Η Ρωσία τα τελευταία χρόνια έχει γίνει μάρτυρας μιας σημαντικής αλλαγής. Οι Ρώσοι πολίτες παίρνουν πλέον αρκετά περισσότερα στεγαστικά δάνεια σε σύγκριση με το παρελθόν. Οι βασικοί λόγοι πίσω από αυτήν την αλλαγή ήταν ο πόλεμος στην Ουκρανία αλλά και κυβερνητικές ενισχύσεις, σημειώνει σε άρθρο του ο Economist.
Το 2020, όταν η Ρωσία κατακλύστηκε από τον κορονοϊό, οι αξιωματούχοι αύξησαν τις επιδοτήσεις για όσους αγόραζαν νεόδμητα ακίνητα σε μια προσπάθεια να ενισχύσουν την οικονομία. Στην αρχή, οι τράπεζες προσέφεραν στους αιτούντες στεγαστικά δάνεια ένα προνομιακό επιτόκιο της τάξης του 6%, περίπου δύο ποσοστιαίες μονάδες κάτω από το επιτόκιο της αγοράς, με το κράτος να καλύπτει τη διαφορά.
Παρόμοιες εκπτώσεις, οι οποίες προηγουμένως ήταν διαθέσιμες μόνο για οικογένειες, δόθηκαν στη συνέχεια σε εργαζόμενους στον τομέα της πληροφορικής και σε άτομα που μετακινούνται σε μέρη όπως η Αρκτική, η Σιβηρία και η κατεχόμενη Ουκρανία. Παρόλα αυτά, ο όγκος των ενυπόθηκων δανείων δεν άρχισε να αυξάνεται πραγματικά μέχρι που η οικονομία της Ρωσίας μπήκε σε τροχιά πολέμου. Οι τράπεζες εξέδωσαν ενυπόθηκα δάνεια αξίας 7,7 τρισ. ρουβλίων (88 δισ. δολάρια ή 4% του ΑΕΠ) πέρυσι, από συνολικά 4,3 τρισ. το 2020. Τα περισσότερα υποστηρίχθηκαν με επιδοτήσεις.
Και πρόκειται πράγματι για μια σημαντική αλλαγή καθώς τόσο μετά τα πρώτα χρόνια μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης όσο και μετά τα πρώτα χρόνια στα οποία ο νυν πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν ήρθε στην εξουσία, δεκαετίες προπαγάνδας κατά του δανεισμού η οποία τον εξίσωνε με «σκλαβιά χρέους» είχαν χαραχθεί ανεξίτηλα στη νοοτροπία των Ρώσων, οι οποίοι συνήθως περίμεναν να μαζέψουν ολόκληρο το ποσό σε αποταμιεύσεις πριν προχωρήσουν σε αγορά σπιτιού, σημειώνει ο Economist.
Αυτό επίσης αντανακλά το γεγονός ότι οι Ρώσοι δεν έχουν πολλές επενδυτικές ευκαιρίες, προσθέτει. Από τη μία οι κυρώσεις που επιβαρύνουν το χρηματιστήριο και οι συναλλαγματικοί έλεγχοι δυσχεραίνουν τη μεταφορά χρημάτων στο εξωτερικό. Ο πληθωρισμός, ο οποίος επανήλθε δυναμικά στα μέσα του 2023, έπαιξε επίσης ρόλο, δίνοντας στους Ρώσους ένα κίνητρο για να επενδύσουν χρήματα στον τομέα των κατασκευών.
Όταν η Κεντρική Τράπεζα της Ρωσίας (CBR) άρχισε να αυξάνει τα επιτόκια, η ελκυστικότητα του προγράμματος αυξήθηκε. Καθώς η τράπεζα ανέβασε το επιτόκιο αναφοράς της στο 16%, η κυβέρνηση διατήρησε το προνομιακό της επιτόκιο σε χαμηλά επίπεδα, ανεβάζοντάς το μόλις στο 8%. Τον Ιούνιο υπήρχε διαφορά άνω των δέκα ποσοστιαίων μονάδων μεταξύ του κυβερνητικού επιτοκίου και του επιτοκίου της αγοράς για ένα ενυπόθηκο δάνειο.
Κατά συνέπεια, το Κρεμλίνο έχει μείνει με τον λογαριασμό. Το υπουργείο Οικονομικών έχει ήδη δαπανήσει σχεδόν μισό τρισεκατομμύριο ρούβλια για το πρόγραμμα. Το κόστος θα μπορούσε σύντομα να ανέβει υψηλότερα αν, όπως αναμένουν οι περισσότεροι αναλυτές, η CBR αυξήσει τα επιτόκια στο 18% στις 26 Ιουλίου. Η έκρηξη των επιδοτούμενων δανείων προκάλεσε επίσης μια φούσκα κατοικιών, επισημαίνει ο Economist.
Πέρυσι κατασκευάστηκαν 110 εκατ. τετραγωνικά μέτρα κατοικιών, σε σύγκριση με ένα μέσο όρο μόλις 59 εκατ. το χρόνο από το τέλος του κομμουνισμού. Ταυτόχρονα, οι τιμές εκτοξεύονται στα ύψη. Το Ινστιτούτο Αστικής Οικονομίας με έδρα τη Μόσχα υπολογίζει ότι αυξήθηκαν κατά 172% στις μεγαλύτερες πόλεις μεταξύ 2020 και 2023.
Την ίδια ώρα η διοικήτρια της Κεντρικής Τράπεζας Ελβρία Ναμπιουλίνα ατηγόρησε τις επιδοτήσεις της κυβέρνησης για την «υπερθέρμανση» της αγοράς κατοικίας και δήλωσε ότι θα αποτελέσουν «προ-πληθωριστικό κίνδυνο» εάν το Κρεμλίνο δεν καταφέρει να τις περιορίσει.
Υπό την πίεση της Κεντρικής Τράπεζας και του υπουργείου Οικονομικών, το Κρεμλίνο έχει αύξησε την ελάχιστη κατάθεση που απαιτείται για τη λήψη δανείων από 20% σε 30% και νωρίτερα αυτό το μήνα τερμάτισε το πιο δημοφιλές πρόγραμμά του, το οποίο αφορούσε τους αγοραστές νεόδμητων κατοικιών. Ο αριθμός των νέων ενυπόθηκων δανείων θα μπορούσε να μειωθεί κατά περίπου 50% κατά το δεύτερο εξάμηνο του έτους, σύμφωνα με έναν αναλυτή που επικαλέστηκαν κρατικά μέσα ενημέρωσης.
Ως αποτέλεσμα, ο κατασκευαστικός κλάδος της Ρωσίας θα υποφέρει, σημειώνει ο Economist. Το ίδιο και οι τράπεζες, οι οποίες απολάμβαναν κέρδη ρεκόρ λόγω της ταχείας αύξησης των χαρτοφυλακίων ενυπόθηκων δανείων. Προς το παρόν, όμως, η αγορά κατοικίας φαίνεται ότι θα καταφέρει να αποφύγει την κατάρρευση. Ο Βασίλι Άστροφ του Ινστιτούτου Διεθνών Οικονομικών Μελετών της Βιέννης λέει ότι η «επιβράδυνση και ενδεχομένως η στασιμότητα» είναι πιο πιθανές από μια μεγάλη πτώση των τιμών.