Η ΑΑΔΕ ψάχνει πώς θα «ξεφορτωθεί» τα χρέη που δεν μπορεί να εισπράξει
Πηγή Φωτογραφίας: ΑΑΔΕ (ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΝΤΑΡΙΝΗΣ / EUROKINISSI)
Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία, το «βουνό» των οφειλών προς την Εφορία ξεπερνούσε τα 107 δισ. ευρώ στις αρχές του χρόνου.
Αυτός ο τεράστιος όγκος χρεών έδωσε πάμπολλες φορές το «πάτημα» στους ξένους τεχνοκράτες να στυλώνουν τα πόδια κάθε φορά που άκουγαν για ρυθμίσεις, περαιώσεις, διευκολύνσεις, «γέφυρες», επανεκκίνηση της αγοράς και πάει λέγοντας.
Η αλήθεια είναι λίγο διαφορετική, καθώς, από αυτό το δυσθεώρητο stock οφειλών, η ίδια η ΑΑΔΕ έχει ρίξει λευκή πετσέτα για ένα μεγάλο μέρος, θεωρώντας ότι δεν μπορούν να εισπραχθούν ακόμα κι αν εξαντληθούν όλα τα διαθέσιμα νομικά μέσα. Υπολογίζεται ότι το 24,6% του συνολικού ληξιπρόθεσμου υπολοίπου, που αντιστοιχεί σε 26,3 δισ. ευρώ, αφορά σε οφειλές που χαρακτηρίζονται ως ανεπίδεκτες είσπραξης.
Εκτός του ότι πρόκειται κυρίως για πολύ παλιές οφειλές ή χρέη πτωχευμένων, το Δημόσιο, και εν προκειμένω η ΑΑΔΕ, έχει ακόμα ένα σημαντικό μειονέκτημα: βρίσκεται, πλέον, πολύ χαμηλά στην κατάταξη των πιστωτών που μπορούν να ικανοποιηθούν από έναν πλειστηριασμό π.χ. ακινήτου. Είναι ενδεικτικό ότι ακόμη κι αν κάποιος οφειλέτης έχει ακίνητο, υπό προϋποθέσεις η οφειλή του μπορεί να χαρακτηριστεί «ανεπίδεκτη είσπραξης», όπως προβλέπει νέα απόφαση.
Δεν είναι τυχαίο ότι σχεδόν αποκλειστικός μοχλός πίεσης προς τους οφειλέτες του Δημοσίου είναι οι κατασχέσεις εις χείρας τρίτων, δηλαδή κατά κύριο λόγο δεσμεύσεις τραπεζικών λογαριασμών, που φαίνεται ότι «πονάνε» όσους χρωστάνε και δεν πληρώνουν ή δεν ρυθμίζουν αν και έχουν αυτή τη δυνατότητα.
Πέρα από το συνεχές pressing προς τους μεγάλους οφειλέτες, η ΑΑΔΕ θα επιχειρήσει να ξεσκαρτάρει τους φακέλους με τις οφειλές που λιμνάζουν, έτσι ώστε οι αρμόδιες εισπρακτικές υπηρεσίες να επικεντρωθούν στη «δεξαμενή» απ’ όπου το Δημόσιο μπορεί να ικανοποιηθεί.
Εξετάζοντας την ποιοτική διάρθρωση του πραγματικού ληξιπρόθεσμου υπολοίπου, το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους, διαπίστωσε ότι το 59,6% αυτού, που αντιστοιχεί σε 48,1 δισ. ευρώ, πηγάζει από φορολογικές οφειλές (άμεσοι και έμμεσοι φόροι, φόροι στην περιουσία, ΦΠΑ, ειδικοί φόροι κατανάλωσης κ.λπ.). Το υπόλοιπο των πραγματικών ληξιπρόθεσμων οφειλών προέρχεται από άλλες κατηγορίες οφειλής, οι οποίες παρουσιάζουν χαμηλό ποσοστό είσπραξης.
Σύμφωνα με στοιχεία της ΑΑΔΕ, σε αυτές περιλαμβάνονται τα πρόστιμα (φορολογικά και μη φορολογικά) τα οποία αποτελούν το 30,1% του πραγματικού ληξιπρόθεσμου υπολοίπου, καθώς αγγίζουν τα 24,3 δισ. ευρώ και οι μη φορολογικές οφειλές (δάνεια, δικαστικά έξοδα, καταλογισμοί κ.λπ.), οι οποίες αποτελούν το 10,3% του πραγματικού ληξιπρόθεσμου υπολοίπου, ποσοστό που αντιστοιχεί σε 8,3 δισ. ευρώ.
Λαμβάνοντας υπόψη ότι 8,8 δισ. ευρώ από τις φορολογικές οφειλές πηγάζουν από αφερέγγυους οφειλέτες και 11,6 δισ. ευρώ αφορούν σε οφειλές με λήξη δόσεων πέραν της τελευταίας δεκαετίας, απομένουν 27,7 δισ. ευρώ οφειλών από τις οποίες, σύμφωνα με στοιχεία της ΑΑΔΕ, πηγάζει άνω του 90% των εισπράξεων. Με άλλα λόγια, το σύνολο σχεδόν των εισπράξεων προέρχεται από μόλις το 34% του πραγματικού ληξιπρόθεσμου υπολοίπου.
Ανεπίδεκτα είσπραξης
Δεν είναι μυστικό ότι ο χαρακτηρισμός οφειλών ως «ανεπίδεκτων είσπραξης», και πολύ περισσότερο η διαγραφή τους, ήταν πάντα «καυτή πατάτα» για τους υπουργούς Οικονομικών και την ΑΑΔΕ, για ευνόητους και προφανείς λόγους. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο η νέα Απόφαση για τα κριτήρια και τις προϋποθέσεις καταχώρισης οφειλών στα βιβλία ανεπίδεκτων είσπραξης «πέρασε» από το Ελεγκτικό Συνέδριο και πήρε ομόφωνη θετική έγκριση.
Πότε οφειλές χαρακτηρίζονται, εφεξής, ανεπίδεκτες είσπραξης; Κατ’ αρχάς, ο γενικός κανόνας:
Α) Έχουν ολοκληρωθεί οι έρευνες και δεν διαπιστώθηκε η ύπαρξη περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη και των συνυπόχρεων προσώπων ή διαπιστώθηκε η καθ’ οιονδήποτε τρόπο εκποίηση των περιουσιακών τους στοιχείων που δεν υπόκεινται σε ακύρωση. Σημειωτέον, ότι η εκμίσθωση τραπεζικής θυρίδας από οφειλέτη ή συνυπόχρεο πρόσωπο δεν κωλύει τον χαρακτηρισμό των οφειλών ως ανεπίδεκτων είσπραξης, ακόμα και πριν λάβει χώρα η διάρρηξη αυτής, εφόσον έχει ήδη επιβληθεί κατάσχεση στα χέρια τρίτου.
Β) Έχει υποβληθεί αίτηση ποινικής δίωξης
Γ) Έχει πραγματοποιηθεί έλεγχος από ειδικά οριζόμενο ελεγκτή της αρμόδιας υπηρεσίας της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, ο οποίος πιστοποιεί, με βάση ειδικά αιτιολογημένη έκθεση ελέγχου, ότι συντρέχουν οι παραπάνω προϋποθέσεις και είναι αντικειμενικά αδύνατη η είσπραξη των οφειλών. Υπάρχουν, όμως και δύο περιπτώσεις, όπου, παρά την ύπαρξη περιουσιακών στοιχείων, η ΑΑΔΕ σηκώνει ψηλά τα χέρια:
Η συνολική αξία της κυριότητας και των λοιπών εμπράγματων δικαιωμάτων επί ακινήτων του οφειλέτη και των συνυπόχρεων προσώπων είναι ιδιαίτερα μικρής αξίας σε σχέση με τη συνολική βασική ληξιπρόθεσμη οφειλή, δεν υπερβαίνει το 5% του ύψους της οφειλής και σε κάθε περίπτωση το ποσό των 100.000 ευρώ. Με αναγωγή, μιλάμε για οφειλές ως 2 εκατ. ευρώ. Σύμφωνα με αρμόδιες πηγές, πρόκειται για περιπτώσεις ακινήτων με πολλαπλά βάρη, όπου το Δημόσιο όντας στην «ουρά» των πιστωτών προς ικανοποίηση, επί της ουσίας αδυνατεί να εισπράξει. Οι ίδιες πηγές επισημαίνουν ότι από τη στιγμή που η οφειλή χαρακτηρίζεται ανεπίδεκτη είσπραξης (δεν διαγράφεται) το ακίνητο δεν μπορεί να μεταβιβαστεί. Το ίδιο ισχύει για αντίστοιχης αξίας ακίνητα επιχειρήσεων, αν έχουν περάσει δέκα χρόνια από την υπαγωγή σε διαδικασία εκκαθάρισης
Η συνολική αξία της κινητής περιουσίας του οφειλέτη και των συνυπόχρεων προσώπων είναι ιδιαίτερα μικρής αξίας σε σχέση με το ύψος της συνολικής βασικής ληξιπρόθεσμης οφειλής και δεν υπερβαίνει το ποσό των 30.000 ευρώ.
Ανεπίδεκτα είσπραξης χαρακτηρίζονται και χρέη αν ο οφειλέτης απεβίωσε χωρίς να καταλείπει οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο και ο επιζών σύζυγος, τα τέκνα του οφειλέτη καθώς και οι εκ διαθήκης κληρονόμοι αυτού αποποιήθηκαν την κληρονομιά.
ΠΗΓΗ/Γιώργος Παππούς/.iefimerida.gr
Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο
Το σχόλιο σας