Στην Ελλάδα, «μπορεί να είμαστε πίσω σε ό,τι αφορά το κρασί, αλλά κάνουμε άλματα», τονίζει χαρακτηριστικά και προσθέτει ότι τα ελληνικά κρασιά αποκτούν ολοένα και υψηλότερη προστιθέμενη αξία. «Μυούμε τον κόσμο στο ελληνικό κρασί και στα επόμενα χρόνια θα δούμε ποικιλοτρόπως και σε πολλά επίπεδα να ανταμείβονται οι κόποι μας», εκτιμά.
Υπογραμμίζοντας τη δυναμική του οινοτουρισμού σε παγκόσμιο επίπεδο και λέγοντας ότι εκατοντάδες λάτρεις του κρασιού μεταβαίνουν από ήπειρο σε ήπειρο προκειμένου να επισκεφθούν από πέντε έως και δέκα οινοποιεία, η κ. Ανθίδου τονίζει ότι πρόκειται για τουρίστες που πέραν όλων των άλλων εμπειριών που αποκομίζουν από τον τόπο που επισκέπτονται, προσβλέπουν σε ένα μοναδικό και μαγικό γευστικό …ταξίδι, μέσα από τη μία γουλιά που ίσως να τους απογειώσει όλες τις αισθήσεις ή και …όχι. «Η κάθε γουλιά μιας νέας ποικιλίας είναι και ένα ταξίδι πρωτόγνωρο και ας έχουν προηγηθεί πολλά πριν», επισημαίνει χαρακτηριστικά και τονίζει ότι το αμπέλι είναι ένα ξεχωριστό φυτό που έχει αίγλη, μαγεία, ενωτική δύναμη και…βγάζει το καλό στους ανθρώπους. ‘Αλλωστε, όπως σημειώνει η ίδια, «γύρω από ένα τραπέζι, πίνοντας ποτήρια με κρασί, εκφράζονται τα πιο απίθανα όνειρα, γίνονται μεγαλόπνοα σχέδια και ξεκαθαρίζονται διαφωνίες».
Οι δρόμοι του κρασιού είναι ένα δίκτυο επισκέψιμων οινοποιείων τα οποία έχουν φροντίσει έτσι τη λειτουργία τους ώστε να δέχονται κόσμο με ασφάλεια, με πρόγραμμα ξενάγησης και με γευσιγνωσίες. «Υπάρχει ένα πολύ φροντισμένο περιβάλλον, ώστε ο επισκέπτης να αισθάνεται άνετα και να νοιώθει και εντέλει να θυμάται έντονα και ζωηρά την εμπειρία του οινοτουρισμού και αυτή είναι η ουσία», σημειώνει η κ. Ανθίδου και υπενθυμίζει ότι στο δίκτυο είναι ενταγμένα 35 οινοποιεία εκ των οποίων τα 28 ασχολούνται πιο ενεργά με τον οινοτουρισμό. Τονίζεται δε ότι τα επισκέψιμα οινοποιεία στη Βόρεια Ελλάδα απλώνονται από τη Ζίτσα Ηπείρου και φτάνουν μέχρι την Αδριανή στην Δράμα και νότια την Κρανιά Ολύμπου.
Σημειώνει δε, ότι έχει παρέλθει οριστικά η εποχή της 10ετίας του 90′ που οι περισσότεροι θεωρούσαν ότι τα οινοποιεία είναι βρωμερά, ανήλιαγα, σκοτεινά και μουχλιασμένα υπόγεια και από εκεί μέσα βγαίνει με κάποιο τρόπο το κρασί. «Τα οινοποιεία είναι τόσο καθαρά και φροντισμένα που μοιάζουν με χειρουργεία», ξεκαθαρίζει.
Μιλώντας για το οικοσύστημα, τον αμπελώνα, αναφέρει ότι η διαδρομή ενός κρασιού ξεκινά από εκεί. «Κάποιος, μπορεί να κάνει το καλύτερο κρασί του κόσμου όταν όμως έχει και έναν άρτιο αμπελώνα, ενώ από έναν μέτριο αμπελώνα θα πάρεις και μέτριο κρασί χωρίς αμφιβολία», τονίζει και προσθέτει ότι «βέβαια έχουμε δει και γευτεί από έναν υπέροχο αμπελώνα να προκύπτει τελικά ένα μέτριο κρασί».
Το περιβάλλον του αμπελώνα, έχει κατά την ίδια μια σπάνια και ξεχωριστή ομορφιά και σε αυτό κανείς μπορεί να εντοπίσει τις εναλλαγές μεταξύ των εποχών. «Αλλιώς είναι το περιβάλλον του αμπελώνα την ‘Ανοιξη, τώρα βγαίνουν τα μωρά τσαμπιά και βλέπουμε και την έκπτυξη των οφθαλμών, το σκηνικό αλλάζει τον χειμώνα, αλλά πάντα το τοπίο είναι όμορφο και… ζωντανό», επισημαίνει και εκφράζει την πεποίθησή της ότι τελικά ο κόσμος αγαπά τον οινοτουρισμό γιατί τον συμπαρασύρει σε μια εξέλιξη που δεν σταματά ποτέ, όπως ακριβώς είναι και η ζωή».
Ερωτηθείς για το πώς φαντάζεται τον κλάδο οίνου στη χώρα μας δέκα χρόνια μετά, σημειώνει κατηγορηματικά ότι «αυτό που έχουμε σήμερα θα παραμείνει ως βάση και θα γίνουν πολλά ακόμα ενάντια στο κακό χούι του Έλληνα που έχει την τάση να κλωτσάει τον κουβά με το γάλα που έχει μαζέψει».
Εκφράζει τη βεβαιότητά της ότι θα δημιουργηθούν πολλά ακόμη και καλύτερα οινοποιεία, υπό την προϋπόθεση όμως, όπως τονίζει ότι «το κράτος θα ξεκινήσει επιτέλους να δίνει άδεια για νέες φυτεύσεις, κάτι που αρνείται να πράξει, παρά το ότι ο κόσμος θέλει αμπέλια και το προϊόν έχει ζήτηση». Μεταξύ άλλων, η ίδια υπογράμμισε την ανάγκη για καλύτερη και πιο ενισχυμένη προβολή των ελληνικών κρασιών, για αύξηση της οινικής κουλτούρας στη χώρα μας και για πάταξη της παραοικονομίας στον κλάδο που δυστυχώς…ανθίζει, λέει χαρακτηριστικά.