Οι προοπτικές του Κυπριακού μισό αιώνα μετά τον Αττίλα
Πηγή Φωτογραφίας: European Parliament
Η κυπριακή τραγωδία το 1974 φέρει φαρδιά πλατιά την υπογραφή της χουντικής κυβέρνησης της Ελλάδας. Η οποία, κόντρα στο εσωτερικό, περιφερειακό και διεθνές περιβάλλον, διοργάνωσε ένα ερασιτεχνικό πραξικόπημα, χωρίς κανένα σχέδιο διαχείρισης της νέας κατάστασης αλλά και των συνεπειών της. Η Τουρκία, η οποία είχε προϊδεάσει για δυναμική αντίδραση τουλάχιστον δύο φορές τη δεκαετία του 1960, βρήκε πάτημα στην παραβίαση της κυπριακής συνταγματικής τάξης αλλά και της συμφωνίας εγγυήσεων του 1960 και εισέβαλε, με τα γνωστά αποτελέσματα. Παράνομη κατοχή έκτοτε σχεδόν του 37% της κυπριακής επικρατείας.
Η Άγκυρα πιστεύει ότι το Κυπριακό ζήτημα επιλύθηκε οριστικά το 1974 και αυτή η θέση δεν είναι αντικείμενο διαπραγμάτευσης, αλλά το πλαίσιο διαπραγματεύσεων που επιδιώκει να επιβάλει κάθε φορά, προκειμένου να νομιμοποιήσει τα τετελεσμένα. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων 50 ετών, το κατεχόμενο μέρος έχει δεχτεί μεγάλο αριθμό Τούρκων εποίκων, οι οποίοι έχουν αλλάξει τους δημογραφικούς συσχετισμούς υπέρ τους. Ως αποτέλεσμα, οι εναπομείναντες Τουρκοκύπριοι με κυπριακή συνείδηση έχουν συρρικνωθεί με την πάροδο του χρόνου. Μετά την ήττα του πρώην ηγέτη τους, το ψευδοκράτος έχει ταυτιστεί πλήρως με την Άγκυρα. Επιπλέον, σε μια συνάντηση με τον Τατάρ, ο οποίος μίλησε ως εκπρόσωπος της Τουρκίας και όχι των Τουρκοκυπρίων, δεν ήμουν έκπληκτος. Αυτοί θεωρούν τους εαυτούς τους συνιδιοκτήτες.
Η αποξένωση των δύο κοινοτήτων είναι πραγματικότητα. Σήμερα, οι Ελληνοκύπριοι δεν έχουν καμία επαφή με τους Τουρκοκύπριους. Μετά την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, πολλοί Ελληνοκύπριοι δεν βλέπουν τον λόγο να συμβιβαστούν με τους Τουρκοκύπριους για τη δημιουργία μιας διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας. Η επιστροφή στην προ 1974 και πολύ περισσότερο στην προ 1963 κατάσταση είναι ανέφικτη.
Το Κυπριακό μπορεί να διαιρεθεί σε δύο βασικές χρονικές περιόδους. Η πρώτη περίοδος ξεκινά από το 1974 και φτάνει μέχρι την αποχώρηση του Ντενκτάς. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ο Ντενκτάς ήταν απορριπτικός και οι Ελληνοκύπριοι δεν αισθάνονταν μεγάλη πίεση. Η δεύτερη περίοδος ξεκινά από το σχέδιο Ανάν και φτάνει μέχρι σήμερα. Μετά την εκλογή του Τατάρ το 2020, έχει προκύψει μία νέα συνθήκη, σύμφωνα με την οποία η Τουρκία θέτει ως προϋπόθεση την αναγνώριση της κυριαρχικής ισότητας των Τουρκοκυπρίων για την επανέναρξη των συνομιλιών. Ως αποτέλεσμα, από το 2021 μέχρι σήμερα δεν έχουν πραγματοποιηθεί ουσιαστικές διαβουλεύσεις μεταξύ των δύο πλευρών. Η Κύπρος έχει πλέον καθιερωθεί ως παγωμένη διένεξη, με το ενδεχόμενο μίας πολεμικής σύρραξης να είναι πολύ απίθανο. Ως αποτέλεσμα, ο διεθνής παράγοντας έχει τοποθετήσει το Κυπριακό πολύ χαμηλά στη λίστα προτεραιοτήτων του.
Η αδιαλλαξία της Τουρκίας είναι ο κύριος λόγος που η κατοχή της Κύπρου διατηρείται. Υπάρχουν πάνω από 140 σημεία στο κατεχόμενο κομμάτι όπου η Τουρκία έχει στρατιωτική παρουσία. Η στρατηγική αξία της Κύπρου και η ομοθυμία της Τουρκίας είναι καθοριστικές για τη διατήρηση μιας σκληρής στάσης έναντι της Λευκωσίας. Οι Κεμαλιστές δεν θέλουν να παραχωρήσουν την Κύπρο στον Ερντογάν και προσπαθούν να οικειοποιηθούν τα τετελεσμένα που δημιουργήθηκαν μετά το 1974. Η στάση που θα υιοθετήσει η Τουρκία στο μέλλον είναι κρίσιμη τόσο για το Κυπριακό όσο και για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Οι τελευταίες πληροφορίες από την Τουρκία μιλούν για μια μεγαλειώδη φιέστα, αλλά δεν είναι σαφές αν θα ακολουθηθούν από πρωτοβουλίες που θα υπονομεύσουν τις προσπάθειες της Τουρκίας να προσεγγίσει την Ε.Ε. και να αποκαταστήσει τη σχέση της με τις ΗΠΑ. Το Κυπριακό παραμένει μια τεράστια πληγή για τον Ελληνισμό και πρέπει να αναρωτηθούμε αν η αδράνεια που επέδειξε ήταν υπέρ ή κατά μας. Επίσης, πρέπει να αναρωτηθούμε γιατί η ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ και η εξεύρεση υδρογονανθράκων δεν αξιοποιήθηκαν επαρκώς για την επίλυση του Κυπριακού.
Δύο έσχατες παρατηρήσεις: Ο ρόλος της Βρετανίας, με ελάχιστες εξαιρέσεις, έχει υπάρξει αρνητικός για Ελλάδα και Κύπρο. Θα πρέπει να αναζητήσουμε τις αιτίες. Επίσης, η ψευδαίσθηση ότι παγκοσμίως η οπτική και το αφήγημά μας τυγχάνουν τεράστιας αποδοχής και μάλιστα υιοθετούνται σχεδόν εξ’ ολοκλήρου είναι προφανώς παραπλανητική. Εξίσου θα πρέπει να διερευνήσουμε τους λόγους. Φοβούμαι ότι δεν έχουμε κάνει μισό αιώνα μετά την απαραίτητη ενδοσκόπηση, ούτε έχουμε αναστοχαστεί επαρκώς, καταμερίζοντας με παρρησία τις ευθύνες μας. Δυστυχώς, για την αδυναμία διευθέτησης, αναζητούμε μονίμως άλλοθι στην πλευρά που δημιούργησε και συντηρεί έκτοτε το πρόβλημα.
Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο
Το σχόλιο σας