Υπεραπόδοση έναντι των ευρωπαϊκών μετοχών είχαν οι ελληνικές αυτή την εβδομάδα, στον απόηχο του αποτελέσματος του πρώτου γύρου των γαλλικών εκλογών, που μετρίασε, αν μη τι άλλο, τους φόβους για σχηματισμό αυτοδύναμης κυβέρνησης από την ακροδεξιά της Λεπέν.
Όμως, η επιφυλακτικότητα των επενδυτών ήταν σαφής και αποτυπώθηκε στη μεγάλη μείωση των ημερήσιων τζίρων, ενώ η επόμενη εβδομάδα, όπου οι αγορές θα κληθούν να αποτιμήσουν το τελικό εκλογικό αποτέλεσμα στη Γαλλία, θα είναι καθοριστική για τη διαμόρφωση της βραχυπρόθεσμης τάσης και, ειδικότερα, θα δείξει αν υπάρχουν τα περιθώρια για να κινηθεί ο Γενικός Δείκτης προς το υψηλό έτους των 1.500 μονάδων.
Ο χρηματιστηριακός απολογισμός της προηγούμενης εβδομάδας είναι θετικός, αν και η καθίζηση της συναλλακτικής δραστηριότητας δεν επιτρέπει την εξαγωγή καθαρών συμπερασμάτων:
Ο Γενικός Δείκτης αντέδρασε αρκετά δυναμικά στην πτώση που προηγήθηκε και έκλεισε με εβδομαδιαία άνοδο 2,58%, καθοδηγούμενος από τις τράπεζες, που κέρδισαν 5,26%. Ήταν μια επίδοση πολύ καλύτερη από την αντίστοιχη των ευρωπαϊκών μετοχών: Ο πανευρωπαϊκός δείκτης Stoxx 600 κέρδισε 1% την προηγούμενη εβδομάδα, επηρεασμένος και από ρευστοποιήσεις που σημειώθηκαν χθες, για λόγους… ασφαλείας ενόψει του δεύτερου γύρου των γαλλικών εκλογών. Η συνολική κεφαλαιοποίηση της αγοράς ξεπέρασε πάλι το συμβολικό όριο των 100 δισ. ευρώ (100,9 δισ.). Η άνοδος καθοδηγήθηκε πρωτίστως από την επιστροφή αγοραστών στις τραπεζικές μετοχές, αλλά και από επιλεκτικές αγορές στη μεγάλη κεφαλαιοποίηση.
Σε αυτή την ανοδική δυναμική πρέπει να μπει ένας αστερίσκος, καθώς η καθίζηση του τζίρου, ο οποίος επηρεάσθηκε και από την αμερικανική αργία της 4ης Ιουλίου, δεν επιτρέπει να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι η αγορά επιστρέφει σε ισχυρή ανοδική δυναμική. Η μέση ημερήσια αξία συναλλαγών της εβδομάδας ήταν μόλις 81,6 εκατ. ευρώ, μειωμένη κατά 45% έναντι της προηγούμενης εβδομάδας και κατά 42% σε σχέση με τη μέση ημερήσια αξία για το 2024 (140 εκατ. ευρώ). Μάλιστα, όπως σημειώνει ο επικεφαλής ανάλυσης της Beta, Μάνος Χατζηδάκης, στη χθεσινή συνεδρίαση σημειώθηκε ο χαμηλότερος τζίρος του 2024 με 56,5 εκατ. ευρώ.
Στην αγορά των ομολόγων, που αποτελεί βαρόμετρο του επενδυτικού κλίματος σε αυτή την περίοδο αβεβαιότητας για την Ευρώπη, η εικόνα των ελληνικών τίτλων ήταν πολύ καλή, μετά την αναταραχή που είχαν προκαλέσει οι πολιτικές εξελίξεις στη Γαλλία. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΔΔΗΧ, το spread των 10ετών ομολόγων, που είχε ξεπεράσει τις 120 μονάδες βάσης, υποχώρησε στο τέλος της εβδομάδας στις 103 μ.β.
Σε ό,τι αφορά τους εσωτερικούς παράγοντες που επηρεάζουν την τάση της αγοράς, όλα φαίνεται πλέον να ευθυγραμμίζονται υπέρ της συνέχισης της ανόδου, με ορίζοντα τις 1.500 μονάδες, όπου είχε φθάσει ο Γενικός Δείκτης τον Μάιο.
Οι κραδασμοί που προκάλεσε το εκλογικό αποτέλεσμα, με αποκορύφωμα την «άτσαλη» επιβολή έκτακτου φόρου στα διυλιστήρια φαίνεται ότι μένουν πίσω, καθώς η κυβέρνηση δείχνει σαφή διάθεση να επιστρέψει στην κανονικότητα του έργου της, με σημαντικές κινήσεις στο πεδίο της οικονομίας, όπως η προετοιμασία του πέμπτου αιτήματος για εκταμίευση πόρων από το Ταμείο Ανάκαμψης, η ολοκλήρωση της συγχώνευσης Attica Bank – Παγκρήτιας και, από τον Σεπτέμβριο, το placement των μετοχών της Εθνικής.
Παράλληλα, στο δημοσιονομικό πεδίο, η Ελλάδα φαίνεται ότι βρίσκεται σε πολύ καλή θέση για να αποφύγει οποιαδήποτε πίεση για μέτρα λιτότητας από την Κομισιόν, σε μια περίοδο όπου επτά χώρες, περιλαμβανομένης της Γαλλίας, έχουν μπει σε διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος. Επιπλέον, κορυφαίο στέλεχος της Moody’s άφησε σαφώς να εννοηθεί ότι στις 13 Σεπτεμβρίου είναι πιθανή η αναβάθμιση στην επενδυτική κατηγορία, ενώ την Παρασκευή ενδέχεται να υπάρξει ευχάριστη έκπληξη από τον γερμανικό οίκο Scope, ο οποίος πλέον αναγνωρίζεται από την ΕΚΤ.
Οι τράπεζες έχουν τη δυνατότητα να οδηγήσουν την επόμενη ανοδική κίνηση της αγοράς, καθώς μετά την επιστροφή τους στη διανομή μερισμάτων, ύστερα από μια «άνυδρη» 15ετία, έχουν μπει και σε τροχιά επιστροφής σε αξιολόγηση επενδυτικής βαθμίδας από τους μεγάλους οίκους, όπως έδειξε αυτή την εβδομάδα η αναβάθμιση των συστημικών τραπεζών από την S&P, που μάλιστα ανέβασε την Εθνική και τη Eurobank ένα σκαλοπάτι χαμηλότερα από την επενδυτική βαθμίδα. Οι τραπεζικές μετοχές πρέπει να σημειωθεί ότι διαπραγματεύονται με σχέση τιμής προς λογιστική αξία αρκετή χαμηλότερη από τον μέσο όρο στην Ευρώπη (P/BV 0,86 έναντι περίπου 1 στην Ευρώπη) και εξακολουθούν να έχουν αρκετά περιθώρια ανόδου για να καλύψουν τη διαφορά.
Στο εταιρικό επίπεδο, το μεγάλο deal για την ΤΕΡΝΑ Ενεργειακή, που ανακοινώθηκε σε μια μάλλον δύσκολη περίοδο και δεν είχε στην αγορά την αντανάκλαση που θα είχε υπό άλλες συνθήκες, ήταν μια ισχυρή επιβεβαίωση της έντονης κινητικότητας που αναπτύσσεται στον επιχειρηματικό τομέα και της ελκυστικότητας των ελληνικών assets. Στο τέλος του μήνα, οι πρώτες ανακοινώσεις αποτελεσμάτων εξαμήνου από «βαριά» ονόματα της αγοράς και οι προβλέψεις των διοικήσεων εκτιμάται ότι θα επιβεβαιώσουν την πολύ καλή πορεία των εισηγμένων το 2024.
Σε επίπεδο αποτιμήσεων, η αγορά παραμένει ελκυστική για τους ξένους επενδυτές. Σύμφωνα με υπολογισμούς της Beta, το μέσο P/E των εταιρειών της μεγάλης κεφαλαιοποίησης με βάση τα εκτιμώμενα κέρδη του 2024 είναι μόλις 10,6Χ, το P/BV υπολογίζεται σε 1,42 και η μερισματική απόδοση είναι αρκετά υψηλή (4,52%).
Κλειδί για την τάση η Γαλλία
Την επόμενη εβδομάδα, πάντως, την τάση στην αγορά δεν θα δώσουν οι εσωτερικοί παράγοντες, αλλά οι δυναμικές που θα δημιουργηθούν στις αγορές με βάση το γαλλικό εκλογικό αποτέλεσμα. Αν και οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι η άκρα δεξιά δεν θα καταφέρει να κερδίσει την πλειοψηφία για να σχηματίσει κυβέρνηση, κάτι που θα προκαλούσε ισχυρούς κραδασμούς στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα, ωστόσο παραμένει εντελώς αβέβαιο ποια κυβέρνηση μπορεί να σχηματισθεί στο Παρίσι, με ποιο πρόσωπο επικεφαλής και πού θα οδηγήσει τη Γαλλία, σε μια περίοδο μάλιστα όπου η χώρα καλείται να διαπραγματευθεί με την Κομισιόν ένα μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα για τη μείωση του πολύ υψηλού ελλείμματός της (5,5% του ΑΕΠ το 2023).
Η ολλανδική τράπεζα ING παρουσιάζει ως εξής τα σενάρια για το γαλλικό εκλογικό αποτέλεσμα:
Το πιο πιθανό σενάριο είναι ότι καμία πολιτική ομάδα δεν θα κερδίσει την απόλυτη πλειοψηφία. Μόνο το Rassemblement National της Μαρίν Λεπέν θα μπορούσε να επιτύχει έναν τέτοιο στόχο, αλλά οι τελευταίες δημοσκοπήσεις δεν δείχνουν προς αυτή την κατεύθυνση.
Επομένως, θα πρέπει να δώσουμε ιδιαίτερη προσοχή στις πιθανές συμμαχίες που θα σχηματιστούν στο κοινοβούλιο, αρχής γενομένης από τις επόμενες ημέρες. Αν και παραμένει δύσκολο να φαντασθεί κανείς τον σχηματισμό συνασπισμών διαφορετικών (ή ακόμη και αντιτιθέμενων) κομμάτων, εντούτοις μια ομάδα που θα συγκέντρωνε μετριοπαθείς πολιτικούς από την αριστερά, το κέντρο και τη δεξιά θα μπορούσε να προσπαθήσει να σχηματίσει μια σχετική πλειοψηφία. Ο πρόεδρος θα μπορούσε στη συνέχεια να διορίσει, ήδη από την επόμενη εβδομάδα, έναν νέο πρωθυπουργό που θα είναι μια συναινετική φιγούρα. Εάν, από την άλλη πλευρά, αυτή η διαδικασία διαρκέσει πολύ, ο σημερινός πρωθυπουργός Γκαμπριέλ Ατάλ θα πρέπει να παραμείνει σε προσωρινή βάση.
Εάν, τελικά, το Rassemblement National κερδίσει την απόλυτη πλειοψηφία, ο πρόεδρος θα υποχρεωθεί να διορίσει τον Ζορντάν Μπαρντελά ως πρωθυπουργό. Σε αυτή την περίπτωση, μπορούμε να αναμένουμε σημαντική αναστάτωση στη γαλλική οικονομία, ενδεχομένως συμπεριλαμβανομένων απεργιών, διαδηλώσεων και διαμαρτυριών ως απάντηση σε αυτό το αποτέλεσμα. Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι οι αγορές θα περιμένουν με μεγάλο ενδιαφέρον τα στοιχεία για τον πληθωρισμό στις ΗΠΑ που δημοσιεύονται την Πέμπτη και αναμένεται να δείξουν υποχώρηση από το 3,3% τον Μάιο στο 3,1% τον Ιούνιο. Η ροή των στοιχείων, που υποδεικνύουν αποθέρμανση της οικονομίας και οι τελευταίες ήπιες δηλώσεις του Τζερόμ Πάουελ δείχνουν ότι η Fed θα προχωρήσει τον Σεπτέμβριο, εκτός απροόπτου, στην πρώτη μείωση του επιτοκίου της μετά το μεγάλο κύκλο αυξήσεων, κάτι που οι αγορές τιμολογούν ως σενάριο πιθανό κατά 70%, με πιθανότητα 50% για μια ακόμη μείωση τον Δεκέμβριο.
Πηγή,Νώντας Χαλδούπης,.businessdaily.gr