Πώς οι ευρωεκλογές κρίνουν το μέλλον της Κεντροαριστεράς
Πηγή Φωτογραφίας: [364805] ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΟΥ ΠΑΣΟΚ - ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ ΑΛΛΑΓΗΣ ΝΙΚΟΥ ΑΝΔΡΟΥΛΑΚΗ ΜΕ ΤΟΝ ΠΡΟΕΔΡΟ ΤΟΥ ΣΥΡΙΖΑ - ΠΣ ΣΤΕΦΑΝΟ ΚΑΣΣΕΛΑΚΗ (ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΝΤΑΡΙΝΗΣ/EUROKINISSI)
Μπορεί στις πιο πολλές ευρωπαϊκές χώρες το ενδιαφέρον των ευρωεκλογών να επικεντρώνεται στη διαφαινόμενη άνοδο της ακροδεξιάς, εδώ όμως η συζήτηση στρέφεται προς την λεγόμενη κεντροαριστερά και στις ανακατατάξεις ή αναδιατάξεις που είναι πιθανό να προκληθούν από το αποτέλεσμα της Κυριακής.
Σχεδόν όλες οι πρόσφατες μετρήσεις δείχνουν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ οδηγεί ξεκάθαρα την άτυπη κούρσα της δεύτερης θέσης, οπότε εύλογα αναρωτιόμαστε για το νόημα μιας τέτοιας εξέλιξης σε σχέση με το ποσοστό των γενικών εκλογών και τις διαφορές που θα διαμορφωθούν μεταξύ των δύο βασικών πόλων του κεντροαριστερού χώρου.
Αλλά ανεξάρτητα από τη θέση τους, όσοι ενδιαφέρονται ειλικρινά για τη μελλοντική ενοποίηση των δυνάμεων του λεγόμενου προοδευτικού χώρου δεν είναι πεπεισμένοι ότι θέλουν μια πολύ μεγάλη διαφορά μεταξύ των εκλογικών αναλογιών των δύο σχηματισμών, ανεξάρτητα από τη δύναμη της υποστήριξής τους στο κόμμα της προτίμησής τους. Θεωρητικά, εκτός από τη συνηθισμένη αλαζονεία που προκαλούν τέτοιες εξελίξεις, το κόμμα που θα κερδίσει ένα σαφές και σημαντικό προβάδισμα γίνεται αυτόματα ο κύριος πόλος της αντιπολίτευσης και το κόμμα που μπορεί να διεκδικήσει την πλειοψηφία στις κάλπες των εθνικών εκλογών.
Αν για παράδειγμα ο Συριζα καταφέρει να ξεπεράσει το ποσοστό των βουλευτικών εκλογών του Ιουνίου 2023 και προσεγγίσει σε ποσοστά το 20%, την ίδια στιγμή που το ΠΑΣΟΚ καθηλωθεί περίπου στα ποσοστά που είχε ήδη καταγράψει, είναι αναμενόμενο ότι θα επιδιώξει μια αυτόνομη πορεία, όπως το ίδιο θα κάνει και το ΠΑΣΟΚ αν υποτεθεί ότι αντιστρέφονται οι ρόλοι και βρεθεί το ίδιο στη δεύτερη θέση και μάλιστα με αξιοσημείωτη διαφορά.
Επομένως, το ερώτημα είναι αν τα κόμμα που παίρνει “κεφάλι” είναι πρόθυμο να αναζητήσει πραγματικά συνεργασία και αν αξιολογεί σωστά τα γεγονότα, όχι μόνο τις λέξεις και αν θεωρούν τους εαυτούς τους ικανούς και όχι μόνο την επιθυμία αλλά και τον υποψήφιο για εξουσία.
Κρίνοντας από την προηγούμενη παρουσία των ηγετών του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ, φαίνεται ότι δεν υπάρχει πρόθεση ουσιαστικής συνεργασίας, καθώς αποφεύγουν τις συνήθεις κοινωνικές σχέσεις ευγένειας και εθιμοτυπίας, καίτοι υπάρχουν κάποια στελέχη που δεν αντιτίθενται στη διαδικασία συνεργασίας και στους δύο κομματικούς χώρους.
Θεωρητικά, αυτό που κάνει δύο ηγέτες να αλλάξουν τις θέσεις τους είναι να καταγράψουν περίπου το ίδιο ποσοστό στις εκλογές της επόμενης Κυριακής με μικρή διαφορά μιας ή δύο ποσοστιαίων μονάδων. Σε αυτή την περίπτωση, είναι πολύ πιθανό να υπάρξει αλλαγή στη στάση και των δύο πλευρών, αφού όποιος είναι μπροστά, έστω και με βραχεία κεφαλή, θα κερδίσει την ουσιαστική νομιμότητα της αξιωματικής αντιπολίτευσης (αφού η τυπική προκύπτει πάντα από τις βουλευτικές εκλογές και δεν αλλάζει μέχρι τις επόμενες).
Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι μόνο ένα απροσδόκητο και απρόβλεπτο αποτέλεσμα, το οποίο θα μπορούσε να είναι είτε ένα μεγάλο ποσοστό του ενός από τα δύο κόμματα είτε ένα πολύ χαμηλό ποσοστό του άλλου, ή ένας συνδυασμός και των δύο, θα οδηγήσει σε ανάπτυξη, ακόμη και σε επίπεδο ηγεσίας που θα μπορούσε να υποδηλώνει επαναπροσδιορισμό της σχέσης και της στρατηγικής των δύο βασικών πόλων της αντιπολίτευσης.
Όπως και να ΄χει, το σκηνικό στην αντιπολίτευση δεν θα είναι το ίδιο μετά την Κυριακή, αφού ακόμα και το ελάχιστα θεματικό που μπορεί να συμβεί και θα είναι το μικρό προβάδισμα ενός από τα δύο κόμματα της κεντροαριστεράς, θα επισημοποιήσει την αμφισβητούμενη και διεκδικούμενη εδώ και περίπου ένα χρόνο θέση του δεύτερου κόμματος. Το κρίσιμο είναι αν θα είναι τόσο διαφορετικό που θα επηρεάσει όχι μόνο τους δύο μονομάχους του χώρου, αλλά και συνολικά τις πολιτικές εξελίξεις, δηλαδή την κυβέρνηση και την μέχρι τώρα αδιαμφισβήτητη κυριαρχία της.
Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο
Το σχόλιο σας