Νέες επιβαρύνσεις για τους καταναλωτές ηλεκτρικού ρεύματος τον Ιούλιο προεξοφλεί η άνοδος της τιμής στη χονδρεμπορική αγορά, ενώ μόνιμη απειλή για πρόσθετες επιβαρύνσεις αποτελεί το έλλειμμα του ΕΛΑΠΕ που οι νεότερες προβλέψεις το ανεβάζουν στα 600 εκατ. ευρώ στο τέλος του έτους από τα 450 εκατ. ευρώ τον Μάρτιο. Ακόμη και με τις αναμενόμενες εισροές που υπολογίζει να έχει ο αρμόδιος Διαχειριστής (ΔΑΠΕΕΠ) από τις επιστροφές μειωμένου ΕΤΜΕΑΡ (τέλος υπέρ ΑΠΕ) και το «πράσινο» τέλος στο ντίζελ κίνησης, το έλλειμμα θα παραμείνει στα υψηλά επίπεδα των 300 εκατ. ευρώ. Πρόκειται για τον «ελέφαντα στο δωμάτιο» που εξελίσσεται σε βάσανο για την πολιτική ηγεσία του ΥΠΕΝ, η οποία δύσκολα θα αποφύγει μια αναπροσαρμογή του ΕΤΜΕΑΡ για να καλυφθεί ένα μέρος της «μαύρης τρύπας». Πληροφορίες μάλιστα φέρουν την πολιτική ηγεσία του ΥΠΕΝ να είχε δρομολογήσει αύξηση του ΕΤΜΕΑΡ στα επίπεδα του 17,65%, σχέδιο που «πάγωσε» λόγω ευρωεκλογών για να τεθεί σε εφαρμογή αμέσως μετά. Ωστόσο, το ύψος αναπροσαρμογής του ΕΤΜΕΑΡ όπως και ο χρόνος εφαρμογής εκτιμάται ότι θα επανεξεταστεί αξιολογώντας και τα αποτελέσματα των εκλογών για το κυβερνών κόμμα, αναλόγως των κατευθύνσεων που θα δώσει ο ίδιος ο πρωθυπουργός.
Το ΕΤΜΕΑΡ εισπράττεται από τους λογαριασμούς ρεύματος ως ρυθμιζόμενη χρέωση και αποτελεί βασική εισροή του Ειδικού Λογαριασμού ΑΠΕ (ΕΛΑΠΕ), ο οποίος καλύπτει τις εγγυημένες τιμές των παραγωγών ΑΠΕ. Σήμερα η χρέωση του ΕΤΜΕΑΡ για τους οικιακούς καταναλωτές κυμαίνεται στα 17 ευρώ/μεγαβατώρα και η εισήγηση του ΔΑΠΕΕΠ είναι να αυξηθεί στα 24 ευρώ/μεγαβατώρα που ήταν το 2019 πριν αποφασιστεί να μειωθεί για να συνδράμει στο σχέδιο διάσωσης της ΔΕΗ, αντισταθμίζοντας τις αυξήσεις που επιβλήθηκαν τότε στα τιμολόγια ρεύματος. Το ΥΠΕΝ προσανατολίζεται σε αύξηση κοντά στα 20 ευρώ/μεγαβατώρα, η οποία το πιθανότερο είναι να επιβληθεί μετά το καλοκαίρι για να μην πάρουν «φωτιά» τα τιμολόγια ρεύματος.
Το πρώτο δεκαήμερο του Ιουνίου η μέση χονδρεμπορική τιμή ρεύματος καταγράφει ήδη αύξηση 15% σε σύγκριση με την τιμή του Μαΐου.
Οι αυξήσεις ωστόσο για τους καταναλωτές τον Ιούλιο και τον Αύγουστο, σύμφωνα με τα μέχρι στιγμής δεδομένα, θα είναι αναπόφευκτες. Με τις υψηλές θερμοκρασίες της περασμένης εβδομάδας η ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας ανέβηκε κατά 19%, και η μέση χονδρεμπορική τιμή εκτινάχθηκε στα 101,5 ευρώ/μεγαβατώρα, σημειώνοντας υψηλό 21 εβδομάδων το επταήμερο 3-9 Ιουνίου, παρά την αύξηση της συμμετοχής των ΑΠΕ στο μείγμα ηλεκτροπαραγωγής κατά 6% και των υδροηλεκτρικών κατά 23% σε σχέση με την αμέσως προηγούμενη εβδομάδα. Ενας ακόμη παράγοντας που εξώθησε προς τα πάνω τη χονδρεμπορική τιμή ρεύματος την περασμένη εβδομάδα ήταν και η άνοδος της τιμής φυσικού αερίου στον ολλανδικό κόμβο TTF κατά 13%, εξαιτίας των προβλημάτων που δημιουργήθηκαν στις εξαγωγικές υποδομές φυσικού αερίου από τη Νορβηγία.
Χθες η μέση χονδρεμπορική τιμή ρεύματος στην ελληνική αγορά διαμορφώθηκε στα 96,69 ευρώ/μεγαβατώρα και ήταν η δεύτερη ακριβότερη τιμή στην Ευρώπη μετά την Ιρλανδία με τιμή στα 105 ευρώ/μεγαβατώρα. Σήμερα Τρίτη η μέση χονδρεμπορική τιμή στην Ελλάδα υποχώρησε στα 95,61 ευρώ/μεγαβατώρα και είναι η πέμπτη ακριβότερη αγορά της Ευρώπης. Το πρώτο δεκαήμερο του Ιουνίου η μέση χονδρεμπορική τιμή ρεύματος καταγράφει ήδη αύξηση 15% σε σχέση με την τιμή του Μαΐου, με τις εκτιμήσεις να συγκλίνουν για περαιτέρω αύξηση λόγω των καιρικών συνθηκών. Σε μια τέτοια εξέλιξη τα κυμαινόμενα πράσινα και κίτρινα τιμολόγια του Ιουλίου αναμένεται να αυξηθούν σημαντικά σε συνέχεια των αυξήσεων στα τρέχοντα τιμολόγια που κυμάνθηκαν από 11% έως και 70% σε κάποιους παρόχους.
Με την αύξηση της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας την περασμένη εβδομάδα έκανε επάνοδο και ο λιγνίτης, έπειτα από ένα μακρύ διάστημα αποχής από το μείγμα ηλεκτροπαραγωγής. Το εβδομαδιαίο μείγμα καυσίμου το διάστημα 3-9 Ιουνίου διαμορφώθηκε κυρίως από φυσικό αέριο (43%), ΑΠΕ (42%), μεγάλα υδροηλεκτρικά (7%), καθαρές εισαγωγές (6%) και λιγνίτη (2%). Σε σύγκριση με την προηγούμενη εβδομάδα, παρατηρήθηκε αύξηση στα μερίδια του λιγνίτη και των καθαρών εισαγωγών (τα δύο καύσιμα είχαν μηδενική συνεισφορά στο μείγμα καυσίμου), καταγράφηκε πτώση στα μερίδια του φυσικού αερίου (ήταν στο 47%) και των ΑΠΕ (ήταν στο 46%), ενώ το μερίδιο των μεγάλων υδροηλεκτρικών παρέμεινε αμετάβλητο.
Πηγή: kathimerini.gr//Χρύσα Λιάγγου