγγραφέας κάνει ένα σοβαρό μεθοδολογικό λάθος. Συγκρίνει το τρέχον επίπεδο της ελληνικής οικονομίας με αυτό του 2007, όταν η Ελλάδα ήταν σε μια διαρκή έκρηξη και λίγο πριν από την ραγδαία κατάρρευση και χρεοκοπία της άρχισε. Αυτό το μεθοδολογικό σκεπτικό δεν είναι μόνο παραπλανητικό, αλλά και προσβλητικό για μια χώρα που πλήρωσε ακριβά την ψευδεπίγραφη δανεική ευημερία της δεκαετίας του 2000 και τώρα προσπαθεί να ξαναπατήσει σε πιο στέρεο έδαφος.
Περισσότερο όμως από τη στοχοποίηση και την κομματική εκμετάλλευση των κατά τα άλλα πολύ σοβαρών ιστοριών των διεθνών μέσων ενημέρωσης, πρέπει να δούμε με ρεαλισμό την τρέχουσα κατάσταση και τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας και να βγάλουμε τα σωστά συμπεράσματα. Πρώτον, δεν αμφισβητείται πλέον ότι οικονομικά η Ελλάδα βρίσκεται σε ασφαλή πορεία και ακολουθεί σε συντριπτικό βαθμό τις συμφωνίες και τις προβλέψεις που συνεπάγεται η ένταξή της στην ΕΕ και το μακροπρόθεσμο πρόγραμμα του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ΕΜΣ). Μετά την απόκλιση που προκλήθηκε από την πανδημία, το πρωτογενές δημοσιονομικό ισοζύγιο έχει μετατραπεί σε πλεόνασμα και ο λόγος του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ μειώνεται με ταχείς ρυθμούς.
Στην πραγματική οικονομία, ωστόσο, τα πράγματα είναι λίγο πιο περίπλοκα. Η αύξηση του ΑΕΠ είναι σταθερά πάνω από τον μέσο όρο των κρατών μελών της ευρωζώνης και η ανεργία έχει μειωθεί σημαντικά και βρίσκεται τώρα λίγο πάνω από το 10%. Ταυτόχρονα, όμως, έχει επίσης ένα από τα υψηλότερα ποσοστά πληθωρισμού, με τις τιμές των τροφίμων και τα ενοίκια ιδίως να ασκούν σημαντική πίεση στο διαθέσιμο εισόδημα των πολιτών. Παρά τις επεκτατικές κυβερνητικές πολιτικές σε όλους τους τομείς των παροχών, περίπου το 40% του πληθυσμού αδυνατεί να καλύψει τις μηνιαίες ανάγκες του νοικοκυριού του και περίπου το 20% βρίσκεται κάτω από το όριο της φτώχειας.
Οι σταθερές τιμές της ενέργειας και οι ισχυρές επιδόσεις του τουριστικού τομέα οδηγούν την οικονομία σε θετική κατεύθυνση, αλλά όπως αναφέρει σε πρόσφατη έκθεσή του ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, “η διεθνής ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, μετά από μια σημαντική βελτίωση τα τελευταία χρόνια, παρέμεινε στάσιμη ή παρουσίασε σημάδια ελαφράς πτώσης το 2023, εν μέσω ενός επιδεινούμενου διεθνούς εμπορικού περιβάλλοντος “. Όπως επισημαίνει ο Γιάννης Στουρνάρας, “όσον αφορά τη διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα, μετά από σημαντική πρόοδο την προηγούμενη περίοδο (2020-22), η κατάταξη της Ελλάδας στους σχετικούς σύνθετους δείκτες έχει μείνει στάσιμη ή και μειωθεί” και “η Ελλάδα φαίνεται να υπολείπεται σε τομείς όπως η αποτελεσματική λειτουργία του κράτους, η επιτάχυνση της απονομής δικαιοσύνης και η καταπολέμηση της κρατικής γραφειοκρατίας. Η Ελλάδα φαίνεται να υστερεί σε τομείς όπως είναι η αποτελεσματική λειτουργία του κράτους, η επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης και η καταπολέμηση της γραφειοκρατίας”.
Με άλλα λόγια, μια ψύχραιμη εκτίμηση της τρέχουσας κατάστασης της ελληνικής οικονομίας θα ήταν ότι το ποτήρι είναι μισογεμάτο αλλά όχι μισοάδειο. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι υπάρχει χώρος για εφησυχασμό, ούτε ότι υπάρχει χώρος για παράπονα. Η Ελλάδα, με την υποστήριξη των εταίρων της και τον ιδρώτα του ελληνικού λαού, έχει βγει από μια τεράστια οικονομική καταστροφή και μπορεί πλέον να ατενίζει το μέλλον με αισιοδοξία. Ωστόσο, υπάρχει ακόμη ένας μακρύς και δύσκολος δρόμος που πρέπει να ξεπεραστεί. Η εγχώρια αγορά εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται από έλλειψη υγιούς ανταγωνισμού και ένα ιδιαίτερο επενδυτικό κενό, το οποίο δεν καλύπτεται επαρκώς από τις άμεσες ξένες επενδύσεις, οι οποίες κατευθύνονται κυρίως στους τομείς των ακινήτων και του τουρισμού. Η έντονη δε δημογραφική κρίση δυσχεραίνει τις προοπτικές σημαντικής διόγκωσης της οικονομικής δραστηριότητας.
Μετά από χρόνια δοκιμασιών, θυσιών και επώδυνων πειραματισμών, η ελληνική οικονομία δεν έχει ανάγκη από μια δημόσια συζήτηση βασισμένη στη λογική του άσπρου-μαύρου. Αυτό που χρειάζεται, μετά την πικρή εμπειρία του ανεύθυνου λαϊκισμού που πλήγωσε τη χώρα, είναι μια σοβαρή εθνική προσπάθεια για να βγούμε από την τελευταία θέση της ΕΕ. Οι συνθήκες είναι κατάλληλες.
Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο
Το σχόλιο σας