SPOTLIGHTS

Πώς έφτασαν σε τέλµα οι ελληνικές ιχθυοκαλλιέργειες

Πώς έφτασαν σε τέλµα οι ελληνικές ιχθυοκαλλιέργειες

Πηγή Φωτογραφίας: perierga.gr

Η ιχθυοκαλλιεργεια θα µπορουσε να αποτελεί έναν από τους κύριους εξαγωγικούς τοµείς για την οικονοµία της Ελλάδας και να είναι ένας από τους σηµαντικότερους κλάδους ανά τον κόσµο, αλλά αυτό δεν συµβαίνει. Η κατάσταση που οδήγησε για ακόµα µία φορά σε οικονοµική ασφυξία και σε έναρξη διαδικασιών πώλησης ενός µεγάλου παίκτη –της Avramar– δεν δηµιουργήθηκε σήµερα.

Στην ιστορία της ελληνικής ιχθυοκαλλιέργειας υπάρχουν πολλοί και διαφορετικοί σταθµοί.

Αρκετοί και διαφορετικοί πρωταγωνιστές. Κάποιοι συνεχίζουν µέχρι σήµερα να δραστηριοποιούνται στον κλάδο και κάποιοι άλλοι έχουν πάψει να βρίσκονται σε αυτόν για διαφορετικούς λόγους.

Η ιχθυοκαλλιεργεια θα µπορουσε να αποτελεί έναν από τους κύριους εξαγωγικούς τοµείς για την οικονοµία της Ελλάδας και να είναι ένας από τους σηµαντικότερους κλάδους ανά τον κόσµο, αλλά αυτό δεν συµβαίνει. Η κατάσταση που οδήγησε για ακόµα µία φορά σε οικονοµική ασφυξία και σε έναρξη διαδικασιών πώλησης ενός µεγάλου παίκτη –της Avramar– δεν δηµιουργήθηκε σήµερα. H πτώση της Avramar, της µεγαλύτερης εταιρείας ιχθυοκαλλιεργειών στην Ελλάδα, αποτέλεσµα της συγχώνευσης των δύο –άλλοτε– µεγάλων εταιρειών, του Νηρέα και της Σελόντα, αποτελεί το αποκορύφωµα µιας σειράς από αστοχίες αλλά και καιροσκοπισµού στον κλάδο. Δεν είναι, όµως, η βασική αιτία για όσα συµβαίνουν σήµερα, ενώ η χώρα µας βρίσκεται εκτεθειµένη στον διεθνή ανταγωνισµό και κυρίως στη γειτονική Τουρκία, η οποία είναι ένας από τους µεγαλύτερους παραγωγούς µεσογειακών ψαριών –τσιπούρα και λαβράκι– και ο κύριος ανταγωνιστής της Ελλάδας.

Στην εν γένει προβληµατική πορεία των µεγαλύτερων εταιρειών υπάρχουν εξαιρέσεις. Επιχειρήσεις που συνεχίζουν να είναι υγιείς και παραγωγικές, µε πολυετή παρουσία και βαθιά γνώση του αντικειµένου. Μία από αυτές είναι η Ιχθυοτροφεία Κεφαλονιάς της οικογένειας Γερουλάνου, η οποία ξεκίνησε την πορεία της το 1981, η πρώτη µε δραστηριότητα στην εκτροφή λαβρακιού και τσιπούρας σε θαλάσσιους κλωβούς. Στη συγκεκριµένη εταιρεία εισήλθε µετοχικά ο ισπανικός όµιλος Profand, αποκτώντας ποσοστό 60%.

Ακόµα ένα θετικό παράδειγµα είναι η Γαλαξίδι Θαλάσσιες Καλλιέργειες, παλαιότερα εισηγµένη στο Χρηµατιστήριο Αθηνών, η οποία δηµιουργήθηκε το 1987, όταν η νορβηγική Marine Fams ASA ζήτησε από την επιχειρηµατία Νάνσυ Παντελεηµονίτου να βρει τις κατάλληλες περιοχές για ανάπτυξη ιχθυοκαλλιέργειας. Η εταιρεία συνεχίζει απρόσκοπτα την πορεία της. Τον Νοέµβριο του 2023 η Νάνσυ Παντελεηµονίτου αποφάσισε να πουλήσει τη συµµετοχή της στην εταιρεία παραγωγής ιχθυοτροφών Ίριδα, µε την εταιρεία να συνεχίζει απρόσκοπτα την πορεία της.

Οι δυο µεγάλοι και τα προβλήµατα Γυρίζοντας ωστόσο µερικά χρόνια πίσω, το 2017, ύστερα από µια προβληµατική πορεία των δύο µεγάλων εταιρειών του κλάδου, του Νηρέα και της Σελόντα, οι τράπεζες διόρισαν ως σύµβουλο τις εταιρείες Lazard, Alvarez & Marsal και PwC. Σκοπός ήταν η εξυγίανση των δύο επιχειρήσεων που, σε µικρότερο ή µεγαλύτερο βαθµό, αποτέλεσαν βασική πηγή προβληµάτων για τις ελληνικές ιχθυοκαλλιέργειες και τη σηµερινή εικόνα της Avramar, η οποία ανέλαβε κατά τη συγχώνευση των δύο εταιρειών το σύνολο των δανείων τους, µε αποτέλεσµα ο σηµερινός δανεισµός της να υπερβαίνει τα 400 εκατοµµύρια ευρώ. Ήδη οι δανείστριες τράπεζες είχαν το 2017 υπό τον έλεγχό τους το 79,6% της Σελόντα και το 75% της Νηρεύς και αναζητούσαν διέξοδο προκειµένου να πληρωθεί µέρος του υπέρµετρου δανεισµού τους, ο οποίος ανερχόταν εκείνη την εποχή σε 310 εκατοµµύρια ευρώ. Μάλιστα, οι τράπεζες, στο πλαίσιο της διαδικασίας εξυγίανσης, είχαν δείξει στους επιχειρηµατίες Αριστείδη Μπελλέ, του Νηρέα, και Γιάννη Στεφανή, της Σελόντα, τον δρόµο της εξόδου από τις εταιρείες,.

Ο Γιάννης Στεφανής, προερχόµενος από τον διαφηµιστικό κλάδο, ιδρυτής της εταιρείας “Spot”, αποφάσισε σε ηλικία 38 ετών, το 1981, να αλλάξει την επιχειρηµατική του πορεία. Δηµιούργησε τους πρώτους κλωβούς ψαριών στη Νέα Επίδαυρο και κατάφερε να εξασφαλίσει κοινοτικές ενισχύσεις, αναπτύσσοντας τη δραστηριότητα της Σελόντα.

Η προσέγγιση για συγχώνευση που δεν πέτυχε Το 2013, από τη θέση του διευθύνοντος συµβούλου της Σελόντα, ο Στεφανής είχε καλέσει τον Μπελλέ σε “δηµιουργικό διάλογο χωρίς όρους και προϋποθέσεις”, υποστηρίζοντας τη συγκέντρωση του κλάδου µε απώτερο σκοπό τη διάσωσή του, όπως τουλάχιστον ο ίδιος υποστήριζε. Μάλιστα, την ίδια περίοδο ο Στεφανής εµφανιζόταν επικριτικός προς τις τράπεζες και την Πολιτεία, λέγοντας χαρακτηριστικά ότι “δεν έχουν ανταποκριθεί µέχρι σήµερα στον ρόλο τους για τη διάσωση του κλάδου και γι’ αυτόν τον λόγο καλούνται οι ίδιες οι εταιρείες να δώσουν λύση στο πρόβληµα βιωσιµότητας και ρευστότητας που ο ίδιος αντιµετωπίζει”.

Οι Μπελλές και Στεφανής ήταν αµφότεροι αυτοδηµιούργητοι επιχειρηµατίες. Οικονοµολόγοι, οι οποίοι ξεκίνησαν τον Νηρέα και τη Σελόντα στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Κατά τη διετία 1994-1995 οι δύο εταιρείες εισήχθησαν στο Χρηµατιστήριο Αθηνών, ενώ οι δύο επιχειρήσεις άρχισαν να µεγαλώνουν µε ταχείς ρυθµούς, εξαγοράζοντας µικρότερες εταιρείες ιχθυοκαλλιεργειών. Το 2007 σηµατοδοτήθηκε το εντατικό άνοιγµα των δύο εταιρειών στο εξωτερικό, καθώς η Σελόντα υπέγραψε συµφωνία µε τη Fjord Marin Deniz για την απόκτηση του 46% των µετοχών της και συµµέτοχο µε 54% τη νορβηγική Fjord Marin AS, εισερχόµενη µ’ αυτόν τον τρόπο στην αγορά της Τουρκίας, όπου η εξαγοραζόµενη διατηρούσε παραγωγικές µονάδες. Είχε προηγηθεί η Νηρέας, µόλις δύο µέρες νωρίτερα, η οποία αποκτούσε το 29,88% της επίσης νορβηγικής Marine Farms, εισηγµένης στο Χρηµατιστήριο του Όσλο.

Το 2008 έγινε πρόταση εξαγοράς του Νηρέα, την οποία δεν αποδέχτηκε ο Αριστείδης Μπελλές. Ο επιχειρηµατίας αιτιολογούσε την απόφασή του αυτή υποστηρίζοντας τόσο τις δυνατότητες της εταιρείας του όσο και του κλάδου συνολικά. Συνέχισε να επισκέπτεται ο ίδιος προσωπικά υποψήφιους πελάτες στο εξωτερικό ανοίγοντας νέες αγορές, ενώ το 2009, όταν εκδηλώθηκε η οικονοµική κρίση στην Ελλάδα, δηµιούργησε υποκατάστηµα της εταιρείας στο Μιλάνο σε συνεργασία µε την Tradimar.

Ο Γεωργιανός Πρόσωπο-κλειδί στις εξελίξεις των ελληνικών ιχθυοκαλλιεργειών ήταν ο Kahka Bendukidze, ο οποίος µέσω του Linnaeus Fund είχε αποκτήσει πλειοψηφικό πακέτο στη Δίας Ιχθυοκαλλιέργειες, ενώ είχε θέσεις τόσο στον Νηρέα όσο και στη Σελόντα. Επίσης, είχε σηµαντικές θέσεις στον κλάδο των ιχθυοκαλλιεργειών διεθνώς. Ο Bendukidze, ο οποίος πέθανε το 2018 πρόωρα σε ηλικία 58 ετών, είχε διατελέσει εκτός των άλλων υπουργός Οικονοµικών της Γεωργίας, µε σπουδές βιολόγου. Ίδρυσε τη δική του επιχείρηση Bioprocess το 1987, µε αντικείµενο την κατασκευή βιοχηµικών, και ανέπτυξε σηµαντική επιχειρηµατική δραστηριότητα στη Ρωσία. Ο “Economist” είχε αναφέρει για τον Bendukidze: “Ο κ. Bendukidze έφτιαξε το όνοµα και την περιουσία του ως βιοµήχανος στη γειτονική Ρωσία, στήνοντας τον µεγαλύτερο όµιλο βαριάς βιοµηχανίας της χώρας, την OMZ”.

Ο στόχος της ενοποίησης που δεν έγινε ποτέ Ο ίδιος εισήλθε στην Ελλάδα µε στόχο να ενοποιηθούν οι τρεις µεγαλύτερες ελληνικές εταιρείες ιχθυοκαλλιέργειας. Ανέφερε συχνά στους συνεργάτες του ότι ο όµιλος που σκόπευε να δηµιουργήσει στην Ελλάδα στον τοµέα των ψαριών θα διέθετε τον απόλυτο έλεγχο στην παραγωγή ειδών µεσογειακής ιχθυοκαλλιέργειας (όπως η τσιπούρα και το λαβράκι), ώστε να ελεγχθούν η προσφορά των προϊόντων και η διαµόρφωση των τιµών.

Το έναυσµα για την είσοδο στην ελληνική ιχθυοκαλλιέργεια αποτέλεσε η απόκτηση µετοχών στη Δίας Ιχθυοκαλλιέργειες, συµφερόντων τότε της οικογένειας Πιτάκα, η οποία σταδιακά αποχώρησε, παραχωρώντας το µεγαλύτερο µέρος της συµµετοχής της.

Στη Δίας ο Bendukidze έφτασε να ελέγχει κάποια στιγµή το 86%. Ωστόσο τα αποτελέσµατα δεν ήταν αυτά που ευαγγελιζόταν ο Γεωργιανός επιχειρηµατίας, καθώς σταδιακά το ποσοστό του µειώθηκε και ένα σηµαντικό µέρος των µετοχών της Δίας πέρασε στον έλεγχο του Ταµείου Χρηµατοπιστωτικής Σταθερότητας, µέσω των ελληνικών τραπεζών Εθνικής, Alpha, Eurobank και Πειραιώς.

Ο Bendukidze πραγµατοποίησε µια σειρά από επιθετικές αγορές µέσω του Χρηµατιστηρίου και επιχείρησε να αποκτήσει θέση και στις Νηρεύς και Σελόντα, ενώ κατάφερε τελικά να αποκτήσει το 23,68% της πρώτης και το 19% της δεύτερης.

Το σχέδιό του δεν υλοποιήθηκε ποτέ, ο κλάδος παρέµεινε διασπασµένος και προβληµατικός, ενώ στον ίδιο αποδόθηκε η δηµιουργία δυσβάσταχτων χρεών στις εταιρείες όπου δραστηριοποιήθηκε και τα οποία επιδείνωσαν ακόµα περισσότερο τη θέση τους.

Τα βασικά αίτια για την πορεία του κλάδου Θα µπορούσε κανείς να εντοπίσει ανάµεσα στα αίτια για την πορεία του κλάδου κυρίως τις προσωπικές σκοπιµότητες στελεχών που συµµετείχαν σε αυτόν. Διότι, παρά τις κατά καιρούς προθέσεις και συζητήσεις περί συγκέντρωσης µέσω συγχωνεύσεων εταιρειών µεγαλύτερου βεληνεκούς, αυτές κόλλησαν στις ανταγωνιστικές διαθέσεις των πρωταγωνιστών τους. Η γέννηση της ιχθυοκαλλιέργειας στην Ελλάδα ήρθε τη δεκαετία του ’80. Στηρίχθηκε στις επιδοτήσεις της τότε ΕΟΚ, η οποία, βλέποντας τα ψάρια να µειώνονται στα ευρωπαϊκά ύδατα, επιδίωξε την ανάπτυξη της καλλιέργειας και χρηµατοδότησε τη δηµιουργία µονάδων υδατοκαλλιέργειας. Αυτό εν µέρει είχε ως αποτέλεσµα να εµπλακούν στο επάγγελµα και πρόσωπα που δεν είχαν σχέση µε τον κλάδο, µε κύριο σκοπό την αποκόµιση κέρδους, χωρίς όραµα για τη µακροχρόνια ανάπτυξή του.

Οι ιχθυοκαλλιέργειες γνώρισαν πολλές αλλαγές και ανατροπές στα “χρυσά” χρόνια του Χρηµατιστηρίου, όπου χωρίς σχεδιασµό και στόχευση από εισηγµένες της εποχής πραγµατοποιήθηκαν διαδοχικές εξαγορές µικρότερων επιχειρήσεων ιχθυοκαλλιέργειας, που είχαν ως αποτέλεσµα να ενισχύσουν πρόσκαιρα τη µετοχή τους, ωστόσο µακροπρόθεσµα δεν έφεραν ανάπτυξη και ευηµερία ούτε για τις εξαγοράζουσες ούτε και για τον κλάδο συνολικά.

Ευθύνες όµως αποδίδονται από στελέχη της αγοράς και στο τραπεζικό σύστηµα, καθώς υποστηρίζουν ότι οι τράπεζες έδωσαν πολλά δάνεια, και µάλιστα αφειδώς, σε εταιρείες του κλάδου. Κατ’ επέκταση, η συγκέντρωση του υπέρµετρου δανεισµού δηµιούργησε συνθήκες οικονοµικής ασφυξίας, καθότι οι επιχειρήσεις που τα έλαβαν αδυνατούσαν να τα αποπληρώσουν. Στην περίπτωση της Avramar, τα δάνεια άνω των 400 εκατοµµυρίων ευρώ που φέρει πάνω της η εταιρεία δεν δηµιουργήθηκαν σήµερα. Αποτελούν κληρονοµιά από τις εταιρείες που απορρόφησε η επιχείρηση, τον Νηρέα και τη Σελόντα, τα οποία µεταφέρθηκαν άνευ “κουρέµατος” στους νέους επενδυτές, Amerra και Mudabala, όταν τις εξαγόρασαν και στη συνέχεια δηµιουργήθηκε η Avramar. Αλλά και από τη Δίας, η οποία είχε εξαγοραστεί από τη Σελόντα νωρίτερα, το 2016, και επίσης διατηρούσε σηµαντικά οικονοµικά βάρη.

ΠΟΑΥ: Ένα από τα εµπόδια στην εξέλιξη της υδατοκαλλιέργειας Ανυπέρβλητο ζήτηµα προς επίλυση είναι η χάραξη των Περιοχών Οργανωµένης Ανάπτυξης Υδατοκαλλιεργειών (ΠΟΑΥ), όπου παρουσιάζονται πολυετείς καθυστερήσεις. Εξαιτίας αυτού του γεγονότος παραµένουν υπό καθεστώς οµηρίας πολλές επιχειρήσεις του κλάδου, οι οποίες στερούνται τη δυνατότητα υλοποίησης νέων επενδύσεων. Η επέκταση και η οργάνωση του σηµαντικού αυτού κλάδου της ελληνικής οικονοµίας κολλάει σε συλλόγους, περιβαλλοντικές οργανώσεις, στελέχη της τοπικής αυτοδιοίκησης και πολίτες που θέτουν προαπαιτούµενα, όπως η υποχρεωτική χαρτογράφηση των λιβαδιών ποσειδωνίας, ο σεβασµός σε προστατευόµενες περιοχές, ο έλεγχος προδιαγραφών, η απόσταση από τις ακτές και τον βυθό.

Ζητούν, µεταξύ άλλων, να λαµβάνονται υπόψη οι ιδιοκτήτες των χερσαίων εκτάσεων όπου σχεδιάζεται ανάπτυξη υποστηρικτικών εγκαταστάσεων για τις ΠΟΑΥ και να είναι δεσµευτική η γνώµη του εκάστοτε δηµοτικού συµβουλίου του οικείου δήµου στην τελική απόφαση για την ίδρυση, επέκταση ή µετεγκατάσταση µονάδων εντός των ΠΟΑΥ.

Πηγή:forbes.com, Γιώργος Λαµπίρης

Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο

ΚΑΤΕΒΑΣΤΕ ΤΟ APP ΤΟΥ PAGENEWS PAGENEWS.gr - App Store PAGENEWS.gr - Google Play

Το σχόλιο σας

Loading Comments