Πολιτισμός

Σαν σήμερα: 17 Μαΐου 1902 – Ανακαλύπτεται ο μηχανισμός των Αντικυθήρων

Σαν σήμερα: 17 Μαΐου 1902 – Ανακαλύπτεται ο μηχανισμός των Αντικυθήρων

Πηγή Φωτογραφίας: Ο Μηχανισμός των Αντικυθήρων / YOUTUBE/ Αντικύθηρα

Ο αρχαιολόγος Βαλέριος Στάης ανακαλύπτει τον Μηχανισμό των Αντικυθήρων, που θεωρείται ως ένα από τα πρώτα υπολογιστικά μηχανήματα.

«Γύρω στο 60 π.Χ. ένα πλοίο ναυάγησε έξω από τις βορειοανατολικές ακτές του μικρού νησιού Αίγιλα, στο πέρασμα μεταξύ Κρήτης και Πελοποννήσου. Ήταν ένα μεγάλο εμπορικό πλοίο μήκους περίπου 40 μέτρων, το οποίο, εκτός από τους συνήθεις αμφορείς με κρασί και άλλα εμπορεύσιμα αγαθά, μετέφερε χάλκινα και μαρμάρινα αγάλματα, αλλά και γυάλινα σκεύη. Τα μεγάλου μεγέθους χάλκινα αγάλματα ήταν παλιά, κατασκευασμένα έναν αιώνα νωρίτερα ή και περισσότερο, αλλά βρέθηκαν και κάποια άλλα πολύτιμα αντικείμενα, που ήταν νεότερα. Στο πλοίο βρίσκονταν και επιβάτες, γνωρίζουμε ότι υπήρχε μία τουλάχιστον γυναίκα, στην οποία ανήκαν τα δύο ζεύγη κομψών χρυσών ενωτίων».

Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.

Η δημοσίευση κοινοποιήθηκε από το χρήστη Newsbeast.gr (@newsbeast.gr)

Στο βιβλίο του «Ένας φορητός κόσμος – Φέρνοντας στο φως τον Μηχανισμό των Αντικυθήρων, ένα επιστημονικό θαύμα του αρχαίου κόσμου» ο Alexander Jones, ιστορικός των επιστημών με ειδίκευση στην αρχαία ελληνική αστρονομία και μέλος της Ομάδας Μελέτης του Μηχανισμού των Αντικυθήρων από το 2006, αναφέρει το χρονικό της απίθανης ανακάλυψης του ναυαγίου και του εκπληκτικού Μηχανισμού που μετέφερε, του αρχαιότερου αναλογικού υπολογιστή, εξιστορώντας απίθανες λεπτομέρειες. Εξηγεί, επίσης λεπτομερώς, πώς λειτουργούσε ο Μηχανισμός, πώς κατασκευάστηκε και για ποιον σκοπό.

Τα θραύσματα του Μηχανισμού εντοπίστηκαν το 1902, προς το τέλος των εργασιών ανέλκυσης, και ήταν εμφανώς οδοντωτοί τροχοί, αλλά κανείς δεν μπορούσε να τα συνδέσει με κάποιον μηχανισμό ή να φανταστεί ότι μπορεί να είχαν σχέση με την επιγραφή που είχε βρεθεί. Το κύριο σώμα του Μηχανισμού βγήκε από τη θάλασσα στη μορφή ενός συσσωματώματος, με τα μηχανικά μέρη κρυμμένα μέσα σε αυτό.

«Όταν ανακαλύφθηκε το ναυάγιο το 1900-1901 και περισώθηκαν εν μέρει τα απομεινάρια του, θεωρήθηκε ότι περισσότερα ή και όλα τα γλυπτά που ανασύρθηκαν από τον βυθό ήταν πολύ παλιότερα από το πλοίο που τα μετέφερε», αναφέρει στο βιβλίο. «Έγινε έτσι δημοφιλής η ιδέα ότι επρόκειτο για ένα πλοίο που μετέφερε θησαυρούς τους οποίους είχαν λεηλατήσει ο Ρωμαίοι από κάποια ελληνική πόλη στις αρχές του 1ου αιώνα π.Χ. Η ιδέα αυτή έχει ακόμη υποστηρικτές, ωστόσο η προσεκτικότερη μελέτη των αντικειμένων που ανασύρθηκαν δείχνει ότι είναι πολύ πιθανότερο να ήταν εμπορικό πλοίο με φορτίο από διαφορετικές αφετηρίες και ενδεχομένως διαφορετικούς προορισμούς.

Ο τόπος όπου φτιάχτηκαν τα αντικείμενα που μετέφερε το πλοίο δεν μπορεί ακριβώς να πιστοποιηθεί, ένας ειδικός μπορεί, ωστόσο, να μαντέψει από τον τύπο των αμφορέων πού κατασκευάστηκαν:

στη Ρόδο, στην Κω, κοντά στην Έφεσο της Μικράς Ασίας, αλλά ίσως και στις ιταλικές ακτές της Αδριατικής. Τα μαρμάρινα αγάλματα ήταν από παριανό μάρμαρο, επομένως προέρχονταν μάλλον από κάποιο εργαστήριο του Αιγαίου, ίσως από τη Δήλο ή την Πέργαμο. Τα γυάλινα σκεύη ήταν από εργαστήρια της Συρίας, της Παλαιστίνης ή της Αιγύπτου. Κάποιος από τους επιβάτες του πλοίου ταξίδευε με τις οικονομίες του, 32 αργυρά νομίσματα από την Πέργαμο και την Έφεσο, και κάποιος είχε μαζί του μικρότερης αξίας χάλκινα νομίσματα από την Έφεσο, όπως και μερικά παλιότερα, από την Κατάνη της Σικελίας και την Κνίδο της Μικράς Ασίας. Τα νεότερα από τα αργυρά νομίσματα είχαν κοπεί μεταξύ του 76 και του 67 π.Χ., οπότε το πλοίο ναυάγησε σίγουρα μετά το 76 π.Χ., πιθανόν μία ή δύο δεκαετίες αργότερα.

Η διαδρομή που είχε ακολουθήσει το πλοίο δεν είναι γνωστή, ωστόσο δεν ήταν απαραίτητο να είχε κάνει στάση σε όλους αυτούς τους τόπους κατά το τελευταίο του ταξίδι. Το πιο πιθανό είναι μέρη του φορτίου να είχαν μεταφερθεί με μικρότερα πλοία σε ένα σημαντικό διαμετακομιστικό λιμάνι όπως η Δήλος ή σε κάποιο στις ακτές της Μικράς Ασίας, τα οποία ήταν αρκετά μεγάλα και μπορούσαν να δέσουν πλοία ανάλογου μεγέθους με το πλοίο του ναυαγίου. Η τοποθεσία του ναυαγίου δείχνει ότι το πλοίο έπλεε προς τη δυτική Μεσόγειο για να παραδώσει το φορτίο του σε κάποιο λιμάνι της Αδριατικής ή ακόμα δυτικότερα».

Ένα από τα αντικείμενα που μετέφερε το πλοίο, το πιο μυστηριώδες απ’ όλα, ήταν ένα κουτί, μεγέθους και σχήματος κουτιού παπουτσιών, κατασκευασμένο από ξύλο και μέταλλο, που όταν ανασύρθηκε από τον βυθό δεν προκάλεσε κανένα ενδιαφέρον – τα αγάλματα και τα γυάλινα σκεύη ήταν πολύ πιο εντυπωσιακά. Ωστόσο το σκουριασμένο αυτό κουτί, που είχε υποστεί μεγάλες φθορές από το θαλασσινό νερό και τον χρόνο, ήταν μια λεπτή και πολύτιμη κατασκευή που πρέπει να είχε συσκευαστεί με ασφάλεια σε ένα μικρό κιβώτιο ή κουτί για να προστατευτεί από τυχόν ζημιές και από τα στοιχεία της φύσης. Ένα τόσο μεγάλης αξίας αντικείμενο είναι απίθανο, επίσης, να είχε σταλεί στον προορισμό του ασυνόδευτο. Μπορούμε να εικάσουμε ότι ένας ειδικευμένος τεχνίτης συνόδευε το μηχανικό αντικείμενο σε όλο του το ταξίδι, από το εργαστήριο όπου είχε κατασκευαστεί μέχρι τον παραλήπτη του.

Η ανακάλυψη του ναυαγίου το 1900 προέκυψε χάρη σε μια άλλη κακοκαιρία από σφουγγαράδες της Σύμης που βουτούσαν από το 1870 με ένα σύστημα εξαρτημένης κατάδυσης, με το οποίο μπορούσαν να φτάνουν σε μεγαλύτερα βάθη. Το μπρούντζινο σκάφανδρο και η ολόσωμη στεγανή στολή που φορούσαν τούς επέτρεπαν να λαμβάνουν αέρα από την επιφάνεια μέσω ενός εύκαμπτου σωλήνα και να μένουν κάτω από το νερό περισσότερη ώρα. Το ναυάγιο ανακαλύφθηκε από μια ομάδα τέτοιων δυτών που βρέθηκαν κατά τύχη στο σημείο όπου βρισκόταν το βυθισμένο πλοίο, όταν σταματήσαν για λίγο στα Αντικύθηρα για να προφυλαχτούν από τον καιρό. Τα δύο σκάφη που αποτελούσαν την ομάδα ήταν το «μητρικό» πλοίο Ευτέρπη μήκους 15 μέτρων, που μετέφερε τις προμήθειες και τα αλιευμένα σφουγγάρια, και μια καταδυτική λέμβος, η Καλλιόπη, και τα δύο ιδιοκτησίας Φώτιου Λινδιακού, που έπλεαν με καπετάνιο τον κουνιάδο του Δημήτρη Κοντό, ο οποίος, εκτός από τα πληρώματα των δύο σκαφών, είχε μαζί του και οκτώ δύτες. Η ανακάλυψη έγινε από έναν δύτη, τον Ηλία Σταδιάτη, που είδε θραύσματα χάλκινων αγαλμάτων σε βάθος άνω των 60 μέτρων. Από τον βυθό ανασύρθηκε ένας χάλκινος βραχίονας ανδρός, φυσικού μεγέθους, ο οποίος αργότερα πιστοποιήθηκε ως τμήμα αγάλματος που έγινε γνωστό ως «φιλόσοφος». Ο Κοντός και οι άντρες του παρέδωσαν τον βραχίονα στις Αρχές και έκλεισαν συμφωνία με την κυβέρνηση να είναι αυτοί που θα ερευνήσουν το ναυάγιο.

Ο Σπυρίδων Στάης, τότε υπουργός Παιδείας και πρώην καθηγητής με επιστημονική εκπαίδευση και μόρφωση, συμβουλεύτηκε τους αρχαιολόγους της κρατικής υπηρεσίας –οι οποίοι αμέσως κατάλαβαν ότι είχε ανακαλυφθεί ένα ελληνορωμαϊκό ναυάγιο– και χωρίς καμία καθυστέρηση άρχισε να οργανώνει την επιχείρηση. Υποσχέθηκε γενναιόδωρη αμοιβή στους δύτες εάν αποδεικνύονταν ικανοί να ανελκύσουν αντικείμενα από τον χώρο του ναυαγίου και εξασφάλισε από το Πολεμικό Ναυτικό τον δανεισμό ενός μεταγωγικού πλοίου. Έτσι οι δύτες μεταφέρθηκαν ξανά στον τόπο του ναυαγίου με το οπλιταγωγό Μυκάλη, μαζί με τον καθηγητή Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Αντώνιο Οικονόμου, ο οποίος θα επέβλεπε τις εργασίες τους.

Ο Κοντός αποκάλυψε την ακριβή θέση του ναυαγίου μόνο όταν απέπλευσε η αποστολή. Οι άνεμοι και η φουρτουνιασμένη θάλασσα δεν επέτρεπαν στους δύτες να εργάζονται πάνω από τρεις ώρες τη ημέρα και κάθε κατάδυση στο βάθος όπου ήταν το πλοίο δεν ήταν δυνατό να διαρκέσει πάνω από πέντε λεπτά. Παρά τις δυσμενείς συνθήκες, τα αποτελέσματα των πρώτων καταδύσεων ήταν εντυπωσιακά: περιλάμβαναν αρκετά θραύσματα χάλκινων και μαρμάρινων αγαλμάτων, το πιο αξιόλογο από τα οποία ήταν ένα χάλκινο κεφάλι που αρχικά θεωρήθηκε ότι παριστάνει έναν πυγμάχο, αλλά μετά τον καθαρισμό του έγινε φανερό ότι απεικονίζει έναν φιλόσοφο άγνωστης ταυτότητας. Οι εργασίες συνεχίστηκαν για μήνες, αλλά διακόπηκαν πολλές φορές επειδή διατυπώνονταν στον ελληνικό Τύπο κατηγορίες κατά των δυτών, ότι ανέλκυαν απρόσεκτα τα ευρήματα από τον βυθό ή ότι σκοπίμως τα έσπαζαν. Σύμφωνα με τους εκπροσώπους του υπουργείου, οι κατηγορίες ήταν αβάσιμες γιατί δουλειά των δυτών ήταν απλώς να ανελκύουν τα ευρήματα υπό την επίβλεψη του υπουργείου και των αρχαιολόγων του. Συστηματικά αρχεία για τα αντικείμενα που ανασύρονταν δεν φαίνεται να τηρήθηκαν. Έχει ενδιαφέρον να αναφερθεί ότι το 1960 ο αρχαιολόγος Πίτερ Θροκμόρτον πληροφορήθηκε από απόγονους του πληρώματος του Κοντού στη Σύμη ότι στην πρώτη κατάδυση είχαν ανελκυσθεί μερικά χάλκινα αγαλματίδια τα οποία αργότερα πουλήθηκαν σε εμπόρους στην Αλεξάνδρεια.

Στα μάτια των απλών ανθρώπων οι εντυπωσιακότερες ανακαλύψεις ήταν τα χάλκινα αγάλματα. Μολονότι ήταν σπασμένα σε κομμάτια, διατηρούνταν ακόμα σε καλή κατάσταση και τουλάχιστον κάποια από αυτά φαίνονταν να είναι έργα της ύστερης αρχαιότητας ή των πρώτων ελληνιστικών χρόνων, δηλαδή του 4ου και του 3ου αιώνα π.Χ. Γενικά δεν σώζονται πολλά χάλκινα αγάλματα από την αρχαιότητα, επειδή το μέταλλο ανακυκλωνόταν από τη στιγμή που τα αγάλματα έπαυαν να είναι επιθυμητά κι έτσι τα χάλκινα θραύσματα από το Ναυάγιο των Αντικυθήρων εμπλούτιζαν την υπάρχουσα γνώση της εποχής. Πολλά από τα αγάλματα ανασύρθηκαν τις πρώτες εβδομάδες των εργασιών, αφενός επειδή ήταν μεγάλο το ενδιαφέρον γι’ αυτά και αφετέρου επειδή ήταν εύκολο για τους δύτες να τα εντοπίσουν και να τα ανεβάσουν στην επιφάνεια. Τα μεγαλύτερα θραύσματα του διασημότερου από τα χάλκινα αγάλματα του ναυαγίου των Αντικυθήρων, του «εφήβου των Αντικυθήρων», είχαν ανελκυσθεί τον Δεκέμβριο του 1900 και ήταν το μόνο που βρέθηκαν τελικά σχεδόν όλα του τα κομμάτια.

Ο κύριος όγκος των μαρμάρινων θραυσμάτων από αγάλματα ανθρώπων, θεών και αλόγων μεγαλύτερου μεγέθους από το φυσικό έκανε το έργο των δυτών πολύ κουραστικό και χρονοβόρο. Κάποια ήταν σε τόσο μεγάλο βάθος που ήταν αδύνατο να τα φτάσουν. Επιπλέον, η εικόνα τους ήταν απογοητευτική και οι επιφάνειές ήταν έντονα διαβρωμένες, ενώ πολύ σύντομα οι αρχαιολόγοι συνειδητοποίησαν ότι τα αγάλματα δεν ήταν πρωτότυπα αριστουργήματα της κλασικής εποχής αλλά αντίγραφα και απομιμήσεις των ύστερων ελληνιστικών χρόνων. Το τελευταίο αξιόλογο γλυπτό εύρημα που ανασύρθηκε από τον βυθό ήταν ένα όμορφο χάλκινο αγαλματίδιο ενός αγοριού, γύρω στα τέλη Ιουνίου. Έναν μήνα αργότερα, με εντολή του Στάη, οι εργασίες σταμάτησαν επειδή τα πιο πρόσφατα ευρήματα (θραύσματα αγγείων και ξύλων) δεν είχαν καμία αρχαιολογική αξία.

Η ανακάλυψη του Μηχανισμού των Αντικυθήρων

Η συναρπαστική ιστορία του ναυαγίου των Αντικυθήρων και του μοναδικού (και μυστήριου) Μηχανισμού του, ενός επιστημονικού θαύματος του αρχαίου κόσμουFacebook Twitter Το κορυφαίο αυτό έργο της μηχανικής ήταν μία από τις πρώτες φορητές συσκευές υποστήριξης της διδασκαλίας. Από τις πρώτες μέρες της ανέλκυσης των θραυσμάτων οι εφημερίδες της εποχής έγραφαν για την ανακάλυψη μιας «ενεπίγραφης πλάκας», χωρίς, ωστόσο, να αναφέρονται λεπτομέρειες. Τα θραύσματα του Μηχανισμού εντοπίστηκαν το 1902, προς το τέλος των εργασιών ανέλκυσης, και ήταν εμφανώς οδοντωτοί τροχοί, αλλά κανείς δεν μπορούσε να τα συνδέσει με κάποιον μηχανισμό ή να φανταστεί ότι μπορεί να είχαν σχέση με την επιγραφή που είχε βρεθεί. Το κύριο σώμα του Μηχανισμού βγήκε από τη θάλασσα στη μορφή ενός συσσωματώματος, με τα μηχανικά μέρη κρυμμένα μέσα σε αυτό.

Όταν στο τέλος Ιουλίου σταμάτησαν οι εργασίες ανέλκυσης, ο Στάης φόρτωσε στο Μυκάλη τις αρχαιότητες που θα μεταφέρονταν στην Αθήνα και τη στιγμή εκείνη συνέβη ένα περιστατικό για το οποίο έγινε δημόσιος λόγος μόνο πολλά χρόνια αργότερα – γι’ αυτό και δεν μπορεί να πιστοποιηθεί. Σύμφωνα με τον ναύαρχο Ιωάννη Θεοφανίδη, ένας συνάδελφός του αξιωματικός του Βασιλικού Ναυτικού, ο Περικλής Ρεδιάδης, που επέβαινε στο Μυκάλη σε αρκετές από τις επισκέψεις στον χώρο του ναυαγίου εμπόδισε μέλος του πληρώματος να ρίξει πίσω στη θάλασσα μια φαινομενικά άχρηστη ασβεστοποιημένη μάζα –τον Μηχανισμό!–, γιατί διέκρινε ένα μέταλλο που προεξείχε από μια ρωγμή της επιφάνειάς της. Ο Ρεδιάδης δεν το αναφέρει σε καμία από τις δημοσιεύσεις του, αλλά η σωτηρία του Μηχανισμού πιστώνεται ανεπίσημα σε αυτόν.Όταν τα ευρήματα έφτασαν στην Αθήνα, κάποια φυλάχθηκαν προσωρινά και παρέμειναν σε κοινή θέα στο υπουργείο Παιδείας, ωστόσο σύντομα μεταφέρθηκαν όλα στο Αρχαιολογικό Μουσείο. Οι υπεύθυνοι είχαν μπροστά τους ένα τεράστιο και δύσκολο έργο καθαρισμού, συντήρησης και ενίοτε ανασύνθεσης και αποκατάστασης. Ο Έφηβος θεωρήθηκε το ωραιότερο και το πιο πλήρες από τα έργα τέχνης που είχαν ανασυρθεί από το ναυάγιο. Κι ενώ γίνονταν οι ενέργειες για την προσπάθεια ανασύνθεσής του, αναθέτοντας στον Όθωνα Ρουσόπουλο τη συντήρηση των θραυσμάτων και την ανασύνθεσή του σε έναν θρυλικό Γάλλο συντηρητή –και πλαστογράφο–, τον Αλφρέντ Αντρέ, ο Σπυρίδων Στάης, που ήταν πλέον τέως υπουργός, επισκέφτηκε το μουσείο από προσωπικό ενδιαφέρον για το πώς προχωρούσαν οι εργασίες με τις αρχαιότητες των Αντικυθήρων. Οι άνθρωποι του μουσείου τού επέτρεψαν να μπει στην αίθουσα όπου φυλάσσονταν τα χάλκινα θραύσματα. Εκεί, όσοι συμμετείχαν στις εργασίες ανασύνθεσης του Εφήβου είχαν ξεχωρίσει όσα θραύσματα έμοιαζαν κομμάτια από ανθρώπινο κορμό ή θύμιζαν τμήμα ιματίου, παραμερίζοντας τα υπόλοιπα. Ο Στάης πρόσεξε ανάμεσα στα παραμερισμένα τρία θραύσματα, το ένα δίπλα στο άλλο, υποθέτοντας ότι ίσως ήταν μέρη του ίδιου αντικειμένου, που είχε σχήμα πλάκας. Ένα από αυτά τα θραύσματα έφερε επιγραφή με ελληνικούς χαρακτήρες που ήταν δύσκολο να διαβαστούν στο λιγοστό απογευματινό φως, ενώ στην επιφάνεια του άλλου διακρινόταν ένα σύστημα οδοντωτών τροχών. Δεν ήταν ο πρώτος άνθρωπος που τα είχε δει, αλλά ήταν ο πρώτος που παρατήρησε τα μηχανικά μέρη του Μηχανισμού και εκείνος που εξασφάλισε ότι τα θραύσματα θα τύγχαναν της προσοχής των αρχαιολόγων.

Σε γενικές γραμμές, η σύγχρονη ιστορία του Μηχανισμού των Αντικυθήρων μπορεί να διακριθεί σε δύο περιόδους. Κατά την πρώτη, από το 1902 έως τη δεκαετία του 1960, ο μοναδικός τρόπος με τον οποίο μπορούσε να μελετήσει κανείς τα απομεινάρια του ήταν παρατηρώντας τα με τα ίδια του τα μάτια ή από φωτογραφίες τους. Στη δεύτερη περίοδο, από τη δεκαετία του 1970 έως τις αρχές του εικοστού πρώτου αιώνα, οι μελετητές είχαν στη διάθεσή τους τεχνικές που τους επέτρεψαν να δουν διαμέσου ή εντός των θραυσμάτων. Από αυτό το σημείο και έπειτα, κάθε άλμα στη διεξοδικότητα και στην πληρότητα της γνώσης μας για τα θραύσματα του Μηχανισμού επιτεύχθηκε σε συνάρτηση με ένα νέο είδος απεικόνισης.

Την πρώτη περίοδο εκείνο που άνοιξε τον δρόμο για σημαντική πρόοδο ήταν οι μεταβολές στα ίδια τα αντικείμενα. Η δουλειά των ειδικευμένων συντηρητών το 1905 και το 1953, όπως και κάποιες τυχαίες ζημιές που συνέβησαν μεταξύ αυτών των χρονολογιών, αποκάλυψαν πράγματα που προηγουμένως ήταν κρυμμένα πίσω από άλλα μέρη των θραυσμάτων ή βρίσκονταν κάτω από στρώματα ιζήματος. Αναπόφευκτα χάθηκαν κάποιες πληροφορίες στη διάρκεια αυτών των εργασιών και οι παλιότερες φωτογραφίες και περιγραφές είναι τα μόνα μέσα που έχουμε για να ανασυνθέσουμε την παλαιότερη κατάσταση των θραυσμάτων.

Το κορυφαίο αυτό έργο της μηχανικής ήταν μία από τις πρώτες φορητές συσκευές υποστήριξης της διδασκαλίας. Η τεχνογνωσία που ενσωμάτωνε είναι ό,τι πιο προηγμένο έχουν συναντήσει από την κλασική ιστορία οι σύγχρονοι μελετητές, ενώ εκπληκτικά είναι και όσα φανέρωσε για την ελληνορωμαϊκή αστρονομία και επιστημονική τεχνολογία καθώς και για τη θέση τους στην αρχαία ελληνική κοινωνία.

Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο

ΚΑΤΕΒΑΣΤΕ ΤΟ APP ΤΟΥ PAGENEWS PAGENEWS.gr - App Store PAGENEWS.gr - Google Play

Το σχόλιο σας

Loading Comments