EDITOR'S PICK

«Επιτάφιος»: Τα είκοσι (και όχι οκτώ) ποιήματα του ποιητικού μνημείου του Ρίτσου

Κρατώ στα χέρια μου ένα αντίτυπο της 16ης έκδοσης του «Επιταφίου» του Γιάννη Ρίτσου από τις εκδόσεις Κέδρος (Ιούλιος 1974). Το βιβλίο αυτό μου είχε χαρίσει κάποτε η αείμνηστη Εύα Κοταμανίδου, η ηθοποιός που ταυτίστηκε όσο καμιά άλλη με τον «Θίασο» του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Ηταν το διάστημα που η Κοταμανίδου διάβαζε αποσπάσματα από τον «Επιτάφιο» σε εκδηλώσεις αφιερωμένες στον Ρίτσο διοργανωμένες από τον ποιητή Αντρέα Παγουλάτο.

Και, πραγματικά, ξαναδιαβάζοντας τώρα τον «Επιτάφιο», αυτήν τη μνημειακή ποιητική σύνθεση του Ρίτσου, γραμμένη το 1936, συνειδητοποιείς τη δύναμη της προφορικότητας στον γραπτό του λόγο. Πολλοί, όπως έχει επισημανθεί άλλωστε, θεωρούν πως ο «Επιτάφιος» ήταν ένα κράμα δημοτικού και λαϊκού τραγουδιού – «λαϊκού τραγουδιού» κυρίως με τη θρυλική μελοποίηση του Μίκη Θεοδωράκη, που σηματοδότησε και την έναρξη του «έντεχνου λαϊκού τραγουδιού» στην Ελλάδα του τέλους της δεκαετίας του 1950.

Λεπτομέρεια: την ίδια ακριβώς εποχή ο Μάνος Χατζιδάκις είχε μελοποιήσει έναν άλλο «Επιτάφιο», αυτόν του Θεσσαλονικιού ποιητή Τάκη Βαρβιτσιώτη, φτιάχνοντας ένα μικρό κύκλο λυρικών τραγουδιών για τον Γιώργο Μούτσιο. Η ιστορία λέει πως όταν ο Χατζιδάκις αντιλήφθηκε τη σημαντικότητα της εργασίας του Θεοδωράκη αλλά και πόσο μεγάλη απήχηση θα είχε σταμάτησε κάθε δική του προσπάθεια να μελοποιήσει μια άλλη ποιητική σύνθεση με τον ίδιο τίτλο. Το θέμα μας εδώ βέβαια δεν είναι ο μελοποιημένος «Επιτάφιος», αλλά το ποίημα αυτό καθαυτό πέρα από φιλολογικές και ιστορικές αναλύσεις, τις οποίες δεν θα σταματήσουμε να διαβάζουμε.

Κι αν απ’ τον Θεοδωράκη πάλι γνωρίσαμε μόνο τα οχτώ ποιήματα από το έργο του ποιητή της «Ρωμιοσύνης», τα ποιήματα στην πραγματικότητα ήταν είκοσι, αριθμημένα στα λατινικά, δίχως δηλαδή τους γνωστούς τίτλους για τη δισκογραφία «Μέρα Μαγιού μου μίσεψες», «Βασίλεψες, αστέρι μου» κ.λπ.

Ο ίδιος ο Ρίτσος κάνει μια μικρή εισαγωγή δίνοντας όλο το κοινωνικοπολιτικό background από τις δικές του μέρες του ’36: «Θεσσαλονίκη, Μάης του 1936. Μια μάνα, καταμεσίς του δρόμου, μοιρολογάει το σκοτωμένο παιδί της. Γύρω της και πάνω της, βουίζουν και σπάζουν τα κύματα των διαδηλωτών – των απεργών καπνεργατών. Εκείνη συνεχίζει το θρήνο της»… Θα μπορούσαν αυτές οι λίγες γραμμές διά χειρός του ποιητή να είναι η έναρξη ενός θεατρικού μονολόγου για τον θρήνο μιας μάνας που έχασε το παιδί της, δηλαδή τον ύψιστο βαθμό τραγωδίας για κάθε γυναίκα που της έμελλε να γίνει μητέρα. Υπάρχει δηλαδή μια έντονη θεατρικότητα στη γραφή του Ρίτσου, κάτι που πιθανώς είχε να κάνει με την περίοδο 1930-31, όταν δηλαδή ο ίδιος φοίτησε στη Σχολή Μοριάνοφ και εργάστηκε ως χορευτής σε επιθεωρησιακό μπαλέτο. Είκοσι ποιήματα που χρωστάνε πολλά ως φόρμα αλλά και ως περιεχόμενο στα μανιάτικα μοιρολόγια, μέχρι και στην περίφημη παραλογή «Του νεκρού αδελφού». Κι αν το τελευταίο θεωρείται ένα απ’ τα σημαντικότερα δημιουργήματα της ελληνικής δημοτικής ποίησης, ο Ρίτσος με τον «Επιτάφιό» του κατέθεσε ένα αντίστοιχο αριστούργημα της νεοελληνικής ποίησης, εμπνευσμένος από τις έντονες κοινωνικές αναταραχές της εποχής του. Εξυπακούεται πως ακόμη και μέσω Μίκη Θεοδωράκη δεν έφτασαν στον λαό αυτούσια τα ποιήματα του «Επιταφίου».

Πολλοί στίχοι τους αφαιρέθηκαν, προφανώς για να «χωρέσουν» στη φόρμα ενός τραγουδιού συγκεκριμένης διάρκειας. Οπως ας πούμε στο εναρκτήριο ποίημα Ι το «Γιε μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου», όπου διαβάζουμε δίστιχα σαν τα εξής: «Φιλώ το παγωμένο σου χειλάκι που σωπαίνει/ κι είναι σα να μου θύμωσε και σφαλιγμένο μένει» ή «Δε μου μιλείς κι η δόλια εγώ τον κόρφο, δες, ανοίγω/ και στα βυζιά που βύζαξες τα νύχια, γιε μου, μπήγω». Στο ποίημα VI επίσης, στο γνωστό «Μέρα Μαγιού μου μίσεψες», οι μισοί στίχοι έμειναν εκτός μελοποίησης και η σειρά τους άλλαξε από τον Θεοδωράκη. Ετσι, οι στίχοι «Μα, γιόκα μου, κι αν μου ’δειχνες τα αστέρια και τα πλάτια/ τα ’βλεπα εγώ πιο λαμπερά στα θαλασσιά σου μάτια» δεν ακούστηκαν ποτέ από τα χείλη του Μπιθικώτση, της Μαίρης Λίντα, της Μούσχουρη και των άλλων ερμηνευτών του έργου.

Παρέμειναν κλεισμένοι στις σελίδες της θρυλικής ποιητικής σύνθεσης του Γιάννη Ρίτσου μαζί με τα υπόλοιπα δώδεκα «άγνωστα» ποιήματα. Οπως το ποίημα IX («Ω, Παναγιά μου, αν ήσουνα, καθώς εγώ, μητέρα/ βοήθεια στο γιο μου θα ’στελνες τον Αγγελο από πέρα») ή το ποίημα XIII («Γιε μου, στο στόμα σου καρδιά, το φρύδι χελιδόνι/ το μάτι δρόσο και φωτιά, τανάλια το σαγόνι»).

Κανείς μετά τον Θεοδωράκη δεν επιχείρησε νέα μουσική ανάγνωση του «Επιταφίου», δεδομένης της μεγάλης λαϊκής του απήχησης. Και αυτή η έκδοση που κοσμεί σήμερα το αρχείο μου εσωκλείει μέσα από ένα πυκνό και λιτό κείμενο όλο τον θρήνο μιας μάνας που σκύβει και μοιρολογάει πάνω από το άψυχο σώμα του νεκρού παιδιού της. Οπως η Σουζάνα Παζολίνι, η ίδια η μάνα του διανοητή Πιερ Πάολο, εκείνη η επιβλητική ηλικιωμένη γυναίκα που ως άλλη Παναγία θρηνούσε τον μονογενή υιό της.

Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο